Μοιάζει με ένα sequel του Revenge of the Nerds σε συνθήκες πραγματικής ζωής, παντού ενήλικες να αγοράζουν μανιωδώς τα παιχνίδια που δεν πρόλαβαν ή δεν μπορούσαν να αποκτήσουν σαν παιδιά. Από Lego, μέχρι φιγούρες Star Wars, τα social media είναι γεμάτα με μαντράχαλους που δίνουν το μισό τους μισθό σε μυθικές συλλογές παιχνιδιών και εποχή που κάτι τέτοιο ήταν cringe έχει περάσει.
Η βιομηχανία των παιχνιδιών ονομάζει αυτούς τους πελάτες kidults και είναι ο 1 στους 4 αγοραστές παιχνιδιών. Οι άλλοι 3 είναι επίσης ενήλικες, αλλα δεν τα κρατάνε γι’αυτούς. Η πανδημία γιγάντωσε ακόμα περισσότερο αυτή την τάση που ξεκίνησε με την άνθηση των ταινιών με υπερήρωες από την DC και τη Marvel. Οι ενήλικες συλλέκτες παιχνιδιών βοήθησαν στην άνοδο κατά 37% που γνώρισε η αγορά παιδικών παιχνιδιών στα δύο τελευταία χρόνια τζιράροντας 28,6 δις δολάρια μόνο στις ΗΠΑ.
Από αυτά τα χρήματα, τα 9 δις προέρχονται από τους ενήλικες και αυτό το ποσό είναι αρκετό για να επηρεάσει πολλά πράγματα στην αγορά. Οι εταιρείες είναι αναγκασμένες να τους λάβουν υπόψη τους όταν σχεδιάζουν τα νέα τους παιχνίδια, οπώς είναι επίσης υποχρεωμένες να κάνουν και λίγο πιο ενήλικες τις διαφημιστικές τους καμπάνιες. Κι αυτό γιατί μεταξύ του 25% όσων αγοράζουν για τον εαυτό τους και του 75% που αγοράζουν για τα παιδιά τους, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αλληλοεπικάλυψης που αγοράζουν και για τον εαυτό τους, αλλά και για τα παιδιά τους.
Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, έχει προηγηθεί μια πολύ σοβαρή προσπάθεια απενοχοποίησης της nerd συνήθειας συλλογής παιχνιδιών, η οποία είναι μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα ενός γενικότερου νοσταλγικού revival της παιδικότητας των millennials. H ρίζα αυτού του φαινομένου είναι γνωστή και δεν συνδέεται τόσο έντονα με το υπόλοιπο κύμα ρετρολαγνείας. Οι millennials είναι η γενιά που θυμούνται τους γονείς τους και τους εαυτούς τους σαν παιδιά να περνούν καλύτερα από ότι τώρα ως οι πρώτες γενιές που έζησαν χειρότερα από τις προηγούμενες. Όλο αυτό με το πόσο μας λείπει το Μινιόν και ο Άη Βασίλης του, έχει να κάνει με το γεγονός ότι τότε μπορούσαμε να δίνουμε περισσότερα χρήματα στον «Άη Βασίλη» από ότι σήμερα, ή τουλάχιστον έτσι να νομίζουμε.
Ένας τύπος στα τριαντακάτι που αγοράζει ακόμα Lego ή κάποιο άλλο παιχνίδι που θεωρούσαμε πεθανμένο πριν από 10 χρόνια, ικανοποιεί μια εσωτερική ανάγκη. Είναι τα σουβενίρ μιας καλής εποχής, είναι διατήρηση της μνήμης και μια υπόσχεση για τα παιδιά του. Εδώ υπάρχει αυτή η τομή που αναφέραμε νωρίτερα μεταξύ του 25% και του 75% που διαλέγει παιχνίδια για τα παιδιά του σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα ή ακόμα και απωθημένα. Όσοι την έβγαζαν με ένα μικρό σετ ιπποτών Playmobil, ήρθε η ώρα να πάρουν στα παιδιά τους ολόκληρο το κάστρο κρατώντας μια μορφή επικαρπίας.
Αποτιμώντας μια κατάσταση που κρατάει λίγα χρόνια, είναι μια τάση που μόνο καλό κάνει και μάλιστα σε πολλαπλό επίπεδο και κυρίως στα παιδιά. Η απενοχοποίηση οδηγεί σε ένα ισχυρότερο δεσμό των γονιών με τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι μαζί. Για πάρα πολλά παιδιά των περασμένων ετών, τα παιχνίδια ήταν κάτι σαν εξέλιξη της πιπίλας, ένας τρόπος να μείνουν σιωπηλά και να αφήσουν στην ησυχία τους τους μεγάλους.
Αυτό είναι κάτι που εξελίσσεται και γεφυρώνει συνεχώς το χάσμα μεταξύ γονιών και παιδιών και μπορεί να φτάσει μέχρι τα video games κλείνοντας ακόμα και το διαβόητο ψηφιακό χάσμα μέσα από την αλληλεπίδραση. Υπάρχει και κάτι ακόμα καλύτερο όμως.
Τα παιδικά παχνίδια που αγοράζουν οι ενήλικες δεν είναι και τόσο παιδικά. Τα δημιουργικά παιχνίδια, τα παζλ, τα επιτραπέζια και γενικά τα παιχνίδια που θεωρούνται πιο σοβαρά, είναι καλύτερα δώρα για τα παιδιά που έτσι μαθαίνουν σε ποιοτικότερα παιχνίδια και τελικά δεν είναι οι ενήλικες που παλιμπαιδίζουν, αλλά τα παιδιά που ωριμάζουν πιο γρήγορα και πιο σωστά από το παιχνίδι. Τώρα έχουμε ακόμα μια, σοβαρή αυτή τη φορά, δικαιολογία για ένα ακόμα Lego στη συλλογή μας.