Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας πόλεμος είναι τόσο κοντά στην περιοχή μας. Ζώντας σε μια χώρα που είναι ταυτόχρονα στα βαλκάνια και βρέχεται από μια θάλασσα που βρέχει και τις ακτές της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, ξέρουμε πολύ καλά τι είναι να έχεις έναν πόλεμο στην πόρτα σου. Το βλέπουμε στις προσφυγικές ροές, το είδαμε με τις διακυμάνσεις στις τιμές του πετρελαίου. Όμως αυτή τη φορά υπάρχει κάτι διαφορετικό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Μπορεί το δραματικό και ανιστόρητο δόγμα «ο πρώτος πόλεμος στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» να αγνοεί την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Κύπρο, αλλά αυτός ο πόλεμος έχει κάτι το κυνικά πρωτόγνωρο για την «πολιτισμένη Δύση», την απώλεια του σιτοβολώνα της.
Μέχρι τώρα οι πόλεμοι, όπου κι αν λάμβαναν χώρα, συνήθως έπαιζαν στο δίπολο εξαγωγή δημοκρατίας και πετρέλαιο, και οι όποιες αναταραχές στην αγορά πετρελαίου μπορεί να φούσκωναν παροδικά τις τιμές συπαρασύροντας και τις τιμές των υπολοίπων αγαθών, αλλά δεν είχαμε ποτέ πραγματικό πρόβλημα παροχής πετρελαίου και αγαθών. Μιλώντας για τις Ουκρανορωσικές σχέσεις πάντα βάζαμε ως επίδικο το φυσικό αέριο και τους αγωγούς αυτού ξεχνώντας ότι αυτές οι δύο χώρες μαζί έχουν το 30% της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών, δύο χώρες παρέχουν το ⅓ του ψωμιού που τρώμε στην κυριολεξία και αυτές οι δύο χώρες βρίσκονται σε πόλεμο.
Το τηγανητό κοτόπουλο είναι το καλύτερο φάρμακο για τον Γιάννη Αντετοκούμπο
Από την παγκόσμια ιστορία γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι η αγροτική παραγωγή είναι το πρώτο μεγάλο θύμα ενός πολέμου, είτε μέσω της εσκεμμένης καταστροφής, είτε λόγω εγκατάλειψης. Ακόμα υπάρχουν οι δυσκολίες στα logistics και οι κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία που θα κάνουν εξαιρετικά δύσκολες τις εισαγωγές και τουλάχιστον πιο ακριβές τις εισαγωγές από αυτή. Αλλά ας κάνουμε τάληρα το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η εξέλιξη για το τηγανητό κοτόπουλο το οποίο είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, αλλά εξαιρετικό παράδειγμα.
Ένα κοτόπουλο για να τραφεί χρειάζεται ζωοτροφή ή οποία είναι σιτηρά, για να παναριστεί χρειάζεται αλεύρι και νιφάδες καλαμποκιού τα οποία είναι σιτηρά και στη συνέχεια τηγανίζεται σε ηλιέλαιο το οποίο είναι από σιτηρά. Οι αυξημένη ζήτηση ηλιελαίου έχει ήδη οδηγήσει σε φαινόμενα που θυμίζει στοκάρισμα για τις δύσκολες μέρες που έρχονται. Σε πολλές περιπτώσεις η τιμή του έχει διπλασιαστεί και μιλάμε ακόμα για ποσότητες που ήταν ήδη προς διάθεση. Από τη Σκωτία μέχρι τη Ρόδο, σε όλη την Ευρώπη οι μαγαζάτορες αναγκάζονται να αυξήσουν τις τιμές τους, αλλά αυτό είναι μόνο το πρώτο στάδιο, όσο οδυνηρό κι αν είναι.
Με τον πόλεμο να συνεχίζεται και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες να μην μπορούν να υπολογιστούν, αρκετά μαγαζιά που πωλούν κοτόπουλο και άλλα τηγανιτά φαγητά αναγκάζονται να μειώσουν το μέγεθος στις μερίδες τους, όχι από τσιγκουνιά ή για να κόψουν κάτι από τις αυξήσεις, αλλά λόγω του φόβου ότι μπορεί να έχουμε πολύ σύντομα σοβαρές ελλείψεις σε ζωοτροφές, άλευρα και σπορέλαια.
Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι κάποιο είδος τρομολαγνικής προπαγάνδας σαν αυτό που έλεγαν οι Αμερικανοί με το “threat against our way of life”, αλλά εντελώς υπαρκτός και δεν αποκλείεται να αλλάξει για πάντα τις διατροφικές μας συνήθειες. Ξέρουμε πολύ καλά ότι η παγκοσμιοποιημένη βιομηχανία κρέατος βασίζεται πάνω σε ένα μοντέλο logistics που δεν μπορεί να είναι βιώσιμο και επιζεί χάρη σε μια λεπτή ισορροπία που κρατάει τεχνητά χαμηλές τις τιμές. Η Ουκρανία και η Ρωσία δεν μας προμηθεύουν με σιτηρά και τα παράγωγά τους μόνο επειδή έχουν αχανείς πεδιάδες, αλλά κυρίως γιατί μπορούν να μας τα παρέχουν φτηνά. Δεν έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από την εποχή που είχαμε μεγάλη παραγωγή σπορέλαιου στη Βόρεια Ελλάδα η οποία κάλυπτε σε ένα βαθμό τις ανάγκες μας, απλά κάποια στιγμή έγινε πολύ πιο συμφέρουσα η εξ ολοκλήρου εισαγωγή του.
Πώς το τηγανητό κοτόπουλο έγινε κομμάτι της ζωής μας
Η απεμπόληση κάθε είδους αυτάρκειας και η ένταξη σε αυτό το πυκνό πλέγμα logistics μπορεί να δημιουργήσει το παράδοξο της ζωοτροφής που ξεκινάει από την ουκρανία, τρέφει ζώα στην Ολλανδία και στη συνέχεια το κρέας καταναλώνεται στην Ελλάδα. Ο πόλεμος τινάζει στον αέρα συμφωνίες που θεωρούσαμε μέχρι τώρα δεδομένες και καλούμαστε για πρώτη φορά να δούμε κατά πόσο ήταν τελικά βιώσιμο αυτό το μοντέλο και αν τελικά ο πόλεμος απλά έφερε ένα πρόωρο τέλος σε κάτι που θα ερχόταν κάποια στιγμή.
Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος φανατικός vegan ακτιβιστής για να καταλάβει ότι η η βιομηχανία του κρέατος δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με τους όρους που λειτουργεί. Η διαχείριση των υδάτινων πόρων, οι ζωοτροφές και οι εγκαταστάσεις των ζώων είναι πολυεπίπεδα καταστροφικές. Η κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος, ειδικά του τηγανιτού είναι σε τέτοια επίπεδα που η ιατρική κοινότητα δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση την επόμενη «πανδημία». Όλα μας έδειχναν ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει, αλλά επειδή ποτέ κανείς δεν είναι έτοιμος για την πραγματική αλλαγή, κάποιος ή κάτι έπρεπε να μας αλλάξει.
‘Οπως ακριβώς η πετρελαϊκή κρίση του ΄73 η οποία έφερε τα πρώτα οικονομικά αυτοκίνητα και μας έκανε να σκεφτούμε καλύτερα ότι τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι απεριόριστα και δεδομένα. Ακόμα και όταν η τιμή του πετρελαίου έκανε βουτιά, οι αλλαγές που κάναμε πάνω στην οικονομία των καυσίμων ήταν μόνιμες. Οι αλλαγές που έρχονται στο πώς θα τρώμε από δω και πέρα δεν έχουν φανεί, αλλά έρχονται και προβλέπονται εξίσου μόνιμες.
Ευχόμαστε ο πόλεμος να τελειώσει σύντομα, όχι για το τηγανιτό μας κοτόπουλο, δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το στάδιο αποκτήνωσης και μιθριδατισμού. Ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να μπει ένα φρένο στον αριθμό των θυμάτων, για να σταματήσει ο ξεριζωμός των προσφύγων, για να σταματήσει η καταστροφή και το ρήμαγμα των υποδομών και της παραγωγής, ναι και των σιτηρών. Επειδή όμως οι συνέπειές του θα έχουν κάποιο ορίζοντα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την επόμενη μέρα.
Είναι κάτι παραπάνω από πιθανό όσα δούμε να στερούμαστε λόγω ακρίβειας ή έλλειψης στον άμεσο χρονικό ορίζοντα, να έχουν μόνιμα χαρακτηριστικά. Το πάντρεμα των οικονομικά βιώσιμων με τις πιο υγιεινές διατροφικές λύσεις, έρχεται με μεγαλύτερη φόρα από όσο νομίζουμε. Το τηγανητό κοτόπουλο, οι πατάτες κλπ δεν θα εξαφανιστούν για πάντα από τις διατροφικές μας συνήθειες, απλά θα γίνουν πολύ πιο αραιές, ίσως έτσι εκτιμήσουμε περισσότερο αυτόν τον χρυσαφένιο, τραγανό και συνάμα τρυφερό συνδυασμό.