28 αθλήτρες της Ενόργανης έκαναν καταγγελίες για πράγματα που συνέβησαν από το 1985 μέχρι το 2000. «Πλημμελήματα» θεωρούνται και ως εκ τούτου παραγράφονται και οι καταγγελίες μπήκαν στο αρχείο. «Πλημμελήματα» αποκαλούμε πράξεις όπως τη σεξουαλική και τη σωματική κακοποίηση, τα κάθε είδους «βασανιστήρια», τις τιμωρίες και τη λεκτική βία. «Πλημμελήματα» λέμε και καθαρίσαμε, λες και όλα αυτά τα κορίτσια, που σήμερα είναι γυναίκες που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεχάσουν, όλες αυτές οι ψυχές, είναι «φάκελοι» που μπήκαν σε ένα αρχείο. Λες και ξεχνιούνται όλα αυτά τα πράγματα άμα τα αρχειοθετήσεις...
Όλα αυτά τα κορίτσια, τα παιδάκια ετών 12, 13 και 14, πήγαν για να μάθουν ενόργανη. Και κάποια απ’ αυτά έμαθαν την πιο σκληρή πλευρά της ζωής, από ανθρώπους που προσπάθησαν να τα «σπάσουν». Άλλος, ήθελε «να τους γνωρίσει τον έρωτα», άλλος να τις κάνει μέσα από κακοποιητικές πράξεις «σκληρές, για να αντέξουν τον πρωταθλητισμό», άλλος απαγόρευε να φάνε μέχρι να εκτελέσουν τέλεια το πρόγραμμά τους κι άλλος έβγαζε από κάτω τα στρώματα ώστε να πονούν τόσο πολύ όταν έπεφταν, που την επόμενη φορά, από φόβο, να μην κάνουν το παραμικρό λάθος. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, επαγγέλονταν (ή επαγγέλονται ακόμα) προπονητές. Δάσκαλοι. Παιδαγωγοί. «Δεύτεροι πατεράδες».
Όλα αυτά τα κατακάθια της κοινωνίας, πιθανότατα δεν θα καθίσουν στο εδώλιο του Δικαστηρίου, δεν θα απολογηθούν για όσα έκαναν και δεν θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους, επειδή τα αδικήματα ήταν «πλημμελήματα», επειδή πέρασαν τα χρόνια και παραγράφηκαν. Κι αν τους μιλήσεις, αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν πιθανότατα πως «έτσι ήταν τα πράγματα τότε» και «αυτή ήταν η μέθοδος προπόνησης παγκοσμίως» και «στο εξωτερικό γίνονταν χειρότερα» και «απ’ τα χέρια τους βγήκαν πρωταθλήτριες με ατσάλινα σώματα». Τέτοιες μπούρδες θα σου πουν οι περισσότεροι – ελπίζω ότι όποιο κάθαρμα ήθελε «να μάθει τον έρωτα» σε ένα 14χρονο κοριτσάκι, ένα παιδάκι 14 ετών, τουλάχιστον θα κάθεται στην άκρη και θα βγάζει το σκασμό, αν του έχει απομείνει έστω κι ένα ψίχουλο τσίπας.
Τα κορίτσια αυτά υπέφεραν. Ίσως να το είπαν στους γονείς τους, είτε όχι. Μπορεί να το είπαν σε φίλους τους μπορεί και όχι. Κάποιοι γονείς τα άκουσαν προσεκτικά και τα πίστεψαν, ίσως πήγαν να ζητήσουν τα ρέστα ή να σταμάτησαν τα παιδιά τους από την Ενόργανη. Κάποιοι άλλοι γονείς δεν τα πίστεψαν, θεώρησαν ότι τους έλεγαν πράγματα υπερβολικά για να «λουφάρουν», για να μην προπονηθούν σκληρά και αντί να κάνουν κάτι για να τα προστατέψουν, τους έδειξαν με το δάχτυλο το δρόμο προς το προπονητήριο. Αλλά οι άνθρωποι που ήταν εκεί τριγύρω, ήξεραν. Έβλεπαν καθημερινά τι γινόταν. Άκουγαν τα κλάματα. Έβλεπαν τα μελανιασμένα γόνατα και τους πρησμένους αγκώνες. Τα υγρά μελαγχολικά μάτια. Κάποιος απ’ αυτούς εκεί γύρω τριγύρω είχε ακούσει κάποιον να μιλάει χυδαία για ένα 14χρονο κορίτσι, σχολιάζοντας το στήθος του ή τα οπίσθιά του και πόσο θα ήθελε «να του μάθει τον έρωτα». Και κανείς τους δεν μίλησε. Κανείς τους δεν έκανε κάτι. Όλοι κοίταξαν τον εαυτό τους, τη δουλίτσα τους, την ησυχία τους. Άραγε, κοιμούνται καλά όλα αυτά τα χρόνια; Κοιμούνται ήρεμα, χωρίς τύψεις;
Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα έστελνα κάπου το παιδί μου για να περάσει καλά, να αθληθεί, να φτιάξει το σώμα του και αντί γι’ αυτό κάποιος ή κάποιοι θα κατέστρεφαν την ψυχή του. Και δεν μπορώ να φανταστώ ότι σε έναν χώρο γεμάτο παιδιά και ενήλικες, έναν χώρο προπόνησης γεμάτο ανήλικους αθλητές και ενήλικες προπονητές, δεν βρέθηκε ένας, ΕΝΑΣ, που να πατήσει φρένο. Που να βάλει μια φωνή, να πει «τι κάνεις εκεί στο παιδί;», να καταγγείλει, να ενημερώσει έναν γονιό, την Ομοσπονδία, μια εφημερίδα, έναν Υπουργό. Ούτε ένας. Έβλεπαν, άκουγαν, υποψιάζονταν, αλλά γυρνούσαν το κεφάλι από την άλλη. Σαν το «μάγκα» τον τραγουδιστή που βγήκε τις προάλλες και είπε ότι πριν χρόνια, τσε ένα μαγαζί που δούλευε, το αφεντικό του ένα βράδυ βίαζε μια κοπέλα, εκείνος το είδε αλλά φοβήθηκε να κάνει το παραμικρό και συνέχισε το δρόμο του.
Και φυσικά δεν είναι όλοι οι προπονητές της Ενόργανης έτσι, ούτε όλοι οι θιασάρχες ή μεγάλοι ηθοποιοί έτσι, ούτε όλοι οι παράγοντες της Ιστιοπλοϊας έτσι ή οι τηλεοπτικές «φίρμες» έτσι. Αλίμονο. Αλλά υπάρχουν κι αυτοί οι άνθρωποι ανάμεσα μας, ανάμεσά τους. Υπήρχαν και υπάρχουν – το θέμα είναι να μην εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Κι όλα αυτά τα τομάρια, καλώς ή κακώς, χαρακτηρίζουν έναν χώρο, τον μολύνουν, τον λερώνουν, τον γεμίζουν δυσοσμία. Όσο λοιπόν νομίζουμε ότι προστατεύουμε το «χώρο μας» (το άθλημά μας, το θέατρό μας, την εκπομπή μας, το σινάφι μας, το επάγγελμά μας) επιλέγοντας να μην μιλάμε, να λέμε μισόλογα, «να, δεν ήξερα», «ξέρετε, δεν είχα δει ποτέ κάτι», «έπεσα από τα σύννεφα», τόσο η σκατίλα θα απλώνεται τόσο, που στο τέλος θα μας σκεπάσει. Και τότε, δεν θα μπορούμε να πούμε «δεν ήξερα», διότι δεν θα μπορούμε καν να μιλήσουμε.