Ο περίπλους της Πελοποννήσου, ήταν η μεγαλύτερη αγγαρεία για τους ναυτικούς και τους εμπόρους της αρχαιότητας. Χωρίς υπερβολή θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως ήταν μια δυσκολία υπό κλίμακα του βασάνου των μετέπειτα ναυτικών που έκαναν τον περίπλου της Αφρικής στα ταξίδια τους από την Ασία προς την Ευρώπη. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα λύθηκε με τη διάνοιξη διώρυγας, τόσο στον Ισθμό, όσο και στο Σουέζ.
Μέχρι να φτάσουμε όμως στη διάνοιξη της διώρυγας η ιδέα της παράκαμψης του περίπλου της Πελοποννήσου ήταν για αιώνες απλά ένας ευσεβής πόθος φιλόδοξων ηγετών της αρχαιότητας. Ο πρώτος που σκέφτηκε την ιδέα της ένωσης του Αργοσαρωνικού με τον Κορινθιακό ήταν ο τύραννος της Κορίνθου, Περίανδρος. Το έργο δεν ξεκίνησε ποτέ καθώς ένας χρησμός από την Πυθία ήθελε την διάνοιξη της διώρυγας να προκαλεί την οργή του Δία καθώς ήταν δική του αρμοδιότητα, και όχι των ανθρώπων η δημιουργία νησιών.
Ο χρησμός ήταν μια πρόφαση η οποία υπαγορεύτηκε από τους ισχυρούς εμπόρους της Κορίνθου. Θεώρησαν ότι η διώρυγα θα τους στερούσε ένα σημαντικό κομμάτι των εμπορικών τους δραστηριοτήτων. Έτσι προσανατολίστηκαν στην ενδιάμεση λύση του Διολκού. Παράλληλα με τον Ισθμό φτιάχτηκε ένας διάδρομος από πλάκες πορόλιθου. Τα πλοία κυλούσαν πάνω σε κορμούς δέντρων ενώ τα έσερναν σκλάβοι και ζώα.
Οι προσπάθειες διάνοιξης της διώρυγας συνεχίστηκαν στην αρχαιότητα με σημαντικότερη την απόπειρα του Νέρωνα. Μάλιστα αν δεν είχε ξεσπάσει η εξέγερση του στρατηγού Γάλβα η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Ρώμη και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην πρωτεύουσα, ίσως και να είχε γίνει πραγματικότητα.
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησε ο Νέρωνας και τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν μέχρι την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η διάνοιξη της διώρυγας ήταν προτεραιότητα για τον Καποδίστρια όμως το κόστος της κρίθηκε απαγορευτικό για το νεαρό ελληνικό κράτος.
Αυτό που τελικά έδωσε ώθηση στο έργο ήταν η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και η βελτιστοποίηση των διαθέσιμων μέσων και της εμπειρίας. Τα έργα ξεκίνησαν τελικά το 1882 σε μια πανηγυρική εκδήλωση, παρόντος του Βασιλιά Γεωργίου Α’, και μετά από 11 χρόνια και αρκετές αναβολές και καθυστερήσεις το έργο παραδόθηκε προς χρήση μόλις το 1893. Η διώρυγα έχει μήκος 6.346 μ., πλάτος στην επιφάνεια της θάλασσας 24,6 μ., στον βυθό της 21,3 μ., ενώ το βάθος της κυμαίνεται από 7,50 έως 8 μ.