Ο Σάκης ο Ρουβάς ήταν πολύ μπροστά όταν έλεγε το συγκεκριμένο τραγούδι. «Θα σου κάνω μακαρόνια, με κιμά για να φας». Απλά, λιτά, ξεκάθαρα, νόστιμα. Και μετά συμπλήρωνε «θα σου κάνω και μασάζ στα πόδια σου αν πονάς», που δεν πόναγε το κορίτσι βέβαια, αλλά πιάσε λίγο πόδι από δω, λίγο μπούτι από κει, μια χαρά γινόταν μετά η δουλίτσα η σωστή. Γινόταν όμως διότι είχε προηγηθεί το γεύμα το σωστό: τα μακαρόνια με τον κιμά.
Ποιος δεν αγαπάει το συγκεκριμένο φαγητό; Είμεθα μακαρονάδες σε κάθε περίπτωση και πολύ πριν μπουν στη ζωή μας οι μακαρονάδες «του ψαρά» με τους τόνους και οι γαριδομακαρονάδες και αστακομακαρονάδες, πριν ανακαλύψουμε τα pesto και τα συναφή, πριν μάθουμε ότι η αυθεντική καρμπονάρα θέλει αυγό και όχι κρέμα γάλακτος, πριν οι γκουρμεδομάγειρες πάρουν τα μακαρόνια και τους αλλάξουν τα φώτα, με δυο είδη μακαρονάδας μεγαλώσαμε όλοι μας: μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα και μακαρόνια με κιμά. Ωραία με τη σάλτσα, ελαφρύ φαγητό, ό,τι πρέπει για καλοκαίρι, αλλά μετά από δυο ωρίτσες σε έκοβε πάλι λόρδα και ρώταγες τη μαμά σου «έχει τίποτα να φάμε;» Ενώ τα μακαρόνια με κιμά, είχαν άλλη υπόσταση. Είχαν ειδικό βάρος. Είχαν κύρος και δυναμισμό. Μπούκωνες το πιάτο στον κιμά, έχωνες και μισό κιλό τριμμένο τυρί από πάνω και έτρωγες μέχρι σκασμού. Ή για την ακρίβεια, μέχρι να τελειώσουν τα μακαρόνια, ώστε να απολαύσεις στη συνέχεια με την ησυχία σου τον κιμά που είχε ξεγλιστρήσει και είχε αράξει στον πάτο του πιάτου.
Τα αγαπήσαμε τα μακαρόνια με τον κιμά διότι ήταν πάντα νόστιμα και χορταστικά, τα αγάπησαν και οι μαμάδες μας διότι ήταν «γρήγορο» και »εύκολο» φαγητό: έβραζαν τα μακαρόνια και μαγείρευαν τον κιμά που απλά είχαν βγάλει από την κατάψυξη λίγες ώρες πριν. Ούτε καθαρίσματα, ούτε λερώματα, ούτε μια κουζίνα άνω - κάτω. Και γι' αυτό το λόγο τα μακαρόνια με τον κιμά, τα «κουβαλήσαμε» κι εμείς μαζί μας στα φοιτητικά χρόνια, στα σπίτια των φίλων, σε διακοπές, σε νησιά και ήταν πάντα το μυστικό μας όπλο όταν θέλαμε να φέρουμε το κορίτσι στο σπίτι και να την εντυπωσιάσουμε φτιάχνοντας κάτι με τα χεράκια μας και όχι να παραγγείλουμε απ' έξω. Μπορεί να ξέρουμε να φτιάχνουμε ένα φαγητό όλο κι όλο (όταν βέβαια θα το μάθει εκείνη, θα είναι πλέον αργά, θα της έχουμε κάνει το περίφημο μασάζ στα πόδια που λέγαμε παραπάνω…), αλλά αυτό το ένα, μπορεί να είναι κάτι υπέροχο.
Διότι τι χρειάζεσαι στο κάτω - κάτω; Έναν χασάπη της προκοπής για να σου δώσει τον κιμά το σωστό τον πρόστυχο, στοιχειώδεις γνώσεις βρασίματος μακαρονιών (ώστε ούτε να είναι «ζωντανά», ούτε να βράσουν τόσο ώστε να γίνουν λαπάς) και δυο μυστικά από τη μαμά, για το τι μυρωδικά να βάλεις στον κιμά για να νοστιμίσει. Κι από κει και πέρα ρεγκάτο ή κεφαλοτύρι ή κεφαλογραβιέρα, ό,τι τυρί τριμμένο πιστεύεις ότι θα απογειώσει το πιάτο σου, σερβίρισμα μπάνικο και είναι βέβαιο ότι θα την ενθουσιάσεις.
Μακαρόνια με κιμά, σας αγαπώ και στην πραγματικότητα σας αγαπάμε όλοι. Για την τιμιότητα και τη νοστιμιά σας, για την ευκολία σας και τον ελάχιστο χρόνο που χρειάζεστε για να βρεθείτε στο πιάτο και εν συνεχεία στην κοιλιά μας. Διότι μας θυμίζετε μαμά και μπαμπά και οικογενειακό τραπέζι, με μια μεγάλη πιατέλα μακαρόνια στη μέση και ένα σκεύος με αχνιστό κιμά να γυρίζει γύρω - γύρω για να βάλουν όλοι. Μόνο καλές αναμνήσεις έχουμε όλοι από εσάς, στιγμές ωραίες, γέλια, πηρούνια που είχαν πάρει φωτιά, πειράγματα, μανούρες διότι κάποιος έφαγε δυο πιατάρες και κάποιος δεν πρόλαβε να κάνει refill, εκείνες τις φορές που εσύ κι αυτή μαγειρέψατε παρέα στην κουζίνα (και κόντεψε να καεί ολοσχερώς διότι της έκανες «μασάζ») και άλλες τέτοιες νοσταλγικές φωτογραφίες, σε ένα άλμπουμ που εμπλουτίζεται συνέχεια, καθώς μπαίνουν στο κάδρο οι επόμενες γενιές μακαρονάδων…