Με την Αθήνα να βιώνει 5,1 Ρίχτερ, εύλογα το μυαλό σου πηγαίνει στις ημέρες του Σεπτέμβρη του 1999. Μία άλλη εποχή, αλλά με μνήμες που ποτέ δεν ξέφτισαν και που οι περισσότεροι από εμάς τις κουβαλούν ακόμα μέσα τους. Να το θυμηθούμε; Aν και κανείς δεν το ξέχασε.
Συντάκτριες και συντάκτες του Ratpack, αποφασίσαμε να θυμηθούμε που μας βρήκε η 7η Σεπτεμβρίου και ο σεισμός της Πάρνηθας, εκείνο το μεσημέρι που βιώσαμε -κυριολεκτικά- την γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια μας.
Έτρεχε να «κλείσει» εφημερίδα ο Νίκος Συρίγος
Έφευγα από Καισαριανή για την Κωνσταντινουπόλεως 161. Πήγαινα από τα γραφεία της Νήαρ Ηστ σε αυτά της «ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΗΧΟΥΣ» για να συνεχίσω τη δουλειά. Είχα μια BMW του 1982. Την είχα πάρει από δέκατο χέρι. Μόλις είχα απολυθεί από φαντάρος, βλέπεις. Ήμουν στο φανάρι της Εθνικής Αντιστάσεως και της Φιλολάου. Μέσα στο αυτοκίνητο. Βαρύ αλλά πήγε κι ήρθε. Βγήκα με διάθεση να την πω στον ταξιτζή που ήταν πίσω μου και τον είχα δει στον καθρέφτη. Νόμιζα ότι με τράκαρε. Πριν ξεκινήσει η μανούρα κατάλαβα από το ύφος και τον κόσμο που έβγαινε από τα σπίτια του ότι κάτι άλλο είχε συμβεί… Μετά άρχισαν τα τηλέφωνα. Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν πολύ… τυχεροί. Τους βρήκε ο σεισμός στο ασανσέρ. Τρόμος. Τον αδερφό μου στο κρεβάτι! Κοιμόταν. Ούτε που ξύπνησε. Κλασσικός Κυριάκος. Πήγα στην «ΗΧΩ», κλείσαμε σχεδόν… τρέχοντας και φύγαμε.
Βρέθηκε κάτω από το τραπέζι (για να φάει) ο Γιώργος Κυριακόπουλος
Μπορεί να σας φανεί λίγο τραβηγμένη, αλλά η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Έχω και μάρτυρες δηλαδή. Εκείνο το μεσημέρι του ’99, το μεσημέρι του Κώστα του Σημίτη, μόλις είχε σερβιριστεί το γεύμα από την κυρά Μαρίνα -την μάνα μου. Δεν πρόλαβα να φάω δύο μπουκιές και ο Εγκέλαδος ξεκίνησε τα δικά του. Λίγες κλεφτές ματιές δεξιά και αριστερά στα υπόλοιπα μέλη και μετά το μόνο που θυμάμαι είναι να βρίσκομαι κάτω από το τραπέζι, καθότι έχουμε και μία… παιδεία, βρε αδερφέ. Ωστόσο, επειδή ήμουν παιδί στην εφηβεία και την ανάπτυξη (ή αυτό λέω στον εαυτό μου μέχρι και σήμερα), αυτό που σκέφτηκα ήταν να πιάσω το πιάτο μου και να συνεχίσω το γεύμα μου κάτω από το τραπέζι. Και μπράβο μου. Εντάξει μερικοί μπορεί να πείτε «Σαν δεν ντρέπεσαι», αλλά κανένας Εγκέλαδος δεν θα μου στερήσει λεμονάτο μοσχαράκι με πατάτες. Ωραία;
O Άγγελος Κωνσταντούλιας μαζεύε κάλτσες βλέποντας Baywatch
Το 1999 δεν ήταν μία καλή χρονιά. Στις 24 Μαρτίου το ΝΑΤΟ πραγματοποιεί βομβαρδισμούς κατά της Γιουγκοσλαβίας, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που το ΝΑΤΟ επιτίθεται σε κυρίαρχο κράτος. Ωστόσο λίγους μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 7 Σεπτεμβρίου έρχεται το δεύτερο πιο σοκαριστικό χτύπημα εκείνης της μαύρης χρονιάς. Ο σεισμός της Πάρνηθας, ο οποίος ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Εγκέλαδο. Ο σεισμός με βρήκε μαζεύοντας κάλτσες και βλέποντας Baywatch. Όπως κάθε έφηβος που σεβόταν τον εαυτό του εκείνη την εποχή. Η Pamela Anderson στις πιο εμβληματικές στιγμές της και το κόκκινο ολόσωμο μαγιό που καμία δεν το φόρεσε καλύτερα. Εποχές που τα social media φάνταζαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας και η τηλεόραση ήταν η μοναδική απόλαυση που πρόσφερε η τεχνολογία.
Έψαχνε κράνος για το κεφάλι του ο Κώστας Βαϊμάκης
Σεπτέμβριος 1999. Βρισκόμουν στην οδό Φραγκοκλησιάς, στα γραφεία των περιοδικών ΚΛΙΚ και ΜΕΝ όπου εργαζόμουν, όταν ξαφνικά αρχίσαμε να χορεύουμε Μακαρένα παρόλο που καθόμασταν... Από πάνω μου ακριβώς, ένας μεγάλος ανεμιστήρας οροφής που συνέχισε να δουλεύει αλλά και να κουνιέται απειλητικά, έτοιμος να ξεκολλήσει από το ταβάνι και να πάρει κεφάλια. Οπότε καθώς καθόμουν στην καρέκλα, ήμουν σε ετοιμότητα για να πηδήξω μακριά, ανάλογα με το κακό που θα με έβρισκε: θα έφευγε το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου; Θα ερχόταν ένας μανιασμένος ανεμιστήρας προς το κεφάλι μου; Θα έσπαγαν τα τζάμια; Θα έπεφτε όλο το κτίριο;
Λίγα δευτερόλεπτα μετά ο σεισμός σταμάτησε, ήμασταν όλοι καλά και το κτίριο στη θέση του. Στο περίπου: τα δυο κτίρια που ουσιαστικά ήταν ενωμένα, σαν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, είχαν ξεκολλήσει, είχαν απομακρυνθεί το ένα από το άλλο. Οι ειδήσεις έκαναν λόγο για καταρρεύσεις κτιρίων και νεκρούς. Τα κινητά δεν έπιαναν ούτε γι' αστείο, οπότε καβάλησα το μηχανάκι και με πολύ κόπο κατάφερα από το Μαρούσι να φτάσω Γκύζη, μια που όλοι οι δρόμοι άμοιαζαν με πάρκινγκ. Βρήκα τη συγχωρεμένη τη μητέρα μου, την Ελένη, μαζί με το σκύλο μας, τον Ιβάν στο δρόμο. Ήταν τρομαγμένοι, αλλά ήταν καλά. Το μέγεθος της καταστροφής και της τραγωδίας, ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μας τις επόμενες ώρες.
Την επόμενη ημέρα, έφυγα για Αμερική, για επαγγελματικό ταξίδι, με μαύρη καρδιά για τους ανθρώπους μου, που άφηνα φοβισμένους πίσω και μια ολόκληρη πόλη να μετράει νεκρούς και ζημιές...Ήταν ο καταραμένος Σεπτέμβρης του '99.
Σχεδόν νοκ-άουτ από τηλεόραση ο Χρήστος Γιαννούλης
Άνω Κυψέλη, 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:55:50 τοπική ώρα. Τι μπορεί να έκανε ένας, σχεδόν, 14χρονος; Σε πρώτη φάση προσπαθούσε να μην θυμάται ότι σε έξι ημέρες θα άνοιγε πάλι το σχολείο, οπότε θα έχανε όλα τα «προνόμια» του παιδικοεφηβικού καλοκαιριού. Σε δεύτερη φάση, έριχνε τα πρώτα καντήλια που είχε μάθει προσπαθώντας να περάσει πίστα στο Alex Kid II (Google it ήταν παιχνίδι της Sega για Master System).
Άνω Κυψέλη, 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:56:50 τοπική ώρα. Η Αθήνα «χορεύει». Ο ίδιος 14χρονος (ναι η «αφεντιά» μου), σχεδόν τα 'χει κάνει πάνω του. Προσπαθώ να θυμηθώ όλα αυτά που τα έβλεπα σαν ευκαιρία «να χάσουμε μάθημα ρε μαλάκες» που μας έδειχναν δάσκαλοι και καθηγητές για το «τι κάνουμε σε περίπτωση σεισμού». Εν τέλει, μπήκα κάτω από το κάσωμα της πόρτας του δωματίου, έφαγα μια «γερή» από μια μικρή τηλεόραση που μου ήρθε στην πλάτη και όταν σταμάτησε το «πάρτι» του Εγκέλαδου… όπου φύγει-φύγει Αφού ηρεμήσαμε, ήρθε κι η μάνα μου από τη δουλειά, τα επόμενα 24ωρα τα βγάλαμε έξω από το μαγαζί του πατέρα (ισόγειο γαρ) γιατί ένιωθα ασφάλεια ή με ταξίδια – αστραπή στο χωριό, στην κοντινή Εύβοια, για τον ίδιο λόγο. Μπορεί να μας είχαν βγάλει «πράσινη» την πολυκατοικία, αλλά πέρασε καιρός για να μην πετιέμαι σαν ελατήριο στο παραμικρό κούνημα.
Ερωτευμένη από τότε με τον Μπράντον η Διονυσία Καλαποθαράκου
Το μεγάλο ερώτημα του 1999μ δεν πρέπει να είναι «πού σε βρήκε ο σεισμός;», αλλά τι έβλεπες όταν σε βρήκε ο σεισμός: «ΒBaywatch ή Βeverly Hills 9210»; Eγώ θα απαντήσω περήφανα το δεύτερο γιατί δεν υπάρχουν διλήμματα σε ό,τι αφορά τον Brandon Walsh. Καμαρώνοντας τον Brandon, λοιπόν, από την τηλεόραση του δωματίου μου άρχισα να κουνιέμαι, να βλέπω κάτι τραγικά καδράκια αφηρημένης τέχνης που είχα κρεμάσει στον τοίχο για να δείχνω ότι έχω άποψη στο λύκειο –κάτι σαν τον Τζούμα και το cameo του στους Απαράδεκτους- να πέφτουν και όλα αυτά να με προτρέπουν να αφήσω κάτω τα μακαρόνια με κιμά που έτρωγα –ακόμα δεν μου το έχω συγχωρέσει αυτό- και να βγαίνω στο μπαλκόνι. Στο μπαλκόνι του τρίτου. Να κάνω δηλαδή αυτό που απαγορεύεται να κάνεις σε περίπτωση σεισμού, αυτό που σου λέει σε όλες τις ανακοινώσεις της η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας ότι είναι τεράστιο «DON’T», αυτό που θα με στοιχειώνει για πάντα γιατί βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να δω τις απέναντι πολυκατοικίες να συγκλίνουν με έναν απόκοσμο τρόπο. Μετά από τα μακαρόνια που παράτησα μισοφαγωμένα…. ό,τι πιο τραγικό μπορούσε να μου συμβεί.
Τα είδε όλα να πέφτουν ο Μάριος Βλαβιανός
Μόλις είχα γυρίσει από το σχολείο. Είχα αποφασίσει να αφοσιωθώ στο Rayman όταν θυμάμαι κυριολεκτικά τα πάντα να φεύγουν από την θέση τους. Βάζα, ράφια, πίνακες και γυαλικά. Η γιαγιά μου και τα δύο μικρότερα αδέρφια μου, ούρλιαζαν σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Τρέξαμε (σ.σ.: λανθασμένα, το ξέρω) αμέσως προς τον πεζόδρομο, για να βρω μετά από 20 λεπτά τη μητέρα μου που επειδή ερχόταν με τα πόδια, δεν είχε καταλάβει ότι γινόταν σεισμός. Ένας κόμπος στο λαιμό, μόνιμος, που να μην ξέρεις τι θα συμβεί σε πέντε λεπτά από τώρα. Αυτό έχω να θυμάμαι.
Δεν εγκαταλείπει ποτέ μακαρόνια με κιμά ο Κώστας Χρήστου
Ο Σεπτέμβρης είναι πρόβλημα όταν είσαι παιδί γιατί ακολουθούν ημέρες σχολείου. Εκείνες οι μέρες, ήταν ημέρες απεριόριστης σαπίλας στο Playstation, όπου περιμένεις απλά να έρθει η 10η του μηνός. Ένα τέτοιο μεσημέρι ήταν και αυτό, με την Lara Croft να μου κρατάει παρέα και τον πατέρα μου να μαγειρεύει μακαρόνια με κιμά. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά, γιατί το ξεσκέπαστο καπάκι από την κατσαρόλα ήταν το πρώτο που έφυγε στο πάτωμα από το κούνημα. Δεν τρέξαμε, δεν ουρλιάξαμε, μόνο πιαστήκαμε χέρι-χέρι και περιμέναμε να τελειώσει. Δεν κατεβήκαμε κάτω, δεν σταυροκοπηθήκαμε, δεν κοιμηθήκαμε έξω. Δεν ξέρουμε γιατί, αλλά δεν θέλαμε να αφήσουμε το σπίτι μας. Η μέρα έπρεπε να συνεχιστεί και το φαγητό το ίδιο. Γι’ αυτό και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος.
- Τελείωσε.
- Ναι, έτσι φαίνεται
(σιωπή)
- Μήπως να φάμε;
- Ε ναι, δεν θα φάμε;