Δεν έχεις χρόνο. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο για τη ζωή σου στην Αθήνα. Δεν σταματάς δευτερόλεπτο, όλη μέρα είσαι στο δρόμο, στη δουλειά, και μετά πάλι στο δρόμο. Ξυπνάς τα χαράματα και κοιμάσαι μετά τα μεσάνυχτα…χωρίς power nap ενδιάμεσα, αυτά είναι για τους προνομιούχους.
Έχεις να σκάσεις στο πατρικό στη Κρήτη περίπου ένα χρόνο τώρα. Ναι το ξέρεις, είναι κάπως ντροπή που δεν έχεις αξιωθεί ακόμη μετά από ένα χρόνο να πας να δεις τους γέρους σου, το ξέρεις πως είναι ένα καράβι δρόμο ή ένα μισάωρο αεροπλανάκι. Νιώθεις τύψεις αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό για να σε αποσπάσει από την πρωτεύουσα που σε έχει καταπιεί σαν κινούμενη άμμος μέσα στη γοητευτική δίνη της.
Και να που κάπως κάθεται φάση να πας στην προσωπική σου πατρίδα, το Ηράκλειο, μετά από ένα χρόνο, λόγω δουλειάς. Ναι το ξέρεις κι αυτό, θα είναι λίγο αλλά το λίγο είναι αρκετό γιατί είσαι κάπως υπερευαίσθητος και το πολύ σου πέφτει κάπως βαρύ. Τα συναισθήματα αναβλύζουν σαν ποτάμι από το στήθος αλλά τα κρατάς και δεν τα αφήνεις.
Οι καταστάσεις στο σπίτι την τελευταία φορά δεν ήταν και οι καλύτερες, λίγο που περνάει ο χρόνος, οι αγαπημένοι σου μεγαλώνουν, οι φίλοι κουράζονται πιο εύκολα, ακόμα και τα σκυλιά στο σπίτι, που κάποτε έκανες σαν τρελός να τα δεις, κάπως έχουν κι αυτά βαρύνει από το πέρασμα του χρόνου.
Να τον πάλι…ο κύριος Αδυσώπητος, αυτός ο κατεργάρης τύπος. Ο μεσιέ Δεν Καταλαβαίνω το Χριστό μου…ο Χρόνος. Όσο περνάει από πάνω σου, όσο περνάει πάνω από τα πρόσωπα που ήξερες πάντα, τα μεταμορφώνει, τα μεταλλάσσει, κάνει τα πάντα να φαίνονται διάφανα, μπορείς πλέον να δεις μέσα τους. Τίποτα δεν κρύβεται πλέον. Οι λόγοι και οι αιτίες έχουν πιάσει το Μηδέν. Είναι σαν το Μηδέν να γυρνάει στον εαυτό του αιώνια.
Από την άλλη οι δρόμοι δεν έχουν αλλάξει καθόλου, οι λακκούβες είναι όλες στη θέσεις τους, κάτι αλλαγές στις κατευθύνσεις των δρόμων, κάτι πεζοδρομήσεις, δεν σου λένε τίποτα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ. Ακόμη και τα χόρτα στο σοκάκι που είναι το πατρικό σου έχουν την ίδια κλίση, το ίδιο χρώμα και το ίδιο ύψος. Οι κάδοι είναι στην ίδια θέση, οι οδηγοί οδηγάνε το ίδιο και η μυρωδιά των προαστίων απαράλλαχτη. Η θέα από το παιδικό σου δωμάτιο είναι εκεί ξανά, σαν πίνακας αναλλοίωτος. Κι όμως κάτι έχει αλλάξει αλλά δεν μπορείς να προσδιορίσεις ακόμη τι ακριβώς.
Οι φίλοι σου είναι ίδιοι αλλά λίγο πιο ανυπόμονοι κάπως. Ο ένας φοράει κόκκινο πουκάμισο και δαγκώνει μεθυσμένος το πεζοδρόμιο, ο άλλος βρίζει που πλέον πρέπει να καπνίζεις έξω από το μπαρ, ο άλλος έχει αδυνατίσει πολύ, ο άλλος έχει παχύνει πολύ, όλοι έχουν μία ελαφριά εντροπία προς το Μηδενικό. Η Βαρύτητα είναι εμφανής στα πρόσωπα τους, όπως και στο δικό σου. Κανένας δεν τη γλιτώνει από τον κύριο Αδυσώπητο.
Ο πατέρας βάφει το σπίτι μόνος του γιατί είναι αδύνατον να πληρώσει κάποιον να στο κάνει με αυτές τις τιμές που ζητάνε, έχεις να τον δεις ένα χρόνο, λέτε πολύ λίγες κουβέντες αλλά καλές, πίνετε ένα καφέ στο τραπέζι της μητέρας, η μητέρα μαγειρεύει, το σώμα της έχει αλλάξει, το πρόσωπο έχει αλλάξει, εσύ κοιτάς τη βιβλιοθήκη και αισθάνεσαι καλύτερα κάπως. Η βιβλιοθήκη είναι η αγαπημένη σου ασχολία όταν γυρνάς πίσω. Κοιτάς με πάθος τις ράχες των βιβλίων που αγάπησες σαν παιδί.
Η αδερφή σου είναι πλέον κανονική γυναίκα, έχει τη ζωή της αλλά εσύ τη βλέπεις ακόμη σαν κοριτσάκι δέκα χρονών. Τα ζώα στο σπίτι είναι χαρούμενα ακόμη ευτυχώς, η αυλή είναι λίγο πιο γκρίζα και λίγο πιο μικρή, αλλά το ξέρεις πως όλοι έχουν τις καλύτερες προθέσεις κι αυτός που είναι υπαίτιος είναι ο κύριος Α. Δεν μπορεί κανείς να τον ακουμπήσει Αυτόν ενώ εκείνος τα αλλάζει όλα, αργά, ύπουλα, βασανιστικά.
Ο θείος σου είναι κάπως στις αφραγκίες του αλλά πάντα χαίρεσαι όταν βλέπεις τη μορφή του, ο παππούς ακόμη στέκει κι έχει το κουράγιο να ξυπνάει το πρωί. Ο ξάδερφος σου είναι καλά και πίνετε μαζί μια μπύρα και λέτε αστεία από καιρό θαμμένα αλλά όχι ξεχασμένα, φωνές από το παρελθόν.
Παίρνεις όμως βαθιά ανάσα, δεν μασάς, ο κύριος Α. δεν πρόκειται να σε παγιδεύσει, πρέπει να συνεχίσεις να είσαι ο εαυτός σου που εξελίσσεται, πρέπει να δεις και να αναγνωρίσεις πως το πέρασμα του πάνω από τα κόκαλα σου είναι απλά άλλη μία συνθήκη της ζωής που πρέπει να υποστείς.
Οι απόγονοι των σκυλιών που κάποτε γάβγιζαν πέρα μακριά προς τον ορίζοντα ακόμη γαβγίζουν και σε κάνουν να νοσταλγείς τη Δύση, τα ξερά βουνά δεν έχουν αλλάξει καθόλου και στην κορυφή τους είναι το εκκλησάκι που μοιάζει με θηλή πάνω στο στήθος μιας πέτρινης γυναίκας.
Ο πατέρας σου λέει ένα αστείο κι εσύ γελάς σαν παιδί. Άστον τον κύριο Α. να κάνει τη δουλειά του. Γελάς, γελάει και η μητέρα από την κουζίνα, ο πατέρας σε χαιρετάει κι εσύ κάπως έχεις κάνει ειρήνη με το χρόνο. Έχεις θάψει το τσεκούρι του πολέμου.
Την επόμενη φορά θα είσαι εσύ πάνω από τον Χρόνο κι αυτός θα εκμηδενιστεί, αυτό λες σαν προσευχή από μέσα σου.
Μπορεί όμως και να μην συμβεί ποτέ αυτό, μιας και όλοι ξέρουμε ποιος νικάει στο τέλος. Το αποτέλεσμα του παιχνιδιού δεν έχει καμία σημασία.
Δες το παρακάτω άλμπουμ για να δεις το Ηράκλειο Κρήτης μέσα από αυτές τις υπέροχες φωτογραφίες του Γ. Οικονόμου: