Brad Pitt: Η κατάρα του να είσαι ωραίος
Όταν η λαμπερή σου εμφάνιση επισκιάζει την σπουδαιότερη σου ικανότητα. Την υποκριτική.
Όταν η λαμπερή σου εμφάνιση επισκιάζει την σπουδαιότερη σου ικανότητα. Την υποκριτική.
Κείμενο: Χρήστος Κάβουρας
Είναι ίσως η επιτομή του όμορφου άντρα. Αρνητικό; Βεβαίως και όχι. Κανείς δεν ένιωσε ποτέ άσχημα άλλωστε επειδή είναι ωραίος και μετρά. Και τι είναι αυτό που μετρά στον ξανθό ηθοποιό;
Το στιλ; Το βλέμμα; Το πρόσωπο; Το γυμνασμένο κορμί; Οι κατακτήσεις; Το «Fight Club»; Το μαλλί; Τι; Αν υπάρχει κάτι που να μην έχει ο Brad Pitt ας βρεθεί ένας τύπος εκεί έξω να το ομολογήσει. Κανείς; Τίποτα;
Μισό λεπτό, βρήκα ένα. Κάτι βασικό που -δεν το πίστεψα ποτέ αλλά φαίνεται πως- εκφράζει τον περισσότερο κοσμάκη και κυρίως εκείνον του Χόλιγουντ. Εκείνους που θεωρητικά τον εκτιμούν αλλά πρακτικά είναι αυτοί που τον μειώνουν. Και αυτό το κάτι ονομάζεται, υποκριτικό ταλέντο.
Ναι μάλιστα. Αυτός ο τυπάς, που από μικρός παίζει μπάλα στα μεγάλα σαλόνια, που έχει κάνει πάταγο σε τόσες και τόσες ταινίες-επιτυχίες δεν έχει λάβει ακόμα την αναγνώριση που του αξίζει. Όχι απλά από την Ακαδημία, αλλά γενικότερα τον κόσμο. Με τέτοιο βιογραφικό (καμιά 30αριά χρόνια στο προσκήνιο) και τόσες ερμηνείες θα περίμενες να βρίσκεται στην ελίτ των ηθοποιών του Χόλιγουντ. Και όμως εκείνος είναι καταραμένος να τοποθετείται πάντα στη λίστα με τους πιο hot τύπους της υποκριτικής βιομηχανίας. Τίτλος προφανώς τιμητικός αλλά όχι για τον Brad. Όχι πλέον.
Αν μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς με μια λέξη αυτή θα ήταν η εξής: «Αδικημένος». Απλά και απέριττα.
Η ιστορία του μοιάζει με του Di Caprio που τόσα χρόνια έκανε μάγκες όλους τους σκηνοθέτες αλλά βραβείο δεν έπαιρνε. Μόνο που έχει μια τεράστια διαφορά. Ακόμα και χωρίς τα βραβεία, ο Leo θεωρείτο πάντα ένας από τους κορυφαίους. Όσο για τον μεγάλο του αντίπαλο στην κορυφή των καρδιοκατακτητών του Hollywood αυτή η αναγνώριση είναι μια λέξη άγνωστη. Και γιατί όλα αυτά; Γιατί είναι ωραίος και μετρά.
Δεν πίστευα ποτέ πως θα χρησιμοποιούσα αυτή τη φράση αλλά να που το «να είσαι ωραίος είναι αρνητικό». Στο χώρο της showbiz κιόλας αν είσαι εμφανίσιμος έχεις ένα σημαντικό αβαντάζ προκειμένου να κάνεις το πρώτο «μπαμ» στο γυαλί. Από εκεί και έπειτα είναι καθαρά θέμα δικό σου το πώς θα χρησιμοποιήσεις και κυρίως πώς θα προβάλεις τα πλεονεκτήματά σου. Και για τον Brad αυτό είναι βούτυρο στο ψωμί.
Λες και γεννήθηκε με όλο το πακέτο. Σαν τον μικρό μπασκετμπολίστα με το ψηλό κορμί και τις αθλητικές ικανότητες ένα πράγμα, που με μικρή κατεύθυνση από τους προπονητές φτάνει να παίζει σε υψηλό επίπεδο.
Η διαφορά είναι ότι ο Brad δεν είναι απλώς ένας «αθλητικός ψηλός». Είναι ένας παίκτης με κινήσεις και ευστροφία. Διότι δεν θα έφτανε ποτέ να πετύχει ό,τι κατάφερε αν πραγματικά δεν είχε το κάτι παραπάνω. Δεν θα μιλούσαμε ποτέ για κάτι ταινιάρες όπως το «Snatch» και το «Fight Club» αν δεν είχε δώσει κάτι παραπάνω από ένα εμφανίσιμο πρόσωπο. Και αυτή είναι η μεγάλη του κατάρα.
Ο κόσμος θα τον βλέπει μια ζωή σαν τον David Beckham. Σαν τον τύπο δηλαδή που τραβάει πάνω του τα «φώτα», που θα είναι πάντα role model λόγω εμφάνισης αλλά που όλοι θα αγνοούν αυτό που πραγματικά τον κάνει σπουδαίο. Στην περίπτωσή του, το υποκριτικό του ταλέντο.
Από ρόλους; Άλλο τίποτα. Μπορεί να ξινίσεις και δεν σε αδικώ που δεν θα δεις ταινίες όπως το «Seven», το «12 Monkeys», το «Snatch», το «Killing them Softly», το «Ocean’s 11» ή τις πρόσφατες «Once Upon a Time in... Hollywood» και «Ad Astra» ωστόσο πρέπει να παραδεχτείς, πώς στις παρακάτω «έσκισε» πραγματικά.
Κλεφτοπόλεμος μεταξύ Ναζί και Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη μέση ο Aldo Raine και οι κομάντο του έχουν μια δύσκολη αποστολή. Να δολοφονήσουν τον Hitler.
Μόνο και μόνο όμως που στην εξίσωση υπάρχει το όνομα Tarantino, τότε η φάση ηγεσία και οι σφαγές αποκτούν μεγαλύτερο νόημα, όπως άλλωστε οι απαιτήσεις και η ωμή βία. Και ο Brad δεν σε αφήνει λεπτό παραπονεμένο με ότι κάνει. Είτε αυτό λέγεται η μανία του εναντίον των Ναζί, είτε τα τρομερά «Bungiorno» ή η βεντέτα του με τον ψυχωτικό «Jew Hunter» του Christoph Waltz.
Άλλη μια πολεμική παραγωγή, άλλο ένα μάθημα ηθοποιίας που πέρασε αψήφιστα. Ο «Wardaddy» λάτρευε το τανκ του με όνομα «Fury» σαν να ήταν η γυναίκα του. Και αυτό και το υπόλοιπο πλήρωμα.
Ο Don Collier είναι ευαίσθητος αλλά πάνω από όλα σκληρόπετσος που θα κάνει αυτό που απαιτεί η αποστολή του. Να σπείρει τον θάνατο πριν τον σπείρει ο αντίπαλος σε αυτόν. Στη μάχη δεν επικρατούν οι ωραίοι και οι στυλάτοι, παρά μόνο οι σκληρόπετσοι και οι τολμηροί. Ό,τι είχε δηλαδή και ο Collier. Ένας ηγέτης που θα δώσει και τη ζωή του για να βγει ζωντανό το πλήρωμά του, σαν ένας καλός καπετάνιος. Αυτός ο τύπος όλοι θα θέλαμε να πολεμάμε στο πλευρό του και κυρίως ποτέ να μην τον βρούμε απέναντί μας.
Ο νορμάλ κόσμος γεννιέται βρέφος, ύστερα περπατάει, ψηλώνει, ωριμάζει και σιγά-σιγά μετά από κάμποσα χρόνια αρχίζει να κλείνει τον κύκλο του. Για τον Benjamin Button ωστόσο τίποτα από τα παραπάνω δεν ίσχυε.
Γεννήθηκε γέρος, έμαθε να περπατά σε αναπηρικό καροτσάκι, στα 5 του έμοιαζε να έχει κλεισμένο αιώνα ζωής και τα πρώτα του μαλλιά ήταν λευκά. Με λίγα λόγια όλα ανάποδα. Ίσως ο ρόλος που κεντράρισε περισσότερο από οποιονδήποτε πάνω στον Pitt και σε αυτά που μπορούσε να δώσει. Ταυτόχρονα με το δράμα του, σου έβγαζε την καλοσύνη καθώς και την χαρά στα μάτια του όταν ένιωθε ότι μπορούσε να ζήσει το ίδιο με τους υπόλοιπους της ηλικίας του. Ένα παιχνίδι, μία βόλτα χωρίς βοήθεια ή έναν έρωτα με την Kate Blancett.
Ίσως ο Brad σε πολλά χρόνια από τώρα με πολλές ρυτίδες και καμία λάμψη. Ένας ρόλος με καμία γοητεία. Μια πραγματικά σπουδαία ερμηνεία.
Η πραγματική ιστορία του Billy Beane, του μάνατζερ της ομάδας baseball Oakland Athletics ο οποίος βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν συνειδητοποιεί ότι οι καλύτεροι παίκτες του αποχωρούν στην αρχή της νέας σεζόν. Τα πράγματα θα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο όταν πρέπει να μειώσει ακόμα περισσότερο το ήδη περιορισμένο μπάτζετ. Ο Αμερικανός μεγαλοπαράγοντας ωστόσο μέσα από την απόγνωση και το δράμα βρίσκει τον τρόπο να βελτιώσει τους κατά τεκμήριο μέτριους παίκτες του ρόστερ και να τους εμφυσήσει τη σημασία των στατιστικών στον επαγγελματικό αθλητισμό.
Το να πεις απλώς μια ιστορία για έναν παράγοντα είναι κάτι το συνηθισμένο. Όταν όμως καταφέρνεις να περάσεις το μεγαλείο του συγκεκριμένου ατόμου μέσα από κάθε κίνηση, ακόμα και βλέμμα του προς το παιχνίδι τότε αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σε σκηνοθέτη και ηθοποιό. Η τρίτη οσκαρική υποψηφιότητα του Pitt και ένα ξεκάθαρο παράδειγμα ότι όσο μεγαλώνει η ποιότητά του ωριμάζει σαν το παλιό καλό κρασί.
Ίσως ο ρόλος που τον έχει κάνει αυτό που είναι σήμερα. Καλός προφανώς ο Edward Norton , αλλά χωρίς τον Tyler Durden του Brad Pitt, το «Fight Club» δεν θα ήταν αυτό που θαυμάζουμε σήμερα. Ένα cult αριστούργημα που θα λατρεύεται αιώνια.
Μια φιγούρα που σκάει από πουθενά για να κάνει άνω-κάτω τη ζωή μας, το έτερον ήμισυ του ανώνυμου χαρακτήρα του Norton που θα φέρει τούμπα μια καθημερινότητα χωρίς νόημα, βγάζοντας προς τα έξω όλα εκείνα τα στοιχεία που κρύβουν μέσα τους ώριμα και ανώριμα αγοράκια αυτού του κόσμου. Αυτή την ωμή εμμονή του να παίξει κανείς με τη «φωτιά» και τα όριά του, στοχεύοντας απλώς να βγάλει το άχτι του χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες και τα κάμποσα σπασμένα δόντια του.
Μια ταινία στην οποία οι κοιλιακοί του άφησαν εποχή. Η ερμηνεία του ωστόσο ακόμα περισσότερο.
Στο Hollywood λοιπόν υπάρχουν πολλά όμορφα μεγαθήρια που χρειάστηκε να «παίξουν» για να τους παραδεχτούν. Κάποια «απλά» ονόματα όπως ο Robert Redford, ο Paul Newman και πιο πρόσφατα ο Matthew McConaughey και ο Leonardo DiCaprio που χρειάστηκε να περιμένουν αρκετά για να βγουν από το καλούπι του ωραίου.
Για τον Brad Pitt ωστόσο που σήμερα κλείνει τα 55 του χρόνια ωστόσο η κατάσταση δεν έχει αλλάξει και ίσως και να μην αλλάξει ποτέ. Ίσως βέβαια να μας φυλάει και κάτι καλό στη νέα ταινία του Tarantino «Once Upon a Time in Hollywood» στο πλάι των DiCaprio και Al Pacino. Ένα βραβείο σίγουρα θα ήταν καλοδεχούμενο, αλλά για έναν τύπο σαν αυτόν πλέον σημασία δεν έχουν οι τίτλοι, αλλά οι ταμπέλες που άδικα υπάρχουν πάνω από κάθε του ερμηνεία.
Διότι για τον Brad δεν έχει νόημα το «είσαι ωραίος και μετράς», αλλά το «ξέρεις να παίζεις».