10 φορές που ευχήθηκες να ήταν Κυριακή
Αν και δυστυχώς δεν γίνεται να έχουμε νέο επεισόδιο των "The Radlers" κάθε Κυριακή!
Αν και δυστυχώς δεν γίνεται να έχουμε νέο επεισόδιο των "The Radlers" κάθε Κυριακή!
«Έλα ρε, για ένα ποτάκι θα πάμε, χαλαρά, δεν θα αργήσουμε». Τα μεγαλύτερα «εγκλήματα» της ανθρωπότητας, ξεκίνησαν με αυτό το ψέμα: «για ένα ποτάκι θα πάμε», «χαλαρά», «δεν θα αργήσουμε». Το «Τρίο Ψέμα». Οι Τρεις από τις Επτά πληγές του Φαραώ. Οι Τρεις από τους Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης. Ποτέ ΚΑΝΕΙΣ που βγήκε για ένα ποτάκι, δεν ήπιε ένα ποτάκι. Κι ας ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις, με χαλαρή διάθεση, με μια ελαφριά νύστα. Κάτι πάντα θα συμβεί – κάτι καλό. Θα βρεις έτσι στα ξαφνικά παλιούς καλούς φίλους. Θα πέσεις πάνω σε ένα ωραίο πάρτι. Θα γίνεται δίπλα σας το μπάτσελορ μιας νύφης. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη/ γκολ και έκπληξη μεγάλη.
Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογούμε, θα γυρίσεις σπίτι σου «σκουπίδι». Σε ένα σκηνικό απόλυτης καταστροφής. Αν είσαι τυχερός, θα προλάβεις να κοιμηθείς δυο ωρίτσες. Αν δεν είσαι τυχερός ή αν έχεις σταθεί πολύ – πολύ τυχερός, δεν θα προλάβεις να κοιμηθείς ούτε λεπτό: μπαίνεις για μπάνιο, φτιάχνεις έναν κουβά καφέ και ξεκινάς για το γραφείο. Με τις πιθανότητες να μην είναι υπέρ σου. Με τα στοιχήματα να δίνουν και να παίρνουν αν θα καταφέρεις να φτάσεις ή θα κάνεις το αυτοκίνητο δεξιά και θα την πέσεις για ύπνο. Με μάτια κόκκινα. Με τα σημάδια της νύχτας που πέρασες, να έχουν σημαδέψει το κορμί και το πρόσωπό σου. Άξιζε; Σίγουρα. Το μετάνιωσες; Ούτε στιγμή; Θα το ξαναέκανες; Θα έδινες το ένα σου νεφρό για να το ξαναζήσεις. Αλλά έχεις μια και μόνο ευχή: μακάρι να είχε ξημερώσει Κυριακή και όχι Πέμπτη, να μην χτυπήσει το ξυπνητήρι, να σηκωνόσουν ό,τι ώρα κατάφερνες να βγεις από το λήθαργο και να πέρναγες όλη τη μέρα μπουσουλώντας από το κρεβάτι στον καναπέ και τούμπαλιν.
Την περίμενες την ταινιάρα μήνες ολόκληρους. Είχες κυκλώσει την ημερομηνία, είχες φροντίσει μέρες πριν να βγάλεις τα εισιτήρια, στην καλή την αίθουσα με τον βαρβάτο τον ήχο, στην κεντρική σειρά και άκρη – άκρη για να απλώνεις και τα πόδια σου. Είχες δει όλα τα τρέιλερ, είχες μπει στα fora, είχες διαβάσει όλες τις φήμες και τα κουτσομπολιά. Επιπλέον, είδες λίγες μέρες πριν σε dvd την αμέσως προηγούμενη ταινία, για να έχεις το στόρι φρέσκο στο κεφάλι σου και να θυμάσαι πρόσωπα, πράγματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα. Τα είχες οργανώσει όλα τέλεια, σαν να ήσουν ο Σταν Λι ο ίδιος, εκτός από μια μικρή, τεχνική λεπτομέρεια: η επίσημη «πρώτη» της ταινίας, είναι Πέμπτη. Τα εισιτήρια, για τις 22.30. Η ταινία, κάπου δυόμιση ώρες. Και η μέρα που πέρασες στη δουλειά, ήταν πολύ κουραστική – τρέξιμο από το πρωί, συναντήσεις εκτός γραφείου, κίνηση στο δρόμο, άγχος, deadlines, αγενείς πελάτες, ασυνεπείς προμηθευτές. Ξεμπέρδεψες αργά, ίσα που πρόλαβες να κάνεις ένα γρήγορο ντους, να αλλάξεις και να πας στο σινεμά. Έφτασες, πήρες τα ποπ-κορν σου, οργανώθηκες, βυθίστηκες στο αναπαυτικό κάθισμα και κάπου εκεί που έσβησαν τα φώτα, πάνω που άρχισαν να παίζουν τα τρέιλερ, ένιωσες ένα γλυκό «γλάρωμα»… Το πρώτο χτύπημα της νύστας στην πόρτα του εγκεφάλου σου… Άλλαξες θέση, κάθισες λιγότερο αναπαυτικά, έριξες λίγο νερό στα μούτρα σου, ένα – δυο διακριτικά μπατσάκια στα μάγουλά σου. Είναι η στιγμή που ευχήθηκες να ήταν Κυριακή, να είχες ξυπνήσει αργά, να είχες φάει αργά, να είχες χωνέψει έγκαιρα, να είχες πιει τους καφέδες σου, να είχε χαλαρώσει το «είναι σου». Αλλά πλέον είναι αργά: παλεύεις να μείνεις ξύπνιος και να μην ξεφτιλιστείς… Το μόνο θετικό της υπόθεσης; Ναι μεν έχασες την ταινία, αλλά τουλάχιστον ξέρεις πως όταν επιστρέψεις σπίτι μπορείς να αναπληρώσεις το κενό βλέποντας κάποιο από τα ΕΠΙΚΑ βιντεάκια που μας «σερβίρουν» κάθε Κυριακή οι The Radlers.
Κάνε το λίγο εικόνα: είναι Πέμπτη. Έχεις δουλειά στο γραφείο παρότι η Αθήνα έχει αδειάσει. Έχει βαρέσει και ο υδράργυρος κόκκινο και αναρωτιέσαι γιατί δεν βρίσκεσαι στην παραλία να δροσίζεσαι με μία AMSTEL Radler. «Να έρθει το ΣουΚου Παναγίτσα μου και δεν θα ξαναγκρινιάξω μονολογείς». Ξέρεις όμως τι άλλο θέλει ειδικά η Κυριακή για να φύγει νεράκι; Καλή παρέα και χαβαλέ. Να γελάσει το χειλάκι μας μωρέ να ξεχαστούμε. Είναι λοιπόν τόσο περίεργο να έχουμε κατσικωθεί για τα επεισόδια των "The Radlers"; Λες και δεν τους ξέρουμε. Διονύσης Αντζαράκης ο ένας. Μικροκαμωμένος, σινεφίλ, τρώει ποπ-κορν με την σέσουλα και έχει τρελό χαβαλέ. Θωμάς Ζάμπρας ο άλλος, μεγαλόσωμος, εξίσου σινεφίλ και λέει και αυτός ωραία αστεία. Και άμα είσαι και δηλωμένος stand-up comedian με σφραγίδα, ξέρεις πως η μιζέρια δεν επιβιώνει άμα σε βρει απέναντι.
Αράζουμε λοιπόν με την παρέα για να δούμε τα δύο Radlerόπαιδα-παρέα με μια AMSTEL Radler- να πετάνε επικές ατάκες πάνω σε σκετσάκια από διάσημες ταινίες. Κάπως έτσι η Κυριακή γίνεται παλέψιμη. Καλύτερη. Ιδιαίτερη. Και αναρωτιέσαι πόσες ταινίες έχουν δει τέλος πάντων αυτά τα παιδιά.
Τι θα πει «το ντέρμπι στο μπάσκετ είναι τη Δευτέρα;» Από πού κι ως πού κάποιοι αποφάσισαν να ακουμπήσουν τα ιερά και τα όσια, τις Ιερές Γραφές του Αθλητισμού, που μια ολόκληρη ζωή λένε ότι τα ντέρμπι είναι Κυριακή; Τι θα πει «το ντέρμπι ορίστηκε για το απόγευμα του Σαββάτου»; Ποιο Σάββατο ρε παιδιά; Κεσκεσέ Σάββατο; Κι αν χάσουμε δηλαδή, με τι όρεξη θα βγούμε μετά για να πιούμε καμιά AMSTEL Radler; Ή πώς να πούμε στην κυρά «άσε, δεν έχω όρεξη, λέω να κάτσουμε σπίτι». Θέλετε να μας κλείσετε το σπίτι; Τι θα πει «η Ευρωλίγκα όρισε το ματς για την Τρίτη;», ποια είναι αυτή η κυρία Ευρωλίγκα, που ορίζει τις ζωές μας και σκοτώνει τις Κυριακές μας; Διότι ξέρετε τι σημαίνει οποιαδήποτε άλλη μέρα για ντέρμπι, πλην της Κυριακής; Αν είναι καθημερινή, σημαίνει πρωινό ξύπνημα, δουλειά και μετά τρέξιμο σπίτι άρον – άρον, να αλλάξουμε, να βγάλουμε τα ρούχα της δουλειάς να βάλουμε «τα ρούχα της δουλειάς» και φύγαμε για το γήπεδο με την ψυχή στο στόμα. Με νεύρα. Με την ένταση όλης της μέρας. Κουρασμένοι. Ψιλο-νηστικοί. Χωρίς να έχουμε πάρει μια ανάσα. Κι αν είναι Σάββατο, γκρίνια διότι «ένα Σάββατο μας έμεινε να κάνουμε κάτι για εμάς και έλεος πια με τα ποδόσφαιρα και τα μπάσκετ και καλά μου έλεγε η μάνα μου να παντρευτώ τον Πάρη το γιατρό». Και απαντάς «να έπαιρνες τον Πάρη, να γλιτώσουμε όλοι και να σε δω τι θα έκανες που θα ήσουν σε κανένα κωλοχώρι που θα έκανε το αγροτικό του και τα Σάββατα που θα είχε εφημερία, αυτό να πεις στη μάνα σου που μου έχει φάει τα συκώτια» και κάπως έτσι γίνεται η ζωή των ζευγαριών Κόλαση: επειδή κάποιοι δεν έχουν το καθαρό μυαλό να ορίζουν τα ντέρμπι τις Κυριακές.
Από τότε που ήσουν μικρός, τις σνόμπαρες τις Κυριακές. Την άλλη μέρα βλέπεις είχες σχολείο, την είχες συνδέσει τη μέρα αυτή με μια μιζέρια, μια καταχνιά, ένα σφίξιμο στο στομάχι, σαν μια «μικρή Δευτέρα» που πέρναγε υπερβολικά γρήγορα αντί να τραβάει χειρόφρενο και να κρατάει λίγο παραπάνω. Από παιδί ακόμα αγαπούσες την Παρασκευή, την τελευταία ημέρα της εβδομάδας που είχες σχολείο και φροντιστήριο και λάτρευες το Σάββατο που δεν είχες να κάνεις απολύτως τίποτα – η Κυριακή, ήταν ο «φτωχός συγγενής» του Που-Σου-Κου, η «στριμμένη θεία με το μουστάκι», ο μπάρμπας που λέει πάντα «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία».
Πόσα λίγα ήξερες μικρός… Πόσο λίγο «ένιωθες»… Διότι μεγαλώνοντας, κατάλαβες πόσο ευλογημένη ημέρα είναι η Κυριακή. Όχι μόνο για τις μπάλες και τις βόλτες της, για τους ύπνους και τις ξάπλες της, αλλά πριν και πάνω απ’ όλα, διότι είναι η μέρα που είναι ΚΛΕΙΣΤΑ τα μαγαζιά. Που κανείς δεν σου λέει, όπως ας πούμε συμβαίνει το Σάββατο, «σήκω, πρέπει να πάμε να ψωνίσουμε». Και χασάπη. Και μανάβη. Και σούπερ – μάρκετ. Και φούρνο. Και κουβάλα εσύ απορρυπαντικά, καρπούζι, φέτα, πατάτες, ντομάτες, σαμπουάν, σαν να είσαι ο Άτλαντας και κουβαλάς στους ώμους σου όλα τα βάρη της οικουμένης. Αλλά τα βάσανά σου δεν τελειώνουν εδώ: «δεν πάμε να πάρω και παπούτσια;» Πάμε. «Να σταματήσουμε να δω κι ένα φορεματάκι που έχω βάλει στο μάτι;» Έχω άλλη επιλογή; «Να πάρουμε κι ένα δώρο για τη μαμά μου;» - «Σάβανο;», ρωτάς με γουρλωμένα μάτια και άγρια χαρά, αλλά συνειδητοποιείς ότι καλύτερα να μην το έλεγες… Αχ, να ήταν σήμερα Κυριακή, να ήταν κάθε μέρα Κυριακή – όχι από τις ντεμέκ, αυτές τις λίγες που βγαίνει νέο επεισόδιο των «The Radlers»!!!
Περνάει η Κυριακή του Πάσχα και φτάνουμε στη Δευτέρα του Πάσχα. Μια ωραιότατη Δευτέρα, όπου ΔΕΝ δουλεύεις, όπου ΔΕΝ έχεις τίποτα να κάνεις και επιπλέον έχει μείνει και φαγητό από την Κυριακή του Πάσχα και έχεις λυμένα όλα τα βασικά σου προβλήματα. Φτάνει όμως η Τρίτη. Όπου και δουλεύεις και ακούγεται η φρικιαστική ατάκα «πρέπει να κάνουμε αποτοξίνωση από το κρέας, λέω να κάνω αγκινάρες αλά πολίτα». Ώπα… Ποια αποτοξίνωση μανδάμ; Μια ολόκληρη εβδομάδα την περάσαμε με «νηστεία και προσευχή», δυο μέρες μόνο φάγαμε κρέας. Και από ποιον γαστονομικό υπόνομο ξέθαψες αυτές τις «αγκινάρες αλά πολίτα»; Και φτάνει η Τετάρτη και το μενού έχει φακές. Φακές ρε φίλε... Τρέμεις στη σκέψη τι φρικαλέο μπορεί να σκεφτεί για την Παρασκευή. Μπάμιες; Ρεβύθια; Αρακά; Μπριαμ; Τι είμαι, κρατούμενος στο Γκουαντανάμο που προσπαθούν να με «σπάσουν» για να τα πω όλα; Ομολογώ! Είμαι έτοιμος να τα πω όλα, ακόμα κι αυτά που δεν έκανα! Αλλά όχι άλλη πρασινάδα, όχι άλλο λαδερό, όχι φαγητά που τα τρως και σε τρώνε. Αχ, αγαπημένη Κυριακή του Πάσχα, πώς θα αντέξω κοντά έναν χρόνο για να τα πούμε ξανά; Για να γυρίζει το αρνάκι και το κοκορέτσι όλο χάρη στη σούβλα και να ευχόμαστε ο ένας στον άλλον με γεμάτο στόμα, αλλά – κυρίως – με γεμάτη καρδιά! Ευτυχώς μάγκες που υπάρχει και η AMSTEL Radler, να μας ανοίγει τη διάθεση και να μας σβήνει τη δίψα…. γιατί αλλιώς δεν παλεύονται οι Drama Sundays!!!!
«Να πας στρατό να γίνεις άντρας!» Ναι, βέβαια… να μάθω να σκουπίζω, να σφουγγαρίζω, να στρώνω το κρεβάτι μου κάνοντας φάκελο και υποφάκελο, να πλένω ταψιά και να κόβω πατάτες. Δεν αντέχεται τόση αντρίλα! Πόση βαρβατίλα πια; Πόσο περισσότερο Τζον Ράμπο να νιώσεις, κάνοντας το θαλαμοφύλακα με 30 μαντράχαλους να ροχαλίζουν και φυλώντας σκοπιά με ένα όπλο χωρίς σφαίρες και μια τελαμώνα ραμμένη με πετονιά, που ήθελες ηλεκτρικό πριόνι για να την κόψεις; Αλλά «ο στρατός σε κάνει άντρα», έτσι μάθανε οι παλιοί, έτσι θα λένε για μια ζωή. Κι εσύ πήγες, υπηρέτησες τη μαμά – πατρίδα για 12, 18 ή και παραπάνω μήνες, δεν έμαθες σχεδόν τίποτα που θα σου χρειαστεί στη ζωή σου, δεν έγινες «άντρας», δεν έγινες «καλύτερος άνθρωπος», απλά έκανες πέντε καλούς φίλους που τους κράτησες στη ζωή σου για τα επόμενα χρόνια και τους οποίους δεν θα γνώριζες ποτέ αν δεν τύχαινε να υπηρετήσετε στην ίδια μονάδα.
Αυτούς θυμάσαι από όλη τη θητεία σου, τα πράγματα που κάνατε μαζί και τις Κυριακές. Που όταν ήσουν εξοδούχος, έβγαινες από νωρίς το πρωί. Έκλεινες δωμάτιο σε ξενοδοχείο της πόλης και αισθανόσουν για μια ολόκληρη μέρα ξανά «άνθρωπος». Με μπάνιο όπου έκλεινε η πόρτα. Με ντους με κουρτίνα και ζεστό νερό. Με τουαλέτες «κανονικές» και όχι «τούρκικες». Φορώντας το τζιν και το μπλουζάκι σου και όχι παραλλαγή και αρβύλες. Με ζελέ στα μαλλιά και όχι τζόκεϊ. Για καφέ στην πόλη και όχι στο καψιμί και φαγητό σε ταβέρνα και όχι στο εστιατόριο της μονάδας. Βέβαια ερχόταν το βράδυ της Κυριακής και έπρεπε να ξαναμπείς στη μονάδα, αλλά οι μπαταρίες σου είχαν γεμίσει. Τα κύτταρά σου είχαν ξανανιώσει. Και ως γνωστόν, κάθε λεπτό που περνάς εκτός του στρατοπέδου, «μειώνει» τη θητεία. Και σε φέρνει πιο κοντά στην κανονική ζωή, αυτή του πολίτη.
Παραλία. Δυνατή μουσική. Ωραία κοριτσόπουλα πάνε κι έρχονται και δειγματίζουν τις ώρες που πέρασαν στο γυμναστήριο, στο σολάριουμ και στο κρεβάτι του τατουατζή. Όλα τα καλά πράγματα στην παραλία, ξεκινάνε από νωρίς, επειδή είναι Κυριακή: τελείωσε ο καφές; Περνάμε στη μπύρα. Και δώσ' του οι AMSTEL Radler δίπλα από τις ξαπλώστρες, και δώστου οι βουτιές και ξανά – μανά οι AMSTEL Radler. Και ακόμα μια ρακέτα στο ενδιάμεσο και «παιδιά, πάω να φέρω μια γύρα μπύρες», διότι στο σημείο του μπαρ που έχεις «λοκάρει», σερβίρει η πιο ωραία μπαργούμαν που έχεις δει ποτέ και μπροστά της κάθονται οι φίλες της. Παράδεισος. Κυριακή στην παραλία. Με τα μαγιό. Χωρίς να σε νοιάζει αν θα βραχείς, αν θα γεμίσεις άμμο ή αν θα πιείς λιγάκι παραπάνω – στην παρέα υπάρχει πάντα αυτός που δεν πίνει και θα πιάσει μετά το τιμόνι. Και ξέρεις ότι θα περάσεις καλά αλλά δεν θα σε βρει το ξημέρωμα – όλα ξεκίνησαν νωρίτερα και θα τελειώσουν νωρίτερα, επειδή σήμερα είναι Κυριακή και αύριο είναι Δευτέρα, οπότε θα μαζευτούμε σπίτι κάποια στιγμή το βραδάκι να ανασυνταχθούμε και να ξεκουραστούμε ενόψει νέας εβδομάδας. Αχ, ωραία που περνάμε στο μπιτσόμπαρ….. «ΞΥΠΝΑ! Θα αργήσεις στη δουλειά!» Τι έγινε ρε παιδιά; Όνειρο έβλεπα; Τι μέρα έχουμε; Δευτέρα; Καλά περάσαμε χθες, αλλά αργεί πολύ η επόμενη Κυριακή…
Είσαι κολλημένος στην κίνηση, στον Κηφισό. Πολλή ώρα. Υπερβολικά πολλή ώρα. Έχεις ήδη κάνει 45 λεπτά κι ακόμα δεν έχεις φτάσει ούτε στου δρόμου τα μισά μιας διαδρομής που κανονικά διαρκεί 15 λεπτά. Ο Κολιομιχάλης στο ραδιόφωνο σε ενημερώνει ότι τα βάσανά σου δεν θα τελειώσουν εύκολα, αφού μια νταλίκα έχει μπλοκάρει το δρόμο κάπου μπροστά σου. Το air-condition του αυτοκινήτου αρχίζει να παραπαίει. Ανοίγεις το παράθυρο να μπει λίγος «καθαρός αέρας» κι ένα χαστούκι 50 βαθμών Κελσίου σκάει στο πρόσωπό σου με όλη του τη δύναμη. Αρχίζουν να χτυπάνε μηνύματα το ένα πίσω από το άλλο: «πού είσαι;» «Αργείς;» «Σε ψάχνει ο διευθυντής». «Έχει έρθει το ραντεβού σου». Ξαφνικά η γραβάτα στο λαιμό σου αρχίζει να σε πνίγει. Τα παπούτσια σου, τα αισθάνεσαι δυο νούμερα μικρότερα. Αν είχες το μαγικό λυχνάρι στο ντουλαπάκι μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού, εύκολα θα «έκαιγες» μια από τις τρεις ευχές: «εύχομαι να ήταν τώρα Κυριακή και αντί να πηγαίνω στο γραφείο, να πήγαινα για μπάνιο να άραζα την κορμάρα μου στην ξαπλώστρα να έπινα μια δροσερή κι απολαυστική AMSTEL Radler. Μια μπίρα με χυμό λεμονιού που με ξεδιψάει σαν την όαση στην έρημο!!!». Εκεί όπου σε ξέρουν και τους ξέρεις. Που παίρνεις τηλέφωνο και σου καβαντζώνουν ομπρέλα και ξαπλώστρες. Που σκάει η μπίρα πριν καλά – καλά στρώσεις την πετσέτα….
Ήταν Κυριακή εκείνη η τελευταία φορά που τα είπες με τον πατέρα σου. Είχες να περάσεις μέρες από το σπίτι, πηγμένος από τη δουλειά, τις υποχρεώσεις, με ένα πρόγραμμα – βουνό, με ένα σωρό ανθρώπους που προσπαθείς να «στριμώξεις» στο πρόγραμμά σου, όχι από υποχρέωση, αλλά από ανάγκη να τους δεις. Μοιραία ποιοι «πάνε πίσω»; Ο μπαμπάς και η μαμά, που ποτέ δεν βρίσκεις χρόνο να τους δεις, που όλο λες «θα περάσω» και τελικά «κάτι έτυχε», που για να σε δελεάσει να περάσεις η μάνα σου τάζει γεμιστά, που καμιά φορά κάνεις να τους δεις και δυο και τρεις εβδομάδες. «Βρε θα πεθάνουμε καμιά μέρα και δεν θα το πάρεις χαμπάρι!», σου έλεγε η μαμά για να σε πειράξει κι εσύ της απαντούσες γελώντας «θα το μάθω, είσαι τέτοια φίρμα που θα το πουν στις ειδήσεις».
Λίγες μέρες μετά από εκείνη την Κυριακή, η καρδιά του πατέρα σταμάτησε να χτυπάει. «Έφυγε ήσυχα, στον ύπνο του, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ». Και σκέφτεσαι πόσο πολύ θα ήθελες να μπορούσες να γυρίσεις πίσω σε εκείνη την Κυριακή, να την ξαναζήσεις, να μην την αφήσεις να περάσει, να μην την επιτρέψεις να τελειώσει. Να του πεις όλα αυτά που δεν πρόλαβες, να σου πει όλα αυτά που λέει ένας πατέρας στο γιο του, να γελάσετε, να θυμηθείτε πράγματα, να του κρατήσεις το χέρι για μια τελευταία φορά, χωρίς να κοιτάς το ρολόι, χωρίς να χασμουριέσαι και να μην βλέπεις την ώρα να πας σπίτι να αράξεις.