Το Arcade Museum είναι μια ωδή στην νοσταλγία
Μπαίνεις με ενθουσιασμό και αποχωρείς συνειδητοποιώντας πόσο απλά ήταν τα παιδικά μας χρόνια.
Μπαίνεις με ενθουσιασμό και αποχωρείς συνειδητοποιώντας πόσο απλά ήταν τα παιδικά μας χρόνια.
Ρεπορτάζ: Μιχάλης Κωνσταντόπουλος
Επιμέλεια: Χρήστος Κάβουρας
Για τους παλιούς έχει άλλη αίγλη η έννοια του ουφάδικου. Εγώ προσωπικά που έχω περάσει μια ζωή τα καλοκαίρια ταξιδεύοντας για Ρόδο με πλοίο ή στα παλιά ορθόδοξα Village Cinemas στο Μαρούσι, πώς νομίζετε ότι περνούσα την ώρα μου; Καιγόμουν στα arcade και τις οθόνες, σπαταλώντας μια περιουσία σε κέρματα. Τα γράφω αυτά προκειμένου να κάνω έναν δυναμικό πρόλογο για τον ενθουσιασμό μου, όταν πληροφορήθηκα ότι ανοίγει το πρώτο Arcade Museum στο Φάληρο. Δεν ήταν ενθουσιασμός για την ακρίβεια, αλλά μπορώ να πω ότι το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν ότι πέταξα τη σκούφια μου από τη χαρά, δεδομένο ότι υπήρχε ένας χώρος που θα με έφερνε σε απευθείας σύνδεση με τα παιδικά μου χρόνια.
Ξύπνησε λοιπόν ο gamer μέσα μου και αποφάσισα να το επισκεφθώ. Το τελικό αποτέλεσμα μπορώ να πω ξεπέρασε τις προσδοκίες μου, σε τέτοιο βαθμό που πέρα από το καθιερωμένο ρεπορτάζ έκατσα ένα έξτρα δίωρο παρέα με τον φωτογράφο και έναν ακόμα συνάδελφο, αφού συνομίλησα με την ψυχή του εγχειρήματος, τον δικηγόρο στο επάγγελμα, Ηλία Τσινταβή.
Ήταν να μην δούμε ουφάδικα με ποδοσφαιράκια ή Tekken, να καούμε στο τριπλό παίζοντας Cruisin World, αλλά και το προσωπικά αγαπημένο μου NBA JAM με την φλεγόμενη μπάλα να ξυπνάει μνήμες από τότε που ήθελα να γίνω Kobe Bryant ή Michael Jordan.
Η ημιυπόγεια αίθουσα που φιλοξενεί το μουσείο είναι ένα μέρος γεμάτο θησαυρούς του παρελθόντος. Μία ιστορία βγαλμένη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τις αρχές του 21ου αιώνα με κονσόλες και arcades, όλα σε μία χρονολογική και εννοιολογική σειρά.
Όπως έγραψα και στην αρχή, μου θύμισε τις ημέρες που ως παιδί ταξίδευα στην άγονη γραμμή λόγω Ρόδου και έχοντας σχεδόν ένα 24ωρο μπροστά μου, οι ώρες στην αίθουσα των ηλεκτρονικών ήταν μονόδρομος. Μην φανταστείτε για να κόψω κάνα διάβασμα, αλλά για να «σπάσει» ο χρόνος από το Gameboy και κυρίως το σπάσιμο νεύρων των γονιών μου.
Είμαι σίγουρος ότι δεν μιλάω μόνο για μένα όταν λέω πως μέσα στη συγκεκριμένη αίθουσα βρίσκονται μαζεμένες όλες οι παιδικές αναμνήσεις: Street Fighter, Tekken, OutRun, Sega Rally, Virtua Striker, House of the Dead, Shinobi, Metal Slug και πολλά ακόμη. Το βασικό σύμφωνα με τον Ηλία Τσινταβή, είναι ότι όλα τα παιχνίδια είναι πολύ γρήγορα, ακόμα και για την σημερινή εποχή του TikTok, κάτι που ενθουσιάζει και τους νεότερους επισκέπτες του μουσείου γεννημένους από το 2000 και μετά.
Το arcade δεν χρειάζεται ιδιαίτερο χρόνο προσαρμογής αλλά όρεξη να παίξεις και λίγο πείσμα να μάθεις τα κόλπα και να γίνεις καλύτερος. Πάνω από όλα κυριαρχούσε το πείσμα να πάρεις «εκδίκηση» για τα χαμένα κατοστάρικα (σε δραχμές) ή 50λεπτα (ευρώ) όταν ξανάρθεις ή να κάνεις κάποιο ρεκόρ με τα αρχικά του ονόματος σου προκειμένου να μένουν εκεί σε δημόσια θέα. Με τέτοιο ζήλο όπως ο Τσάντλερ και η Φίμπι στα Φιλαράκια:
Μπορεί να ήμουν λίγο σκουριασμένος αλλά έκανα 1-2 ρεκόρ παίζοντας στο μουσείο, αφήνοντας την «υπογραφή» μου με τα αρχικά MIH από το Μιχάλης ή το PAO για ευνόητους λόγους. Η προσπάθεια και ο ζήλος μου να φτάσω στο ρεκόρ μπορεί να έγινε για λόγους ρεπορτάζ προκειμένου να διαπιστώσω την καλή λειτουργία των μηχανημάτων, ωστόσο, πάνω στην τρέλα και την αφασία μου έφτασα σε ένα άκρως «ρομαντικό» συμπέρασμα: Πόσο απλά φτιαγμένα ήταν τα παιδικά μας όνειρα.
Δεν χρειάζονταν πολλά και περίπλοκα, παρά μόνο μία οθόνη CRT, μία πλακέτα, τα controllers συνήθως πάντα με 3 κουμπιά και μοχλό κι ένας κερματοδέκτης. Παιδικά χαρτζιλίκια θυσία στα όνειρα να τελειώσεις το παιχνίδι προκειμένου να αγγίξεις (να ξεπεράσεις βασικά) το ρεκόρ, να φτάσεις στην επόμενη πίστα ή έστω να κερδίσεις τον κολλητό για να του κάνεις λίγο καζούρα.
Για την ιστορία, έβαλα στοίχημα με τον φίλο μου τον Αντώνη στο Virtua Striker 2 που παίζαμε γύρω στο 2000. Εκείνος τότε είχε πάρει Ιταλία, εγώ τη Νιγηρία (γιατί έτρεχαν γρήγορα οι παίκτες) και τον κέρδισα με όλα τα κόλπα που είχα μάθει σε ουφάδικο στο Χαλάνδρι αλλά και το αλήστου μνήμης Dreamcast. Ο Αντώνης περίμενε 20 χρόνια για τη μεγάλη ρεβάνς, λες και ήταν πρωταγωνιστής στο Rocky 7. Το ματς ήταν ενδεικτικό της πολυετούς αποχής μας, οριακά χωρίς φάσεις και παραδόξως δύο γκολ (1-1 κ.α.) και στα πέναλτι διατήρησα τα προ εικοσαετίας σκήπτρα μου.
Είμαι σίγουρος ότι δεν είχε σημασία για τον ίδιο το 20ευρο -που μετατράπηκε σε έναν απλό καφέ- αλλά το ότι αισθανθήκαμε να γυρίζουμε πίσω στα «καλύτερα μας χρόνια».
Για να καταλήξουμε, ο χαμηλός φωτισμός του μουσείου θυμίζει αληθινό ουφάδικο, ενώ η επιμέλεια από μουσειολόγο και το μεράκι του ίδιου του Ηλία Τσινταβή έχουν βοηθήσει πολύ σε αυτό το κομμάτι. Θα μπορούσε άνετα να αποτελεί σκηνικό από ταινία των 80’s ή 90’s και ήδη φαντάζομαι τις παρέες με τα αγόρια με τα δερμάτινα και τις κοπέλες με την περμανάντ να δίνουν ραντεβού εδώ συζητώντας για τον Νίκο Γκάλη ή το Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα.
Αν χαρακτηρίζει κάτι το συγκεκριμένο μέρος είναι η συγκεκριμένη ατάκα: «Ένα μουσείο για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι καινούργιοι».