Από τον Πατέρα στον Γιο
Με αφορμή τη Γιορτή του Πατέρα, 4 συντάκτες ξαναζούν όσα τους έμαθαν Εκείνοι.
Με αφορμή τη Γιορτή του Πατέρα, 4 συντάκτες ξαναζούν όσα τους έμαθαν Εκείνοι.
«Πράγματα που κάναμε με τον πατέρα μας και δεν τα κάνουμε πλέον. Ή, έστω, τα κάνουμε πολύ σπάνια». Η ιδέα έπεσε στο τραπέζι και αφού ξύσαμε για μερικά δευτερόλεπτα το κεφάλι μας, είπαμε ΟΚ, ας το κάνουμε.
Αυτός θα είναι ο δικός μας φόρος τιμής για την Γιορτή του Πατέρα. Την κινητή αυτή επέτειο που λέγεται ότι γιορτάζεται κάθε χρόνο την τρίτη Κυριακή του Ιουνίου. Και λέμε «λέγεται», γιατί στην ουσία δεν γιορτάζεται. Μιλάμε για μια γιορτή-τσόντα, μια γιορτή υποβαθμισμένη που κινείται στη σκιά άλλων αντίστοιχων επετείων και δη εκείνης της Μητέρας.
Δεν ξέρουμε αν αυτό οφείλεται στην αντιεμπορικότητα που βγάζει η λέξη «πατέρας». Να, ακόμα κι εμείς εδώ, οι συντάκτες του Ratpack αποφεύγουμε να τη χρησιμοποιούμε όταν απευθυνόμαστε σε Εκείνους που μας έδωσαν υπόσταση (υλική αναμφισβήτητα και την όποια ψυχική είχαν τη δυνατότητα και διάθεση να μεταλαμπαδεύσουν). Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν τους αποδίδουν τα δέοντα οι ίδιοι τους οι γιοι, γιατί περιμένουμε να το κάνει η αγορά; Το τόλμησε όμως το Sony Xperia XZ Premium για εμάς και Εκείνους.
Εκείνους, που ξέρουν ότι τους έχουμε ψηλά. Εκείνους, που τους τοποθετούμε σε δυσθεώρητα ύψη τα οποία ονειρευόμαστε κάποια στιγμή στη ζωή μας να προσεγγίσουμε. Αφήνοντας στην άκρη την υποβαθμισμένη τους εμπορική αξία, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι Ντίνος Ρητινιώτης, Γιώργος Πολυμενέας, Γιώργος Ρομπόλας και Χρήστος Μπαρούνης, κρατάμε την ουσία και τους λέμε τα δικά μας «Χρόνια Πολλά» μέσα από αυτό εδώ το αφιέρωμα.
* Photo| Λευτέρης Παρτσάλης
Κάθεσαι και βλέπεις τη φωτογραφία αυτή και σκέφτεσαι: «Ωραία πράγματα ρε φίλε! Πήρε ο πατέρας τον γιόκα από το χέρι και πήγανε μαζί στο γήπεδο. Εκεί όπου πιθανώς τον είχε πάει και όταν ήταν πιτσιρίκι, ακολουθώντας με πίστη τη μίνι ιεροτελεστία που θέλει κάθε πατέρα να μυεί τον γιο στα του Συλλόγου! Άχου τα μωρέ!»
Ψέμα.
Πίσω από αυτές τις φωτογραφίες κρύβεται πόνος. Πολύς πόνος. Όχι για εμένα. Για τον πατέρα μου. Μίνι φλάσμπακ-επεξήγηση: το ΟΑΚΑ ήταν το πρώτο γήπεδο που πάτησα το πόδι μου για έναν αγώνα κυπέλλου το μακρινό 1992 ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Ιδανικό ματς για οπαδικό ξεπαρθένιασμα, δεν νομίζεις; Στο φόντο δεξιά, όπως βλέπεις την παραπάνω φωτογραφία, σε μια κάποια θύρα του πάνω διαζώματος, έζησα για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα τη μαγεία της ερυθρόλευκης κερκίδας -μέρος της οποίας ο πατέρας εκπλιπαρούσε ανά πεντάλεπτο να «μη βρίζει γιατί έχουμε παιδιά».
Ξέρεις τι όμως; Ο δικός μου ο πατέρας είναι εχμ... ΠΑΟΚ. Και με την κίνησή του εκείνον τον Απρίλη, μου μετέδωσε ένα μικρόβιο το οποίο αποδείχθηκε ανθεκτικό στο χρόνο και κυρίως μη ιάσιμο. Οι κόντρες μας έκτοτε δίνουν και παίρνουν και κάθε που παίζουμε με τον Δικέφαλο του Βορρά, το σπίτι μας θυμίζει τη Λεωφόρο Αλέξανδρας: Εκεί όπου το Δωματιάκι της Original συνυπάρχει αναγκαστικά και παράδοξα με το τριώροφο της Θύρας 13, με τους μεν να περιμένουν να ακούσουν το κιχ των δε για να μανουριάσουν. Δύσκολες καταστάσεις και αισθήματα που ρετουσάρονται από το φακό του Λευτέρη Παρτσάλη.
Σε κάθε περίπτωση και παρά το γεγονός ότι έκτοτε δεν έχουμε εκ των πραγμάτων συνυπάρξει σε κάποιο γήπεδο, θα τον ευχαριστώ αιώνια που έστω κι άθελά του με έβαλε σε ένα τριπάκι που, όσο κι αν οι καιροί το έχουν καταστήσει ντεμοντέ, μου προσφέρει απλόχερα ορισμένες από τις πιο παθιάρικες δευτερεύουσες απολαύσεις της ζωής μου.
Κανείς από τους δυο μας δεν θυμάται πώς ξεκίνησε. Συνέβη όμως και καθιερώθηκε. Και το ίδιο ανεξήγητα σταμάτησε. Ο κυριακάτικός καφές με τον πατέρα μου, δηλαδή με τον Γιάννη, αφού «πατέρα», «μπαμπά» κτλ. ελάχιστες φορές τον έχω πει. Για αυτή μας την παλιά, μα όχι εντελώς ξεχασμένη, συνήθεια πιθανόν να έπαιξε υπόρρητα ρόλο και το γεγονός ότι η Κυριακή ήταν εξ απαλών ονύχων συνδεμένη με βόλτα. Με ένα κόκκινο starlet να βγαίνουμε στην παραλιακή και να φτάνουμε στη Γλυφάδα και να ακούμε αγώνες από το ραδιόφωνο ή να πεταγόμαστε μέχρι το παλιό Λούνα Παρκ στο Νέο Φάληρο.
Και όπως σε έναν καφέ λες τα πάντα και τίποτα, κάπως έτσι κυλούσε και ο δικός μας. Ναι, δεν λέγαμε μυστικά που άλλαζαν τον κόσμο, όμως ο δικός μου σταδιακά μεταβαλλόταν: μια συμπεριφορά, ένα ερέθισμα για να ακούσω νέες μουσικές, όσο και αν σου φαίνεται παράξενο μια ολόκληρη στάση ζωής χτιζόταν πάνω από δυο ποτήρια, το ένα με φραπέ σκέτο με πολύ γάλα και το άλλο με καπουτσίνο.
Το τυπικό ήταν συγκεκριμένο: κυριακάτικο ξύπνημα, στο δεκάλεπτο τηλέφωνο για να δω πού βρίσκεται και τι κάνει, περιττό κανόνισμα για ώρα και μέρος (ίδια ώρα και ίδιο μέρος πάντα) και έξω από την πόρτα. Τόσο απλό, τόσο αυτονόητο. Θα μπορούσες να το αποκαλέσεις και κάπως παλιομοδίτικο, αφού ακόμα και κινητό να μην είχαμε, ξέραμε πού και πότε θα βρεθούμε.
Μεταξύ μας, όμως, κινητά, όπως τα αντιλαμβανόμαστε πλέον, δεν είχαμε. Μιλάμε για μια εποχή όχι και τόσο παλιά, αλλά, ξέρεις, τότε χρησιμοποιούσαμε τα κινητά για να παίρνουμε τηλέφωνα και να στέλνουμε sms και τέλος.Όταν όμως θες να ξαφνικά να επαναφέρεις μια ξεχασμένη συνήθεια στην εποχή που ένα smartphone βρίσκεται σε κάθε τσέπη (όχι σε αυτή του πατέρα μου, φυσικά, που εδώ και δέκα χρόνια είναι με το ίδιο κινητό), αλλάζουν τα δεδομένα. Προφανώς, όταν επέλεγα το Sony Xperia XZ Premium με την ακούραστη μπαταρία, προφανώς δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα ξυπνούσα μια Κυριακή πρωί με την επιθυμία να ξαναπάω για έναν καφέ με τον Γιάννη. Να που τη χρειάστηκα όμως, καθώς με αφόρτιστο κινητό από την προηγούμενη μέρα, εκείνη την Κυριακή έπρεπε όντως να έχω μπαταρία ώστε να του τηλεφωνήσω και να κανονίσουμε.
Είχα όμως στο μυαλό μου ότι χρειάζομαι ένα τηλέφωνο που θα κρατάει ζωντανές όλες αυτές τις στιγμές. Διότι μπορεί πλέον να μην έχουμε τα smartphones μόνο για κλήσεις και μηνύματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και μόνο για σερφάρισμα και social media. Στα δικά μας, στις βιβλιοθήκες μας, θα υπάρχει πάντα ένα μικρό κενό στην άκρη του ραφιού για εκείνα τα φωτογραφικά άλμπουμ που δεν θα γεμίσουμε ποτέ. Δεν τα χρειάζεσαι όμως, όταν μια ζωή, από τις σπουδαίες αναμνήσεις και τα ορόσημά της μέχρι την «τετριμμένη μοναδικότητα» του κάθε μέρα, μπορεί να χωρέσει σε μια συσκευή.
«Θα φέρεις ρε το Trivial να παίξουμε;» είναι μία ατάκα που έχω ακούσει δεκάδες –αν όχι εκατοντάδες- φορές στη ζωή μου. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη, το γεγονός πως ο πατέρας μου δε χρησιμοποιεί σχεδόν ποτέ το όνομά μου για να με προσφωνήσει αλλά διάφορα άλλα υποκοριστικά, να σημειώσω εδώ ότι συχνά πυκνά η συγκεκριμένη επωδός του συνοδεύεται από το αγαπημένο του εξ αυτών, τη λέξη δηλαδή που θα πει μαλθακός στα Αρχαία Ελληνικά.
Φυσικά το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει, αφού εδώ και περίπου 10 χρόνια δεν έχω καταφέρει να πείσω κανέναν από την παρέα μου να παίξουμε. Μάλλον φταίνε κάτι βραδιές που εκτός από εντονότατο εκνευρισμό και μόνο στην υποψία ήττας, έκανα και κάτι φοβερά δεικτικά σχόλια σε εκείνους που «τόλμησαν» να μην απαντήσουν σωστά. Έτσι έχω καταλήξει να παίζω Trivial μόνο με τον φάδερ μου.
Τα παιχνίδια ερωτήσεων ήταν μια ιεροτελεστία στην οποία με μύησε από τότε που ήμουν μπόμπιρας, για πολλούς και διάφορους εκπαιδευτικούς λόγους, αλλά πιστεύω κυρίως για να έχει κάποιον που να μπορεί να παίζει μαζί του. Διότι ακόμα και σήμερα όταν το προτείνει σε φίλους του άλλοι κάνουν τον Κινέζο κι άλλοι λακίζουν διακριτικά. Δεν είμαι σίγουρος τι τους τρομάζει περισσότερο: η τρομερή ικανότητα του πατέρα μου ή τα αφόρητα νεύρα που βγάζει σε περίπτωση που νιώσει ότι κινδυνεύει να χάσει.
Παλιά με έσκιζε από τα αποδυτήρια, τώρα πια όμως κοντράρουμε κανονικά και καμιά φορά τον κερδίζω κι εγώ. Εκείνες τις φορές, βέβαια, ακούω τα χαριτωμένα: «όλο εύκολες ερωτήσεις σου πέφτουν», «αυτό το ήξερα εγώ αλλά σε σένα έπεσε», «πόσο κωλόφαρδος είσαι με το ζάρι». Κι αν σώσω και κερδίζω, βάζει ποτό κι ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο λες και ήρθε το τέλος του κόσμου.
Τελικά, τώρα που το σκέφτομαι, τα παιχνίδια ερωτήσεων τα έχω συνδυάσει στο μυαλό μου με όλες τις καλές και τις κακές μας στιγμές με τον πατέρα μου. Από χρόνια ανέμελα μέχρι εποχές που ήρθαν όλα μα όλα ανάποδα, από άγριους τσακωμούς και κατάμαυρη θλίψη μέχρι χαρές και γέλια. Κι η αλήθεια είναι πως ακόμα και τις φορές που τον κερδίζω εκείνος είναι υπεύθυνος για αυτό. Διότι έχω την αίσθηση ότι τουλάχιστον το 80% της όποιας μόρφωσης έχω την οφείλω σε εκείνον –στις εκατοντάδες ώρες συζητήσεων που μου έχει προσφέρει, στα ντοκιμαντέρ που έπαιζαν πάντα στο σπίτι και στα ράφια που πάντα ήταν τόσο γεμάτα με βιβλία ώστε να κινδυνεύουν να σπάσουν.
Σε δύο πράγματα με πήγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός: Ποδόσφαιρο και κιθάρα. Με βοήθησαν και τα δύο να ανακαλύψω τον εαυτό μου. Ανακάλυψα ότι είμαι άμπαλος και στα δύο. Κι επειδή το ποδόσφαιρο αργά ή γρήγορα το σταματάς, εγώ προτίμησα να κρατήσω μεγαλώνοντας αυτό που μπορώ να έχω σπίτι μου άφοβα , είτε ως διακοσμητικό, είτε για να το «ξεθάβω» και να το εξασκώ πού και πού. Μετά από τέσσερα χρόνια σε ωδείο, στο σπίτι μας είχε μπει νέος μπελάς, αφού εκτός από τα μαθήματά για το σχολείο, ήμουν υποχρεωμένος, άκουσον-άκουσον, να μελετώ και τις ασκήσεις που μου έβαζε ένας δάσκαλος που είχα εκεί, φτυστός ο Μότσαρτ.
Η κλασσική που είχαμε σπίτι από τότε που ο πατέρας μου ήταν 18 (ξέρετε τώρα, εποχή Πολυτεχνείου με μακρύ μαλλί και μουστάκι), έγινε μετά από λίγο ηλεκτροακουστική και κάπου εκεί ο μπελάς των ασκήσεων για το ωδείο έγινε σατανάς των σκληροπυρηνικών ήχων της ηλεκτρικής μου κιθάρας. Την πρώτη μου ηλεκτρική (μία Yamaha) που μου πήρε ο μπαμπάς μου στο λύκειο, σύντομα, στα πρώτα χρόνια σπουδών, την αντικατέστησε μία Epiphone για να μπορώ να παίζω τις μεταλιές μου ήσυχος και δυστυχώς «ήσυχα» για να μην τον ξυπνάω. Εν συνεχεία, ήρθε δώρο μία τρομερή Fender Telecaster, για να δωροδοκηθώ μπας κι αξιωθώ να πάρω το πτυχίο. Έχω τρεις ηλεκτρικές κιθάρες, μία ηλεκτροακουστική και μία κλασσική (του πατέρα μου), αλλά αν πω εγώ ότι παίζω καλή κιθάρα, τα κόκαλα του Τζίμι Χέντριξ θα παίξουν ντραμς από το τρίξιμο.
Θυμάμαι να τσακώνομαι με τον πατέρα μου για να μάθω τις ανιαρές παρτιτούρες και τα ξενέρωτα κι αναχρονιστικά κλασικά κομμάτια του ωδείου. Τα μνημόνευσα, όμως, όταν έπαιξα το πρώτο μου κομμάτι εκτός ωδείου (dust in the wind), λέγοντας μέσα μου ότι «να που κάτι έμαθα».
Θυμάμαι επίσης ότι όσες φορές κάθισα στο παρελθόν να παίξω κιθάρα με τον πατέρα μου, εκείνος μου ζητούσε να παίξουμε Σαββόπουλο και κάτι άλλα από «Νέο Κύμα» κι εγώ του έλεγα «δεν το γυρνάμε σε Maiden καλύτερα;».
Γι’ αυτό το μοιράσαμε κάπου στη μέση όταν πήγαμε πρόσφατα να θυμηθούμε τα παλιά και να παίξουμε μουσική στο Play Recording Studio στο Γαλάτσι, επιλέγοντας λίγο από Πυξ Λαξ, άλλο λίγο από Σιδηρόπουλο και κάτι ψιλά από Κατσιμιχαίους. Αφού μας πήρε κάμποση ώρα να διαλέξουμε playlist κι άλλη τόση να κουρδίσουμε, κάτι γρατζουνίσαμε, γουστάραμε, αυτός μου θύμισε ότι μου έκανε δώρο μεγαλώνοντας να σκαμπάζω κάτι από κιθάρα κι εγώ του έκανα δώρο να κάτσουμε και να ξαναπαίξουμε μαζί έπειτα από πολύ καιρό. Χρόνια πολλά μπαμπά και hard rock αλληλούια! \m/