Οι 5 κανόνες του ραδιοφωνικού Fight Club
Μας τους παρέδωσαν σε πλάκες ο Γιάννης Τσαούσης και ο Κώστας Βαϊμάκης.
Μας τους παρέδωσαν σε πλάκες ο Γιάννης Τσαούσης και ο Κώστας Βαϊμάκης.
Κείμενο: Γιώργος Πολυμενέας | Φωτογραφίες: Λευτέρης Παρτσάλης
Στις 29/10/2001 ξεκίνησε το ραδιοφωνικό fight club (ή αλλιώς «τα μπαλέτα του Γκόντζου» για τους γνώστες), η εκπομπή του Κώστα Βαϊμάκη και του Γιάννη Τσαούση. Με εξαίρεση την τριετία 2013-2016, κάθε βράδυ, από τις 10:00-12:00, αποδομούν τη σοβαροφάνεια και πορεύονται το δικό τους δύσκολο μονοπάτι: δεν αποθεώνουν τους πραγματικά καλούς (εύκολο), δεν χλευάζουν τους πραγματικά κακούς (επίσης εύκολο), αλλά περιποιούνται με προδέρμ και γραφικότητα όλους τους παραγνωρισμένους ποδοσφαιρικούς (και όχι μόνο) ήρωες.
Αυτή είναι η ιστορία του fight club σε 5 κανόνες. Μια ιστορία χωρίς προδέρμ, αλλά με πολλή γραφικότητα (και τη συμμετοχή του forum της εκπομπής).
Δεν ξέρω αν έχεις βρεθεί ποτέ στην ΕΡΤ. Ούτως ή άλλως, ο εξωτερικός της όγκος σε προετοιμάζει για όσα κρύβει μέσα στην τσιμεντένια κοιλιά της: Δαιδαλώδεις διάδρομους, πανομοιότυποι μεταξύ τους, λες και βγήκαν από φωτοτυπικό μηχάνημα. Το 2001 το κτήριο της ΕΡΤ περισσότερο έμοιαζε με ένα γιγιαντιαίο κουφάρι από μπετόν παρά με το τη έδρα του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα που ετοιμαζόταν πυρετωδώς να καλύψει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Σε ένα μικρό γραφείο που οι τοίχοι του είχαν μάθει απ’ έξω την πασοκική παρόλα, η οποία έμπαινε στην τρίτη και τελευταία δεκαετία της (αλλά αυτό τότε δεν το ήξερε κανείς), ο Γιάννης Τσαούσης αντάλλαξε μια μάλλον αμήχανη χειραψία με τον Κώστα Βαϊμάκη. Είχαν βρεθεί εκεί για ένα δοκιμαστικό. Γιάννη, ο Κώστας. Κώστα, ο Γιάννης.
ΟΝ Τσαούσης: «Κάνω ένα αποτυχημένο αστείο εκείνη την ώρα, το οποίο το θυμάμαι μέχρι και σήμερα. Κοιτάω τον Κώστα και του λέω «Αν κάνουμε εκπομπή, πρέπει να την λένε ‘‘Κοντός, Ψηλός, Αλληλούια’’.»
Είπαν και δύο-τρία ακόμα πράγματα για να γνωριστούν καλύτερα. Ο Κώστας μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό και αν πήγαινε καλά το δοκιμαστικό, θα ήταν η πρώτη του ραδιοφωνική δουλειά. Ο Γιάννης δούλευε ήδη στην ΕΡΑ Σπορ για μερικούς μήνες, παρουσιάζοντας μια εκπομπή για το στοίχημα. Τίποτα περισσότερο. Α ναι! και ότι ζαχάρωναν το ίδιο αυτοκίνητο, το MX-5.
Κάποια πράγματα όμως είναι γραφτό να συμβούν. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης και ο Νίκος Ασημακόπουλος είχαν πρόβλημα. Αρχισυντάκτης και Διευθυντής της ΕΡΑ Σπορ σχεδίαζαν το νέο πρόγραμμα του ολυμπιακού –τότε- ραδιοφώνου. Υπήρχε ένα δίωρο, μετά τα τελευταία ρεπορτάζ και πριν τις εκπομπές με τις γραμμές των ακροατών, το οποίο δεν ήξεραν πώς να το γεμίσουν. Το 10-12 για τα αθλητικά και τα ενημερωτικά ραδιόφωνα ήταν ο ορισμός της παραπεταμένης ζώνης. Είχε φτάσει Πέμπτη, ακολουθούσε τριήμερο 28ης και την Τρίτη 29 θα ξεκινούσε το νέο πρόγραμμα. Το κουτάκι για το 10-12 εξακολουθούσε να μένει κενό.
ON Βαϊμάκης: «Πηγαίνουμε για το δοκιμαστικό χωρίς καμία προετοιμασία και αρχίζουμε να μπουρδολογούμε ασύστολα μπροστά από το μοναδικό μικρόφωνο που διέθετε εκείνο το studio. Είχαμε πάρει μια πολύ παράξενη στάση. Ήμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο προκειμένου να ακουγόμαστε, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσαμε να μην κουτουλήσουν τα κεφάλια μας. Ήταν κάπως κωμικό όλο αυτό».
Κωνσταντινίδης, Ασημακόπουλος και δύο-τρεις άλλοι, ανάμεσά τους και η Μαργαρίτα Μυτιληναίου, βρίσκονται έξω από το στούντιο και ακούν. Γελάνε.
ON Τσαούσης: «Σε εκείνο το δεκάλεπτο ειπώθηκαν διάφορα. Δεν τα θυμόμαστε καλά. Αυτό που μου έχει μείνει είναι ότι κάναμε αναφορά στο Fame Story, στο τεμπεσίρι και στον Ολιζαντέμπε».
Όντως δεν τα θυμούνται. Το 2001 δεν υπήρχε Fame Story, αλλά Big Brother.
Η ετυμηγορία ήρθε μόλις βγήκαν από το studio. «Την Τρίτη ξεκινάτε την εκπομπή». Όχι και άσχημα. Μπράβο, Γιάννη και Κώστα! Μπράβο, Εμάνουελ Ολιζαντέμπε. Μπράβο, Ντίνο Δουλκερίδη!
Την Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2001 βγαίνει η πρώτη εκπομπή στον αέρα και συστήνονται στους ακροατές ως Fight Club.
***
Η φωνή του φαϊτκλαμπικού forum #1: Ξέρετε ποιος είναι ο εφιάλτης μου; Αυτό το φαινόμενο που μας ταλαιπωρεί εδώ και 15 χρόνια. Αυτό το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής που κάναμε αμάν και τι να το χωρίσουμε, να μπούνε σε έναν σωστό δρόμο οι ζωές μας, αυτοί με υπόγειες συνεννοήσεις τα ξαναβρήκαν. Είμαστε ο Ντόριαν Γκρέι και έχουμε πουλήσει τις ραδιοφωνικές και ιντερνετικές μας ψυχές για να έχει ζωή η εκπομπή, το φόρουμ και να μοιάζει αλαβάστρινο το δερματάκι του Βαϊμάκη. Αλλά σε κάποιο πατάρι της έπαυλης του Τσαούση υπάρχουν οι πίνακες όλων μας που γερνάνε και σαπίζουν. Βαϊμάκης και Τσαούσης μας ρουφάνε τη ζωή ως το μεδούλι. Έχουμε μείνει κενά σώματα. Κάνω έκκληση μέσα από αυτό το δημόσιο βήμα να ενεργοποιηθείτε όλοι και να τους σταματήσουμε. Ας κάνουμε μια πορεία διαμαρτυρίας, μια ομάδα στο facebook, ένα poll στο twitter, να φωτογραφήσουμε έναν κώλο στο instagram. Να κάνουμε κάτι παιδιά. Να κάνουμε κάτι. *πέφτει μουσική τέλους από Ρετιρέ*
Skitsofrenis
***
Αυτή ήταν η αρχή. Αυτό ήταν το πρώτο δίλημμα. Εστάλη απροειδοποίητα και εξίσου απροειδοποίητα ακούστηκε στο ραδιοφωνικό αέρα από την κελαρυστή φωνή του Γιάννη Τσαούση. Είμαστε στο 2002 περίπου, τα μηνύματα ακροατών έχουν κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή τους στον ραδιοφωνικό αέρα και ο Γιάννης Τσαούσης αναρριχάται αργά αλλά μεθοδικά στο αξίωμα του μικρού σατράπη των μηνυμάτων.
OΝ Τσαούσης: «Εκείνη τη εποχή δεν είχαμε πολλά μηνύματα. Δεν έστελνε ο κόσμος γιατί αυτή η μορφή επικοινωνίας ήταν νέα. Και αρκετά από αυτά που είχαμε ήταν της λογικής ‘‘Γιατί δεν λέτε το στοίχημα, ρε κιορατάδες. Σας πληρώνουμε και θέλουμε να μάθουμε το στοίχημα’’. Κάποια στιγμή διαβάζω το συγκεκριμένο μήνυμα και ρωτάω τον Κώστα: ‘‘Κώστα, γίδα ή καταιγίδα;’’».
Η απάντηση του Βαϊμάκη ήρθε ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σκέψης. Όμως ας σταθούμε σε αυτά τα δευτερόλεπτα που ο αέρας του κρατικού αθλητικού υποδέχθηκε αυτή την ερώτηση. Ας σταθούμε σε αυτό τον όποιο χρόνο μεσολάβησε μέχρι να δοθεί η απάντηση γιατί εκεί βρίσκεται η αρχή, η καθοριστική στιγμή, η γέννηση μιας από τις χαρακτηριστικής πτυχές του «φαϊτκλαμπικού» λόγου. Δεν ξέρω για εσάς, προσωπικά θα ήθελα πολύ να βρισκόμουν παρών. Ή έστω να το είχα ακούσει ζωντανά. Ναι όμως δεν είπαμε. Κώστα, γίδα ή καταιγίδα;
ON Βαϊμάκης: Απάντησα ‘‘Χμ… Δεν ξέρω. Έχεις φάει ποτέ καταιγίδα βραστή;’’».
Τέτοιοι ήταν και τέτοιοι είναι.
Τα διλήμματα έγιναν με τα χρόνια τριλήμματα και κοντά σε αυτά προστέθηκαν οι μεγάλες αλήθειες, οι μουσαντέ (αλήθειες), τα «αν ο Γκόντζος ήταν», έπειτα προστέθηκε στο cast ο Μακ Πάππας και ο Σλόμπονταν Νουγκατίνοβιτς, και σιγά-σιγά το φαϊτκλαμπικό σύμπαν άρχισε να αποκτά σάρκα και οστά.
ON Βαϊμάκης: «Το δουλέψαμε πολύ όλο αυτό και δεν το αφήσαμε στην τύχη του. Αρχικά τα «πακετάραμε» στο τελευταίο μισάωρο. Κυρίως όμως, προσπαθούσαμε να εκπαιδεύσουμε το κοινό, κάνοντας πολύ αυστηρή επιλογή των μηνυμάτων που διαβάζαμε. Στον αέρα ακούγονταν μόνο τα πραγματικά καλύτερα. Αυτό το καταστήσαμε σαφές από την πρώτη μέρα και ο κόσμος άρχιζε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει τι σημαίνει καλύτερο».
Απλό να το λες δύσκολο να το κάνεις. Μια σειρά από ερωτήσεις προκύπτουν σχεδόν αβίαστα, με βασικότερη την εξής μία: τι ακριβώς είχατε εσείς, ρε παιδιά, και μπορέσατε να φτιάξετε και να καθιερώσατε αυτό το ύφος πλάκας και καυλάντας;
ON Βαϊμάκης: «Αυτοσαρκασμός είναι η λέξη. Ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι είμαστε πιο έξυπνοι από τους ακροατές μας. Πότε δεν τους προσεγγίσαμε στη λογική ‘‘έλα κάτσε να σου τα πω εγώ’’. Αν συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι κάποιος γκουρού καθισμένος σε θρόνο και πως εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που σε ακούν και είναι το ίδιο ή περισσότερο έξυπνοι από εσένα, τότε έχεις κάνει τη σωστή αρχή».
Δευτέρα 1η Μαρτίου 2005, ώρα 22:00 στο στούντιο της ΕΡΑ ΣΠΟΡ. Δεν ακούγεται το σήμα του fight club, ο άνθρωπος που στέκεται πίσω από το μικρόφωνο είναι ο Μανώλης Δράκος και μέσα σε λίγα λεπτά τα τηλέφωνα έχουν πάρει φωτιά. Πέφτουν τόσα πολλά μπινελίκια, που ο Νίκος Ασημακόπουλος αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι του και να πάει στο Ραδιομέγαρο για να καθησυχάσει τον κόσμο.
Την ίδια ώρα που στην Αγία Παρασκευή έπεφταν βρισιές, στην Καλλιθέα οι Τσαουσοβαϊμάκηδες συστήνονταν υπό τους ήχους του Ramaya του Άφρικ Σιμόν σε ένα νέο κοινό, αυτό του ΣΠΟΡ FM.
ON Τσαούσης: «Η απόφαση να πάμε στον ΣΠΟΡ FM ήταν απόλυτα συνειδητή, αν και υπήρχαν κι άλλες προτάσεις. Φύγαμε από το no. 2 αθλητικό ραδιόφωνο και πήγαμε στο no.1.»
ON Βαϊμάκης: «Χωρίς να θέλω να ακουστώ μελό ή λαϊκιστής, μας πόνεσε που χάσαμε την πανελλαδική κάλυψη. Για πολλούς ανθρώπους η εκπομπή ήταν μια συντροφιά και το είχαμε συνειδητοποιήσει αυτό. Όμως δεν γινόταν διαφορετικά. Υπήρξαν κάποια περιστάτικά ηθικής φύσης που μας είχαν ενοχλήσει στην ΕΡΑ και νιώθαμε ότι καλό θα ήταν να φεύγαμε».
***
Η φωνή του φαϊτκλαμπικού φόρουμ #2 : Είμαι 27 χρονών και ακούω Fight Club από τα 14 μου. Επειδή είμαι από την επαρχία, ανήκω στην καταραμένη κατηγορία ακροατών που έχει ζήσει δυο χωρισμούς με την εκπομπή: έναν το 2013 (που τον ζήσατε όλοι) κι έναν όταν η εκπομπή έφυγε από την ΕΡΑ Σπορ της πανελλαδικής εμβελείας και πήγε στον Sport fm. Όπως καταλαβαίνετε αν η εποχή ήταν λίγο πιο «ΠΑΣΟΚ» από την σημερινή θα είχε ανοίξει ήδη δημόσιος διάλογος για το αν δικαιούμαστε πρόωρη συνταξιοδότηση εξαιτίας αυτής της τραυματικής εμπειρίας. Θέλω να απευθυνθώ εδώ στον Μανώλη Δράκο, ο οποίος αντικατέστησε το Fight Club στην ΕΡΑ, και να του ζητήσω ένα μεγάλο συγγνώμη για όσα άκουσε εκείνο το βράδυ λες και τους πήγε αυτός στον ΣΠΟΡ FM. Μανώλη δεν έφταιγες σε τίποτα μπρο μου άλλα κάποιος έπρεπε να την πληρώσει.
Γκοτζόσαυρος
***
Στον ΣΠΟΡ FM η εκπομπή πλέον απογειώνεται. Το ακροατήριο μεγαλώνει και αρχίζει και σχηματίζεται αυτό που ήδη είχε διαφανεί από τα χρόνια της ΕΡΑ ΣΠΟΡ, η κοινότητα. Δυσκολίες υπήρχαν και εδώ. Το κοινό του ΣΠΟΡ FM ήταν πιο «αγριεμένο». Χρειάστηκε και εδώ χρόνος προκειμένου να αναπτυχθούν νέοι κώδικες.
ON Βαϊμάκης: «Αυτό που αρχίζει να συμβαίνει είναι ένα καθημερινό τσουνάμι εξυπνάδας και πρωτοτυπίας. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που γουστάρουν να μας στείλουν κάτι, όχι για να εντυπωσιάσουν μια γκόμενα αλλά για να το διαβάσουμε εμείς με τη φωνή τη δική μας ή τη «φωνή 4» ή τη φωνή την μπουκωμένη τη δική μου».
ON Τσαούσης: «Ήταν συγκινητική αυτή η προσπάθεια έκφρασης που γινόταν, διότι γινόταν χωρίς αντίκρισμα. Μιλάμε για μια εποχή που τα social media ήταν ακόμα σε εμβρυακό επίπεδο. Ο κόσμος έγραφε διλήμματα, τριλήμματα μεγάλες αλήθειες κτλ όχι για να τα ποστάρει στον τοίχο του και να πάρει like και κοινοποιήσεις, αλλά για να διαβαστούν για τρία δευτερόλεπτα και μετά να χαθούν.»
Το 2008 ήρθε το forum σαν συμπλήρωμα του site, το οποίο είχε ανέβει τον Οκτώβριο του 2008. Ουσιαστικά λειτούργησε σαν ένα μέρος όπου όλη συμμετοχή των ακροατών δεν θα πήγαινε χαμένη. Για αρχειακούς δηλαδή λόγους. Σύντομα όμως εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Σε μια κοινότητα που αλληλεπιδρούσε και δεν ήταν απλά ένα μεγάλο group φανατικών. Εξελίχθηκε σε αναπόσπαστο κομμάτι της εκπομπής και έχει τόσο γερούς δεσμούς, ώστε ακόμα και όταν η εκπομπή σταμάτησε αυτό εξακολούθησε να λειτουργεί σαν μην είχε συμβεί τίποτα μέχρι τη φετινή τους επιστροφή reunion.
Μαζί με τις χαρές ήρθαν και οι λύπες.
ON Βαϊμάκης: Χαιρετηθήκαμε το βράδυ και δεν τον ξαναείδαμε. Ο ηχολήπτης είναι βασικός παράγοντας της εκπομπής. Είναι ο άνθρωπος που θα πιαστεί από μια ατάκα και θα ρίξει ένα κατάλληλο ηχητικό ή ένα τραγούδι. Είναι αυτός που θα πει μια ατάκα και θα ξεκινήσει μια ολόκληρη συζήτηση και κυρίως είναι αυτός που λειτουργεί σαν κριτήριο για το πόσο αστεία είναι αυτά που λες. Ήξερα ότι αν γελούσε εκείνος, θα γελούσε και ο κόσμος. Όταν μετά από λίγες μέρες επιστρέψαμε στο studio και έλειπε, ένιωσα σαν να είχε πεθάνει και ένα κομμάτι της εκπομπής.
Ο λόγος για τον Γιώργο Κουτρούτσο, ηχολήπτη του σταθμού, που πέθανε απροσδόκητα το 2006.
***
Η φωνή του φαϊτκλαμπικού φόρουμ #3 : Άργησα να τους πάρω χαμπάρι, τόσο ως εκπομπή όσο και ως φόρουμ. Ξεκινώντας με την εκπομπή, είχα καταντήσει να είμαι από τα γραφικά τυπάκια που βλέπεις στις γαλαρίες των τρόλεϊ στις 11 το βράδυ να γελάνε μόνοι τους. Όταν δε ανακάλυψα το φόρουμ (ναι, διάβολε, το πρώτο μου ποστ ήταν για τον Φράνκο τον Κοστάντζο), κόλλησα γιατί βρήκα άτομα με τα οποία είχαμε κοινή αφετηρία (την εκπομπή), αλλά και τα ίδια κολλήματα, πάθη και κυρίως όρεξη για συζητήσεις επί συζητήσεων. Είμαι υπερήφανος που ανήκω σε μία κοινότητα η οποία σε ένα «δωμάτιο» (ελλείψει απλούστερης επεξήγησης) μπορεί να συζητά για τις ευεργετικές ιδιότητες της ύπαρξης του πιγκάλ και σε ένα άλλο για τα overlaps του Λουκά του Βύντρα.
Μάρλον Πάντος
***
«Θα στο έλεγα το βράδυ στην εκπομπή. Αποφάσισα να πάω στα Γιάννενα».
Ο Γιάννης πιο σαφής δεν θα μπορούσε να γίνει. Οπότε είπαν μερικές κουβέντες ακόμα και έδωσαν ραντεβού για το βράδυ. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης, από μια εποχή και μετά η κατάσταση στο ΣΠΟΡ FM δεν ήταν ιδανική. Αυτό το γνώριζαν οι του σιναφιού, διότι οι τσαουσοβαϊμάκηδες είχαν σαν αρχή να μην περνούν τα δικά τους προβλήματα και ζόρια στην εκπομπή.
ON Βαϊμάκης: «Στο διάστημα των 12 πρώτων χρόνων της εκπομπής έχασα και τους δύο μου γονείς, χώρισα, πέρασε προβλήματα υγείας το παιδί μου και διάφορα άλλα. Σκέψου ότι ο πατέρας μου πέθανε Πέμπτη και τη Δευτέρα έκανα κανονικά εκπομπή. Ο καθένας κουβαλάει μια τσάντα με προβλήματα σε αυτή τη ζωή. Εμείς αυτή την τσάντα την αφήναμε έξω από το στούντιο. Δεν τους φορτώσαμε ποτέ την κακοκεφιά μας, το πένθος,, τα προβλήματά μας, τις απληρωσιές μας».
Τον Ιούλιο, ωστόσο, του 2013 η κατάσταση είναι μάλλον οριακή. Την Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013 και λίγα λεπτά πριν τις 22:00 το βράδυ ανεβαίνει στο site του ΣΠΟΡ FM ένα κείμενο με τίτλο «FC: τίτλοι τέλους = μια νέα αρχή», με το οποίο ουσιαστικά ανακοινωνόταν εντελώς ξαφνικά (όπως είχε συμβεί και στην ΕΡΑ το 2005) η ολοκλήρωση της εκπομπής. Το επιβεβαίωσαν και οι δύο λίγα λεπτά αργότερα στον αέρα. Η αρχική σαστιμάρα έδωσε γρήγορα τη θέση της στη συγκίνηση. Ίσως να μην ήταν η πιο «σωστή» τελευταία εκπομπή. Ίσως να μην είπαν όλα όσα θα ήθελαν να πουν. Δεν έχει σημασία ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήταν ένας από καρδιάς αποχαιρετισμός. Και οι αποχαιρετισμοί είναι σκατά.
ON Τσαούσης: Ήταν πολύ δύσκολο όλο αυτό. Το γνωρίζαμε ότι θα ήταν, αλλά όταν άρχισαν να έρχονται τα μηνύματα και τα mail έγινε σχεδόν αβάστακτο. Από ένα σημείο και μετά άγγιζε τα όρια σουρεαλισμού. Έφθαναν για μέρες mail των 500 και των 1.000 λέξεων. Έφθαναν mail από κοπέλες ακροατών όπου έγραφαν «Δεν σας ξέρω, αλλά το αγόρι μου κλαίει επειδή είπατε ότι σταματάτε».
Η εκπομπή τελειώνει, ο Κώστας ανεβαίνει στη μηχανή και τον πιάνουν τα κλάματα.
«Με πήραν από τον ΣΚΑΪ και θέλουν να πάμε εκεί για ραντεβού». Αυτό του είχε πει σε εκείνο το τηλεφώνημα.
***
Η φωνή του φαϊτκλαμπικού φόρουμ #4: Η πρώτη φορά που άκουσα fight club, ήταν όταν τα παιδιά είχαν πρωτοπάει στον σπορ fm. Δεν την ήξερα την εκπομπή, τυχαία ένα βράδυ τους άκουσα και με κέρδισαν αμέσως, καθώς συζητούσαν για τον Ντέκο της Πόρτο και ανέλυαν το μονόφρυδο του. Άρχισα να ακούω συστηματικά, απλά γιατί κάθε μέρα ανακάλυπτα πως ο τρόπος που μιλούσαν, τα θέματα που επέλεγαν, οι αυθόρμητες ατάκες, το χιούμορ τους, η όλη τους προσέγγιση απέναντι στο ελληνικό και ξένο ποδόσφαιρο, όλα τους με λίγα λόγια, ήταν ιδανικά για τα γούστα μου. Αυθεντικό γέλιο χωρίς στημένες κρυάδες, σάτυρα απέναντι σε κάθε τι τετριμμένο και χιλιοειπωμένο, απόδοση τιμών σε πολλούς αδικαίωτους και ξεχασμένους αθλητές και όχι μόνο, νοσταλγία από τα 80's, από τον στρατό, τη γιουροβίζιον, απίστευτα ευρηματικά μηνύματα από ακροατές που είναι στο ίδιο μηκος κύματος, ένα σωρό απολαυστικές στιγμές και ενότητες.
Μίσκιν
***
Και φτάνει το 2016. Και ανακοινώνεται ένα επετειακό reunion για τα είκοσι χρόνια του ΣΠΟΡ FM. Έλα ίντερνετ, πέσε. Και έπεσε. Ο παροξυσμός την μέρα της ανακοίνωσης δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που επακολούθησε την ήμερα που μπήκαν ξανά στο studio και ακούστηκε το guitar του Πίτερ Νάλιτς.
ON Βαϊμάκης: «Στο reunion καταλάβαμε ότι ακόμα υπάρχει κόσμος φανατικός που περίμενε να γυρίσουμε. Έπαθα πλάκα, δεν το περίμενα. Μάλιστα την πρώτη ώρα την πρώτη μέρα ήμασταν λίγο αμήχανοι με όλο αυτό που συνέβαινε. Εμένα με έκανε να νιώθω αμήχανα. Έμπαινε στο studio κόσμος για να φωτογραφηθεί, να ζητήσει αυτόγραφα. Δημοσιογράφος είμαι, όχι rockstar».
Μετά από αυτό, η οριστική επιστροφή ήταν πλέον μια επιλογή που είχε πέσει για τα καλά στο τραπέζι. Τρία χρόνια δεν τα λες και λίγα, όμως όταν επανήλθαν το Σεπτέμβρη σε καθημερινή βάση ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα.
ON Τσαούσης: «Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η εκπομπή έχει μια υπόγεια και αθέατη δομή, με εμένα στο ρόλο του «δεκαριού» και τον Κώστα στο ρόλο του «παστελωτή». Αυτό δεν αλλάζει. Μετά ακολουθεί ένα οργανωμένο χάος».
***
Η φωνή του φαϊτκλαμπικού φόρουμ #5: Πλησιάζει (για μένα) δεκαετία και το καθημερινό ραδιοταξίδι στην απροσχημάτιστη θυμηδία και την ανυποχώρητη γραφικότητα συνεχίζεται. Κάποια ζώα δεν πίστευαν ότι το Voyager θα φύγει απ' τον Γαλαξία μας, τώρα που επανήλθε το Fight Club στ' αφτιά και τις καρδιές μας θα στείλουν τρίλημμα, ευτυχώς, και τα ζώα. Ήμουνα νιος και γέρασα, Κώστα δε σε ξεπέρασα. Πες το Στοίχημα ρε Γιάννη, η ψυχούλα μας να γιάνει. Μια υπερβατική εμπειρία, μια ωδή στην καθημερινότητα, μια σπουδή στη σημειολογία, μια σπονδή στη μέθεξη. O ιδρώτας στη φανέλα σημαίνει εξίσου πολλά με τη ραφή της, αυτό μου λες τώρα; Μχ, μχ, μχ. Αυτό ήταν, είναι και θα είναι το Fight Club.
CEO LFΙ
***
Τα τρία χρόνια όμως δεν παύουν να είναι τρία χρόνια.
ΟΝ Τσαούσης: «Προσωπικά, πιστεύω ότι η εκπομπή βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση όχι ως προς τη θεματολογία ή το ύφος, αλλά ως προς τους ήρωες της. Ο Ζουέλα, ο Παβιό ο Ντάνι, αυτοί οι μικροί θεούληδες, αναφέρονται μεν, όμως πλέον έχουν έρθει και νέοι στο προσκήνιο».
Δεν μπορεί κανείς να το περιγράψει εύκολα, αλλά είναι παράξενο να ξέρεις ότι η δική σου παρουσία βρίσκεται σταθερά στο φόντο των ζωών πολλών άλλων ανθρώπων. Η δική σου συνεχής, καθημερινή παρουσία να συνδέεται με ορόσημα στις ζωές των ακροατών.
ON Τσαούσης: «Αν και ήμουν εγώ αυτός που προξένησε την προσωρινή, όπως αποδείχθηκε παύση της εκπομπής, δεν αποκόπηκα ποτέ από το Fight Club. Και δεν γίνεται να αποκοπώ. Ο,τι και να κάνουμε, ό,τι και αν έχουμε κάνει στο παρελθόν, πράγματα που τα θεωρούμε όμορφα ή λιγότερα όμορφα, η δημόσια εικόνα μας είναι το Fight Club -και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Το Fight Club από εκείνη την Τρίτη του 2001 μέχρι και σήμερα δεν προσποιήθηκε ποτέ κάτι που δεν είναι. Ωριμάζει και ανανεώνεται μαζί με τους ακροατές της και ταξιδεύει στον αέρα σαν το πούπουλο στην τελευταία σκηνή του «Forrest Gump».
Τα παραπάνω δεν τα λέω εγώ. Το λέει ο Πρύτανης του έρωτα και η άλλη η μουχρίτσα εκεί δίπλα.