The Mask: Πώς ένα κόμικ τρόμου μετατράπηκε σε cult ταινία των 90's
Θυμόμαστε την ταινία που καθόρισε τη δεκαετία του 90 και ανέδειξε τον Jim Carrey και την Cameron Diaz.
Θυμόμαστε την ταινία που καθόρισε τη δεκαετία του 90 και ανέδειξε τον Jim Carrey και την Cameron Diaz.
Επιμέλεια: Χρήστος Κάβουρας
Η δεκαετία των 90’s είχε μια δικιά της ομορφιά όσον αφορά τα φιλμ που μας προσέφερε. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια ήρθαν τα πάνω-κάτω σε επίπεδο διασκέδασης, καθώς ξεπήδησαν ταινίες που άφησαν εποχή διαμορφώνοντας λίγο-πολύ τα σημερινά δεδομένα της μεγάλης οθόνης. Είναι φιλμ όπως το «The Rock», το «Space Jam», το «Batman Returns», το «Heat», το «Braveheart», το «Pulp Fiction» ή το «The Matrix» που μας έδωσαν κάτι που μέχρι τότε αδυνατούσαμε να φανταστούμε. Κάπου ανάμεσα στα προαναφερθέντα έργα –και σε πολλά ακόμα που παραλείψαμε- υπάρχει η ταινία-σταθμός, που όσα χρόνια και αν περάσουν δεν χορταίνεις να τη βλέπεις.
Ένα φιλμ που σύστησε (και ανέδειξε) νέα πρόσωπα στον κινηματογράφο, που βασίστηκε σε έναν αντι-ήρωα ενός κόμικ και τον παρουσίασε με δικό του τρόπο, καταφέρνοντας κυρίως να παντρέψει το χιούμορ με τον διασκεδαστικό τόνο σε μια υπερ-ηρωική παραγωγή. Δεν λένε άλλωστε ότι το χιούμορ είναι μια αγωνία κρυμμένη πίσω από μια χαρούμενη μάσκα;
Αυτό ακριβώς ήταν το 1994 η ταινία «The Mask» του σκηνοθέτη Chuck Russell.
Από τη στιγμή που ο Stanley Ipkiss του Jim Carrey φοράει τη μάσκα, μετατρέπεται από απλός τραπεζίτης που αντιμετωπίζει τη ζωή με φόβο και τρέμουλο, σε υπεράνθρωπο ον με πράσινο πρόσωπο έχοντας μεγάλη διάθεση σκανταλιάς, ασταμάτητη επιθυμία για χιούμορ και εμπνεύσεις βγαλμένες από γκάφες καρτούν. Κάθε πράξη του βέβαια κρύβει και μια σκοτεινή οπτική. Την πραγματοποίηση των πλέον κρυφών επιθυμιών και τη διάθεση να εκδικηθεί όσους τον αδικούν.
Μια διασκεδαστική φιγούρα που τον χαίρεσαι κάθε ώρα και στιγμή, με το απρόβλεπτο να κρύβεται πίσω από την κάθε του κίνηση. Ένα αουτσάιντερ που ουρανοκατέβατα του έρχεται μια δύναμη στα χέρια και τον χαίρεσαι βλέποντάς τον να την αξιοποιεί δίχως μέτρο αλλά χωρίς τεράστιες ακρότητες. Σχεδόν για να είμαστε ειλικρινείς.
Το 1994 η εταιρία παραγωγής ταινιών «New Line Cinema» - Lord of the Rings, Austin Powers, Rush Hour, Shazam! μεταξύ των φιλμ της- αναζητούσε ένα νέο horror franchise και ο κεντρικός χαρακτήρας από το κόμικ της Dark Hose Comics, με τίτλο «The Mask» έμοιαζε ιδανικός προς αυτή την πορεία.
Στη σειρά των κόμικ, ο κεντρικός ήρωας δεν είναι ένα άτομο, αλλά η δύναμη που κρύβεται μέσα στη μάσκα με τις υπερ-δυνάμεις. Όποιος την έχει στην κατοχή του και τη φοράει μετατρέπεται στον αντι-ήρωα με όνομα Big Head, εμφανισιακά ακριβώς όπως στην ταινία αλλά με μεγαλύτερο κεφάλι και κυρίως με πιο εγκληματικές διαθέσεις. Ανάλογα με την ιδεολογία σου ως άτομο, η Μάσκα παίρνει τον έλεγχο του ατόμου σου και σε καθοδηγεί η ίδια προσπαθώντας να γεμίσει τη ζωή σου με σκοτεινές εμπειρίες, αφού σου προσφέρει απλόχερα την ευκαιρία να εκδικηθείς ή γενικότερα γίνεις ο άρχοντας της καθημερινότητας στην οποία ζεις επιβαρύνοντας όμως το ποινικό σου μητρώο.
Στη New Line Cinema πίστευαν πως ο συγκεκριμένος «ήρωας» θα της έφερνε πολλά εκατομμύρια και αμέσως στράφηκε στον Chuck Russell ο οποίος έχοντας σκηνοθετήσει το cult θρίλερ «The Blob» έμοιαζε ο ιδανικός άνθρωπος προς αυτή την κατεύθυνση. Παρόλα αυτά βλέποντας τον βίαιο χαρακτήρα του Big Head και των εικόνων που έπρεπε να προβάλει σε μια εποχή που ακόμα ο κόσμος δεν ήταν τόσο έτοιμος να τα αποδεχτεί, ο Russell παρέα με τον σεναριογράφο Mike Werb, αποφάσισαν να αλλάξουν εντελώς τη ρότα και το ύφος του, μετατρέποντάς το horror film σε περιπέτεια με κωμική και λίγο ρομαντική διάθεση.
Μπορεί η παραγωγή να περίμενε κάτι πιο σκοτεινό και βίαιο, αλλά το σενάριο έπεισε ότι άξιζε αυτή η αλλαγή.
Ακόμα και για ταινία που έχουν περάσει τόσα χρόνια, παραμένει εν έτει 2020 πραγματικά χορταστική. Σε μια εποχή που τα εφέ δεν ήταν τόσο σύνηθες φαινόμενο, ένας μασκαράς που έκανε μαγικά, άνοιγε το στόμα του λες και ήταν ο κακός λύκος πριν καταβροχθίσει τα γουρουνάκια κάνοντας παράλληλα όλες εκείνες τις κωμικές κινήσεις για να σε κολλήσει στην οθόνη αναδεικνύεται σε κεντρικό πρόσωπο του 1994.
Οι γκριμάτσες και ιδιαίτερες κινήσεις αφήνουν εποχή και ο Jim Carrey έχοντας παραδώσει την ίδια χρονιά τον Ace Ventura, ουσιαστικά προσυπογράφει την υπεροχή του στο κωμικό (και όχι μόνο) στυλ του Hollywood. Δεν χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως ήρωα, ούτε φέρεται σαν να είναι, αλλά σίγουρα δεν θυμίζει τον εγκληματία στο κόμικ.
Πέραν των ειδικών εφέ και την ανάδειξη του Carrey, ο Russell έκανε μία ακόμα σπουδαία ανακάλυψη.
Δεν ξέρω αν την προσέλαβε επειδή πίστευε στο ταλέντο (ξέρω γελάς και λογικό είναι) ή αν μαγεύτηκε από την ομορφιά της, αλλά με τον τρόπο που σύστησε στο κοινό την Cameron Diaz σίγουρα έφερε πολύ κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Όντας ένα μοντέλο χωρίς καμία υποκριτική εμπειρία, η Diaz ανέβηκε στο πλατό και δεν κατέβηκε ποτέ ξανά από αυτό. Η λάμψη της είναι εμφανής το εκτυφλωτικό ξανθό μαλλί και το κορμί είναι το καλύτερο ματσάρισμα πλάι στον πρασινοφόρο με τις μαγικές δυνάμεις. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά δεν χρειαζόταν να κάνει και κάτι παραπάνω. Ήταν σκέτη οπτασία.
Η «Μάσκα» μπορεί να μην συγκαταλέγεται ποτέ στις κορυφαίες υπερ-ηρωικές ταινίες αλλά το αντίκτυπό της έβαλε τις βάσεις για πολλές που ακολούθησαν. Ένα φιλμ που έφερε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή των 90’s, που ενδέχεται να έχει και συνέχεια μέσα στα επόμενα χρόνια (δεν λαμβάνουμε ως σίκουελ το τερατούργημα του 2005 «Son of the Mask»).
«Δεν με ενδιαφέρει απλώς να παίξω, θέλω να έχει νόημα. Θα εξαρτηθεί πολύ από το όραμα του σκηνοθέτη», είπε ο Jim Carrey για ενδεχόμενη εμπλοκή σε κάποια εκ των δύο (;) σίκουελ που ενδέχεται να κυκλοφορήσουν.