Yul Brynner: Ένας εξόριστος που στέφθηκε Βασιλιάς
Εκείνος που πέρασε τον Ατλαντικό για να δώσει στο Hollywood το δικό του αυθεντικό στυλ.
Εκείνος που πέρασε τον Ατλαντικό για να δώσει στο Hollywood το δικό του αυθεντικό στυλ.
Κείμενο: Χρήστος Κάβουρας
Αν ισχύει αυτό που λένε ότι «το θράσος γέννησε βασιλιάδες», τότε ήταν γραφτό για τον Yul Brynner να γίνει ο διασημότερος αυτοκράτορας στο σανίδι του Broadway. Παρατηρώντας και μόνο το παρουσιαστικό, τις εκφράσεις του προσώπου, την ηρεμία και τη στόφα της φωνής του, είσαι βέβαιος ότι διαθέτει κάτι βασιλικό στο αίμα του. Ή έστω αυτό το θράσος που λέει και η παροιμία. Μία ματιά βέβαια στο παρελθόν, στις δοκιμασίες, την περιπλάνηση και την μετέπειτα σφραγίδα που άφησε στον κόσμο με την υποκριτική του ικανότητα, το βαρύ αντρικό στυλ και την περίφημη φαλάκρα που άνοιξε το δρόμο για πολλούς Statham της σύγχρονης εποχής συνθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός πραγματικά ξεχωριστού ανθρώπου.
Εκείνος θεωρούσε τον εαυτό του θεατρικό ηθοποιό, ο περισσότερος κόσμος ωστόσο ακόμα και σήμερα τον θαυμάζει -πέρα από τον ρόλο-συνώνυμο της καριέρας του, τον Βασιλιά του Σιάμ, Mongkut από το «Ο Βασιλιάς και Εγώ»- για την εμφάνιση του ως αντίπαλο δέος του Charlton Heston στο «The Ten Commandments», ύστερα ως δολοφονικό ρομπότ στο αυθεντικό «Westworld» του 1973 και κυρίως ως Chris Adams στο «Magnificent Seven» του John Sturges, μια ερμηνεία που επισκίασε ακόμα και τον λαμπερό συμπρωταγωνιστή του, Steve McQueen.
Ο Brynner λοιπόν, (Yuliy Borisovich Briner όπως είναι το πλήρες όνομά του) δεν ήταν μια συνηθισμένη φιγούρα στο Hollywood και αυτό μπορεί κανείς να το συνειδητοποιήσει από το προβληματισμένο και πάντα μυστήριο ύφος του. Μια ματιά που κουβαλούσε μια μεγάλη και πικρή ιστορία, ένα βλέμμα ωστόσο που τον έκανε να διαφέρει από τους υπόλοιπους. Άλλωστε αν υπάρχει ένα προσωνύμιο που τον χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα αυτό είναι το «εμιγκρές» το οποίο σημαίνει εκπατριωτισμένος ή πολιτικός φυγάς.
Μέχρι να γίνει ο «Βασιλιάς Mongkut» χρειάστηκε να ξενιτευτεί από μικρός από τη γενέτειρά του Ρωσία και να μετακομίσει στη Γαλλία μαζί με τη μητέρα του και από εκεί να δίνει παραστάσεις ως ακροβάτης στο τσίρκο, ενώ ταυτόχρονα να ερμηνεύει τσιγγάνικα τραγούδια παίζοντας κιθάρα. Πλέον δεν ήταν ένας ξένος, μιλούσε γαλλικά σαν να μεγάλωσε στο Παρίσι και σύντομα ανέλαβε χρέη πολεμικού ανταποκριτή στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχοντας μάλιστα στενές επαφές με στελέχη του αμερικανικού στρατού. Οι καλές του αυτές σχέσεις με τα συγκεκριμένα άτομα ήταν και αυτές που τον οδήγησαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο μικρός Yuliy ήταν έτοιμος να αλλάξει πλέον ρότα, να κάνει μια νέα αρχή και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει με βάση την αγάπη του για τις τέχνες. Μόνο που αντί να ακολουθήσει κάποιο μουσικό όργανο εκείνος επικεντρώνεται στην υποκριτική και σύντομα γίνεται μέλος περιοδεύοντος θιάσου καθώς το όνομά του διαδίδεται σε ολόκληρες τις ΗΠΑ. Ο Yuliy έχει μετονομαστεί πλέον σε Yul και θεωρείται από τα ανερχόμενα αρσενικά της showbiz. Δεν έχει το πρόσωπο ενός συνηθισμένου Αμερικανού, αλλά το σκληρό στυλ ενός μιγά που δεν διστάζει να κάνει τολμηρές για εκείνον δράσεις, όπως η γυμνή φωτογράφιση που για εκείνη την εποχή έμοιαζε ανήκουστη.
Η φήμη του εξαπλώνεται, το Broadway έχει κάνει χώρο στο σανίδι για να τον υποδεχτεί, το ίδιο συμβαίνει και με τον κινηματογράφο. Η ζήτηση προς το άτομό του είναι μεγάλη, γυναίκες κάνουν ουρές για να τον παρακολουθήσουν -και ακόμα πιο πολλές τον «χαίρονται»- ενώ σύντομα έρχεται ο ρόλος που τον έκανε φίρμα στα πέρατα της γης.
Από το 1951 ένα μιούζικαλ ανεβαίνει στο Broadway και κανείς δεν περιμένει την απίστευτη επιτυχία του. Στην Ελλάδα θα το παρομοιάζαμε με την τηλεοπτική «Λάμψη» του Νίκου Φώσκολου λόγω όγκου επεισοδίων καθώς σημείωσε συνολικά 7904 παραστάσεις μέχρι και το 1985 με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το έργο ονομάζεται «Ο Βασιλιάς και Εγώ» και ο κόσμος συρρέει στο διάσημο θέατρο της Νέας Υόρκης προκειμένου να δει τον «γλόμπο» Βασιλιά Mongkut του Brynner ο οποίος του απέφερε βραβείο Tony και διθυραμβικές κριτικές. Όσοι πάλι δεν πρόλαβαν να τον απολαύσουν στο σανίδι, τον είδαν στους κινηματογράφους, καθώς το 1956 η παράσταση πέρασε στις κινηματογραφικές αίθουσες όπου είχε εξίσου μεγάλη επιτυχία. Πολλά βραβεία ακόμα προστέθηκαν στη συλλογή του, με πιο σημαντικό το Όσκαρ Α’ Αντρικού Ρόλου.
Δεν είναι πλέον ένας απλός ηθοποιός, είναι μια κατηγορία μόνος του. Ένα ξεχωριστό στυλ που δεν εγκλωβιζόταν αποκλειστικά και μόνο στο αυταρχικό και εσωτερικά γλυκανάλατο μοτίβο του Βασιλιά του Σιάμ και σύντομα η αφεντιά του μέτρησε και άλλες σημαντικές ερμηνείες από ανάλογες παραγωγές. Ως Ραμσής στο «The Ten Commandments» ήταν ίσως καλύτερος και από τον Μωυσή του Charlton Heston, αλλά για το αντρικό κοινό, Yul Brynner σημαίνει Άγρια Δύση και πιστολέρος. Σημαίνει η κορυφή των Επτά Υπέροχων, ο καουμπόι Chris Adams. Σε ένα σύνολο πολλών σκληρόπετσων μεταξύ των οποίων οι Steve McQueen και Charles Bronson, ο Brynner ξεχωρίζει και αναδεικνύεται στο απόλυτο πρόσωπο του franchise που μέτρησε ακόμα δύο ταινίες.
Αν ζούσε σήμερα θα είχε άνετα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους, καθώς εκτός από action figure είχε και τη φήμη του γόη. Ο Yul πίσω από το πρόσωπο του σκληρού έκρυβε μια παθιασμένη ψυχή που δεν μπορούσε να εγκλωβιστεί, με το ερωτικό του ταπεραμέντο να τον οδηγεί στις πιο διάσημες κρεβατοκάμαρες της showbiz, μεταξύ των οποίων εκείνες των Joan Crawford, Judy Garland και Ingrid Bergman.
Όχι και άσχημα για έναν τύπο που θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει στα δεσμά του εμιγκρέ, δίχως ποτέ να περάσει τον Ατλαντικό και να αναδείξει το ταλέντο και τη σκληράδα που τον χαρακτήριζαν. Στον ευρύτερο κόσμο μπορεί να έχει μείνει για τις ερμηνείες του στο σανίδι και την οθόνη, για το ανδρικό κοινό ωστόσο είναι ένα εναλλακτικό είδωλο που ακολούθησε τον δικό του δρόμο και στυλ. Όταν όλοι ίσιωναν το μαλλί για να είναι στην πένα και άλλοι παράγγελναν περούκες διακρίνοντας πιθανή αραίωση, εκείνος στεκόταν περήφανος δίχως μία τρίχα στο κεφάλι, μένοντας αναλλοίωτος σε ό,τι και αν έκανε. Όπως γνώριζε το 1985 ότι σύντομα θα πέθαινε από καρκίνο του πνεύμονα, εκείνος έδωσε αποχαιρετιστήρια αναβίωση του «Ο βασιλιάς και Εγώ» για τους επόμενους 7 μήνες. Έλεγε το «αντίο» που ήθελε, με τον τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε.
Δεν ήταν τυχαίος ο Yul Brynner. Ήταν αυτό που θέλουν όλοι οι άνδρες να βλέπουν κοιτάζοντας κάποιον, ακόμα και αν δεν είναι το στυλ τους. Ήταν αληθινός.