Τελευταίες ανάσες
Ένας συντάκτης έχασε τον πατέρα του και δεν διστάζει να γράψει για τις τελευταίες στιγμές μαζί του.
Ένας συντάκτης έχασε τον πατέρα του και δεν διστάζει να γράψει για τις τελευταίες στιγμές μαζί του.
Από τον Κώστα Χρήστου
Η ιδέα της αντίληψης του θανάτου, μάλλον είναι πολύ χειρότερη από τον ίδιο τον θάνατο. Αν τις τελευταίες της ζωής του ένας άνθρωπος βρίσκεται στην διαύγεια να αναγνωρίσει την έναρξη του τελευταίου ταξιδιού, σίγουρα θα είναι ένα από τα πιο τρομαχτικά συναισθήματα στο σύμπαν. Αν όχι το πιο τρομακτικό. Είναι η ουσιαστική αφετηρία του αναπόφευκτου, η άνευ όρων επαφή με το Άγνωστο, η στιγμή που γονάτισε φιλοσόφους και διανοητές, επιστήμονες και βασιλιάδες. Όλοι ίσοι απέναντι στο τελευταίο ταξίδι.
Δεν ξέρω τι σκεφτόταν, δεν ξέρω καν αν μπορούσε να σκεφτεί. Ξέρω όμως ότι, περιέργως, εκείνο το πρωινό αν και ηλιόλουστο ήταν ένα από τα πιο σκοτεινά που έχω αντικρίσει μέχρι σήμερα. Κάπου στις 10 τα ξημερώματα αντιλήφθηκα πως ο χρόνος μπορεί να μεταλλαχθεί από την ανικανότητα της αντίληψής του. Αυτό το περίεργο συναίσθημα ότι όλα κυλούν πιο αργά ή ότι δεν γνωρίζεις ακριβώς τι γίνεται τριγύρω. Τους τελευταίους δύο μήνες απέφευγα το δωμάτιό του. Ήταν λες και μία ανησυχία μέσα μου με έτρωγε ολοένα και περισσότερο κάθε φορά που κοιτούσα εκείνο το κρεβάτι, εκείνον τον άνθρωπο, τον περήφανο άνθρωπο, τον πατέρα μου. Κουρασμένο από την κακουχία της αρρώστιας, σε μία πλάνη που τον κορόιδευε κατάμουτρα λόγω των ισχαιμικών του με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει πολλές φορές που βρίσκεται, ποιος είναι, ποιοι είμαστε εμείς. Δεν αναγνώριζε τα βιβλία του στην απέναντι βιβλιοθήκη, το δωμάτιο του, αλλά το χειρότερο ήταν πως δεν αναγνώριζε εμένα. Μου έδινε την αίσθηση πως ήμουν ένα πρόσωπο που πέρασε απλά για λίγο από το διάβα του, ένας άγνωστος σε ένα καφέ που επειδή τίναξε απότομα την εφημερίδα κατάφερε να κερδίσει την προσοχή του για δευτερόλεπτα. Ακούγεται ακραίο αλλά έτσι με κοιτούσε. Σαν να του θύμιζα κάτι από ένα παλιό όνειρο και προσπαθούσε να του συνθέσει αρχή, μέση και τέλος. Δεν τα κατάφερνε αλλά δεν με έδιωχνε, ούτε μου μιλούσε άσχημα. Ίσως επειδή το πρόσωπό μου του έβγαζε κάτι συμπαθητικό. Ίσως επειδή ήταν πάντα ένας υπέροχος, ευγενικός τύπος. Έτσι τον θυμάμαι, έτσι τον θυμόντουσαν όλοι.
Όμως τελικά, αν μέσα μου ένιωθα ότι κάποιος μου ξερίζωνε την καρδιά πριν την σφίξει και την βάλει πίσω στη θέση της κάθε φορά που δεν με αναγνώριζε, οι χειρότερες στιγμές δεν ήταν αυτές. Ήταν οι λιγοστές άλλες. Που μία μικρή διαύγεια, που κρατούσε συνήθως από μία έως δύο ώρες, του έδινε πίσω τα λογικά του και την αντίληψη της κατάστασής του. Που νόμιζε ότι τρελαίνεται γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει τα παλαβά, απόκοσμα όνειρα που του δημιουργούσαν τα ισχαιμικά, τις παραισθήσεις και την αιώνια του ερώτηση εκείνους τους δύο τελευταίους μήνες. «Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ;». Δεν μπορώ καν να φανταστώ τι σημαίνει για έναν άνθρωπο που δεν έχει τίποτα πια να χάνει το τελευταίο του δικαίωμα στην ανάπαυλα, στην ξεκούραση. Σε έναν ύπνο απλά. Εκεί όμως κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγει. Εκεί αναγνωρίζεις πως δεν μπορείς να συνοδεύσεις γιατί δεν θα το ήθελε ούτε ο ίδιος. Έσπασα και εγώ. Νευρίασα. Του φώναξα, τον αποπήρα. Μία αρρώστια, ένας εγκλεισμός, μία πανδημία, ένας φόβος για όσους έμεναν πίσω. «Εκείνος φεύγει, αλλά η μάνα μου θα αντέξει;». Μικρές σκέψεις που σε κατέκλυζαν από τα νύχια των ποδιών μέχρι τον τελευταίο πόρο τρίχας στην κορυφή της κεφαλής και παρακαλούσες να γίνει κάτι για να ανατιναχτεί το κεφάλι σου. Μέσα μου ήθελα να πεθάνει για να ξεκουραστεί. Αλλά πως αφήνεις κάτι να φύγει όταν όλα όσα ξέρεις μέχρι σήμερα για την αγάπη, βασίζονται μόνο σε έναν άνθρωπο;
Είναι αυτή η σκέψη που κάνω αυτές τις ημέρες που ουρλιάζω σαν λαβωμένο ζώο, που σπάω πράγματα και πίνω, που αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνω για να μπορέσω να βρω λίγη γαλήνη. Αλλά μένει αυτή η σκέψη. Αυτός ο ρόγχος, ο προθανάτιος, αυτός ο σιχαμένος και αποκρουστικός ήχος που ξεκινάει να παίρνει μακριά σου τον άνθρωπο σου και που αυξάνει τα ντεσιμπέλ σε τέτοιο βαθμό που νομίζεις ότι κουφαίνεσαι. Ακόμη και αν τον ακούς σιγά, τόσο σιγά, που είναι διακριτικός και σκέφτεσαι ότι ίσως είναι τελικά ευτύχημα που φεύγει τόσο ήρεμα. Το στόμα ξεκινάει να βγάζει σάλια. Τα σκουπίζω. Αξιοπρέπεια ακόμη και μπροστά στον Θάνατο. Αυτόν μπορεί να τον πάρει, αλλά την αξιοπρέπεια του ποτέ. Θα σκότωνα έναν ολόκληρο πλανήτη για να κρατήσει την αξιοπρέπεια του. Όχι επειδή είναι δικαίωμά του, αλλά επειδή την έχει κερδίσει με κάθε τρόπο που ξέρω. Φεύγω για δευτερόλεπτα από το δωμάτιο για να μιλήσω με έναν γιατρό. Ένα ξαφνικό αεράκι φυσάει τις κουρτίνες, ήχοι από πουλιά που πετάνε κοντά στα δέντρα. Γιατί είναι άνοιξη. Κάθομαι δίπλα στο κρεβάτι και η ανάσα σταματάει αργά σαν καράβι ανεμοδαρμένο που κουράστηκε. Και αυτός ο άνθρωπος έχει ήδη τραβήξει πολύ κουπί.
Τσεκάρω τον σφυγμό. Χαϊδεύω το κεφάλι του και το φιλάω. Και μετά απλά στέκομαι εκεί. Δύο ολόκληρα λεπτά που κράτησαν αιώνες, για εκατομμύρια σκέψεις, για υπέροχες και άσχημες στιγμές, για άλλα τόσα διδάγματα. Αλλά τελείωσε. Ήταν σαν να κατάφερε επιτέλους να κοιμηθεί και άξαφνα, άρχισα να αναρωτιέμαι αν μέσα στην θλίψη ίσως να πρέπει να νιώθω κάπως τυχερός για το τέλος της ταλαιπωρίας του πατέρα μου. Φώτισε το δωμάτιο. Περνούν οι ακτίνες μέσα από μία μικρή γωνίτσα που δεν έχει καλύψει καλά η κουρτίνα και πέφτει όλο πάνω μου. Σαν να έπρεπε να βγω σε μία κεντρική σκηνή να πω κάτι, σαν να είμαι το σώου της ημέρας, της πιο γαμημένης ημέρας που έχω ζήσει στη ζωή μου. Χωρίς κοινό, χωρίς κριτικούς και με έναν άνθρωπο που δεν βρίσκεται πια εδώ. Και η μόνη δήλωση που μου βγαίνει να κάνω, είναι μόνο για τον εαυτό μου.
«Είμαι μόνος».