Ο αλκοολικός
Ένα διήγημα του Ratpack προς τιμήν του Charles Bukowski.
Ένα διήγημα του Ratpack προς τιμήν του Charles Bukowski.
Γράφει ο Κώστας Χρήστου
Υπάρχει μία φαγωμάρα μέσα στην ψυχή μου, που την αιμορραγεί κάθε πρωί που ξυπνάω. Την ένιωθα εκείνες τις πρώτες μέρες που το διαζύγιο είχε βγει και εκείνη ερχόταν κάποιες μέρες για να παίρνει τα πράγματα της. Δεν είχε αυτοκίνητο και δεν είχε λεφτά για μεταφορική. Όταν προθυμοποιήθηκα να της δώσω, μου απάντησε πως θα προτιμούσε να σέρνεται στην άσφαλτο για όλη της την ζωή παρά να δεχτεί την παραμικρή βοήθεια από μένα. Και δεν έχει άδικο. Δεν υπήρξα καλός σύζυγος και δεν υπήρξα καλός πατέρας. Και αν το πρώτο ήταν κάτι με το οποίο κατάφερε, με κάποιο τρόπο μέσα στα χρόνια να συμβιβαστεί, το δεύτερο δεν μπορούσε να το δεχτεί με κανένα λόγο. Νομίζω πως μέσα στο χρονικό διάστημα που μεγάλωνε το παιδί μας, αποδέχτηκε μέσα της πως δεν μπορούσα καν να μεγαλώσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Πώς θα το έκανα με έναν δεκατριάχρονο;
Δεν ξέρω τι πήγαινε στραβά με μένα. Ακόμα δεν το έχω βρει. Ήμουν ανήσυχος μια ζωή. Δούλευα σαν σκυλί και θεώρησα πως η οικογένεια σε ακολουθάει ό,τι και αν συμβαίνει. Έκανα λάθος. Έπρεπε να ακολουθώ εγώ την οικογένεια ώστε να με εμπνέει στη ζωή μου για να γίνομαι καλύτερος. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που δεν ήξερα. Όταν την παντρεύτηκα είπα μέσα μου πως αυτό είναι μία απόδειξη πως μπορώ να κάνω κάτι ορθό στη ζωή μου. Να φτιάξω μία οικογένεια παρά να τριγυρνάω με χωρισμένες ή προβληματικές γκόμενες που επειδή δεν ήξεραν ποτέ τι ήθελαν στην ζωή τους βρήκαν έναν σαν και αυτές για να δώσουν άφεση αμαρτιών στη γλίτσα που είχε μαζευτεί στα πόδια τους και ολοένα ανέβαινε. Όταν γεννήθηκε ο γιος μου, ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωσα ρεμάλι. Κρατούσα στα χέρια μου κάτι όμορφο και παρότι το αναγνώριζα, δεν με θεώρησα ποτέ ικανό να ευθύνομαι εγώ για μία τέτοια εικόνα. Έγινα το πόδι που μου έβαζε μονίμως τρικλοποδιά.
Ο γιος μου είναι σήμερα 13 ετών και δεν θέλει να με ξέρει. Δεν τον παρεξηγώ, ούτε εγώ στη θέση του θα ήθελα να με ξέρω. Ήμουν πάντα πολύ θυμωμένος για να τον ακούσω και χωρίς υπομονή για τις αθώες παιδικές του ερωτήσεις. «Γιατί δύει ο ήλιος;». «Γιατί ταξιδεύουν τα σύννεφα;». Ξεσπούσα για πράγματα σαν αυτά, τον έβριζα και τον έστελνα στη μάνα του. Σκατά, είμαι 45 ετών, είπα ότι δεν θα γίνω ποτέ σαν τον γέρο μου και τελικά έχω γίνει ίδιος. Χειρότερος. Σαν να μην μου αρκεί ο πάτος του βαρελιού και να σκάβω μόνος με τα νύχια μου για να φτάσω πιο κάτω. Και δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Δεν ήμουν πιωμένος, ούτε έπαιρνα ένα τόνο ψυχοφάρμακα. Τουλάχιστον αν έκανα το τελευταίο θα βρισκόμουν σε καταστολή και δεν θα ενοχλούσα κανέναν. Αλλά όχι. Ήμουν μονίμως θυμωμένος. Επειδή μου χρωστούσαν λεφτά. Επειδή δεν είχα τις απαραίτητες οικονομίες για να πάρω την τηλεόραση που ήθελα. Επειδή οι φίλοι μου έκαναν ταξίδια και εγώ προτιμούσα να τζογάρω στον ιππόδρομο. Ένα σωρό μαλακίες.
Εκείνη δεν την άγγιξα ωστόσο ποτέ. Την αγαπούσα. Ακόμα την αγαπώ. Απλά ήμουν πάντα πολύ δειλός για να της το πω και ποτέ δεν βρήκα τον τρόπο. Όμως δεν προσπάθησα κιόλας. Έλεγα στον εαυτό μου «γάμησε το, ποιος ασχολείται με αυτά, είμαστε παντρεμένοι». Οπότε έκανα όλα τα άλλα. Εκείνα που δεν έπρεπε να κάνω. Τις βρισιές. Τις εξυπνάδες. Την ειρωνεία για τα πράγματα που της άρεσαν και για εκείνα που δεν ήθελε να κάνει μαζί μου. Ακόμα και στο σεξ. Συμπεριφερόμουν μαζί της σαν να αυνανίζομαι και αυτό δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Δεν ξέρω να αγαπήσω και με πονάει σαν μόνιμο αγκάθι μέσα στα σωθικά, που κάθε πρωί που ξυπνάω είναι εκεί για να μου το θυμίζει. Μία μέρα απλά συνέβη. Το προηγούμενο βράδυ είχα ένα φοβερό ξέσπασμα. Ο κόσμος μπορεί να περίμενε αυτά που έβλεπε στις ταινίες. Με τις γυναίκες που κλειδώνονται στο μπάνιο και τους άντρες, μεθυσμένοι από το ποτό και οπλισμένοι με το πιο δολοφονικό ένστικτο, να κοπανούν τις πόρτες μέχρι να τις σπάσουν. Εγώ όμως ήμουν απλά περίγελος ακόμη και σε αυτό. Είχα πέσει στα γόνατα και έκλαιγα. Έκλαιγα όπως δεν έχω ξανακλάψει ποτέ στη ζωή μου. Ένιωθα και ένιωθε να αδειάζει η ψυχή μου και τα σωθικά μου να φέρνουν βόλτες σαν μεθυσμένο τρενάκι του λούνα παρκ. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, δεν μπορούσα να ηρεμήσω, δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Στεκόμουν απλά και περίμενα να δω πότε θα σταματήσω. Μάταια προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Με πήρε αγκαλιά, με έσφιξε. Πήγε να πάρει το μπουκάλι από το χέρι μου και όταν το έσφιξα, το άφησα μόνο όταν μου χάιδεψε το χέρι. Και πάλι όμως, μέσα στην δυστυχία που με είχε καταπιεί ολόκληρο, είχα εκείνη. Αλλά δεν το εκτίμησα ούτε αυτό. Το μόνο που ήξερα να κάνω καλά όταν εκείνη βρισκόταν κοντά μου, ήταν να ανοίγω άλλο ένα μπουκάλι.
Γύρισα από την δουλειά στο μικρό μας σπίτι στον Κεραμεικό και την είδα να έχει ανοίξει μία μεγάλη βαλίτσα και να την γεμίζει με διάφορα ρούχα. Γύρισε και με κοίταξε. Όχι όμως με μίσος ή απέχθεια. Με κοίταξε με πόνο και αυτό ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να κάνει. Αν υπήρχε έστω μία μικρή χαραμάδα ανθρωπιάς μέσα μου που ξέμεινε κατά λάθος από την γέννηση μου, έκλεισε για πάντα. Γιατί θα μπορούσα να δεχτώ όλο τον κόσμο να με μισεί εκτός από εκείνη. Την κοίταζα όπως ήταν υπέροχη, ακόμα και στεναχωρημένη, να ετοιμάζει την βαλίτσα της και συνειδητοποιούσα την πιο πικρή αλήθεια της γαμημένης μου ζωής, που μου είχε περάσει από το μυαλό από την πρώτη ημέρα που την γνώρισα. Ότι δεν ήμουν αρκετός. Και πάλι όμως δεν έκανα κάτι. Δεν βρήκα καν την δύναμη να σηκωθώ και να τρέξω κοντά της. Αυτό ήθελα να κάνω. Να σηκωθώ, να πάρω την βαλίτσα από το χέρι και να της πως «Άκουσε με, αυτός ο άνθρωπος δεν είμαι εγώ. Θα καθαρίσω. Θα το κάνω. Αλλά επειδή η ζωή μου παίρνει το ένα της και μοναδικό φως από σένα, επειδή θέλω να σε κάνω ευτυχισμένη γιατί σου αξίζει, μείνε. Μείνε και θα γίνω αυτός που είδες εκείνο το βράδυ στο Κουκάκι. Θα έρθω με μια εξυπνάδα, μπόλικη ανασφάλεια και μερικά κακά αστεία και θα προσπαθήσω να σε ξανακερδίσω». Θα είχε μείνει. Επειδή την ξέρω, θα είχε μείνει. Ήταν ό,τι καλύτερο μου είχε συμβεί. Αλλά δεν έκανα τίποτε από όλα αυτά. Ίσως τελικά αυτό που ήθελα, ήταν να πιω. Άνοιξε την πόρτα και πέρασε από μπροστά μου σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και μετά χάθηκε. Παίρνοντας μαζί της όποια γλυκιά ανάμνηση είχε απομείνει στο μυαλό μου που με βοηθούσε μέρα με τη μέρα να επιβιώσω. Τώρα, μακριά της, ήμουν πραγματικά χαμένος. Μέσα στη ζάλη άρπαξα ένα κομμάτι χαρτί και στυλό και ξεκίνησα. Όπως μπορούσα.
«Έχω ένα θηρίο μέσα μου που μεγαλώνει,
Σκοτεινό, πανίσχυρο και διψασμένο,
Και κάθε φορά που έβλεπα τις πόρτες να κλείνουν, δεν ήξερα πως ήμουν στο βυθό
Πνιγμένος ξανά μέσα σε ένα μπουκάλι να περιμένω το φως σου
Αυτό που φεύγει μακριά και πεθαίνω λίγο ακόμη μέρα με τη μέρα
Έχω ένα θηρίο μέσα μου που μεγαλώνει
Έφυγες και συνεχίζει να με καταβροχθίζει»
Ξεκίνησα να πίνω και στη δουλειά. Δεν ξέρω πως έγινε τακτικό, ξέρω όμως ότι δεν έκανα τίποτα για να το σταματήσω. Ξεκίνησε με δύο μπίρες στο διάλειμμα της βάρδιας μου. Πήγαινα σε ένα μικρό δωματιάκι που είχαμε για να χαλαρώνουμε και τις έβγαζα από μια τσάντα που κουβαλούσα μαζί με το φαγητό μου. Κατέληγα να αφήνω το φαγητό και να πίνω τις μπίρες. Στην αρχή το έκανα κρυφά. Δεν χρειαζόμουν άλλωστε και πάνω από δύο λεπτά για να τις κατεβάσω. Μετά όμως δεν με ενδιέφερε ποιος με κοίταζε. Ερχόντουσαν μέσα για να μου δώσουν την λίστα με τις παραλαβές της επόμενης ώρας και με έβλεπαν με τα κουτάκια στο χέρι. Στην αρχή ενδεχομένως να τους φάνηκε αστείο, όμορφα προκλητικό ή ακόμη και αναρχικό, αλλά σίγουρα δεν ήταν αστείο όταν τα δύο κουτάκια έγιναν τέσσερα. Κάποια στιγμή ο επόπτης της βάρδιας με ρώτησε αν γνωρίζω ότι βάση του κανονισμού είναι παράνομη η κατανάλωση ποτού στη δουλειά. Δεν είπα τίποτα, απλά ανασήκωσα τους ώμους. Δεν μιλούσα σχεδόν ποτέ. Όχι μόνο στη δουλειά. Μόνο όταν ήταν αναγκαίο. Πέταξα ένα ξερό «συγνώμη» που ακούστηκε με δυσκολία και σταμάτησα να φέρνω τις μπίρες στη δουλειά. Απέναντι από την αποθήκη υπήρχε ένα άδειο οικόπεδο που πάρκαραν τα φορτηγά που έφερναν τις προμήθειες. Η Λυκόβρυση άλλωστε είναι γεμάτη από τέτοια οικόπεδα.
Επειδή η είσοδος ήταν συνέχεια γεμάτη παλέτες με τρόφιμα και προσωπικό που πηγαινοερχόταν, τα φορτηγά πάρκαραν απέναντι, ξεφόρτωναν σε εκείνο το σημείο και στη συνέχεια περνούσαν απέναντι. Ήταν επιπλέον κόπος για εκείνους αλλά έκανε την δική μας την δουλειά πιο ανέμελη καθώς δεν χρειαζόταν να προσέχουμε όλη την ώρα για το αν έρχονται φορτηγά. Όταν σχολούσα και ήξερα πως δεν θα υπήρχε άλλη παραλαβή, έπαιρνα το αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο πάνω και πήγαινα στο συγκεκριμένο οικόπεδο. Εκεί έβγαζα την εξάδα με τις μπίρες από το πορτ-μπαγκάζ και έπινα. Δεν ξέρω ακριβώς τον λόγο που το έκανα εκεί. Ίσως ήταν αντίδραση. Ίσως ευελπιστούσα να με έβλεπε κάποιος από την δουλειά και να με κάρφωνε, ώστε να με απέλυαν και να πήγαινα στο διάολο μία και καλή. Πήγαινα και πάρκαρα στο τέλος του οικοπέδου, στα όρια της περίφραξης που υπήρχαν κάτι ωραία δέντρα. Πολλές φορές τα βράδια ερχόντουσαν ζευγαράκια για να βγάλουν τα μάτια τους μέσα στα αυτοκίνητα. Ήμουν ο μοναδικός που βρισκόταν εκεί από τις επτά το απόγευμα για να πιω. Δύο ή και τρεις εξάδες μπίρες. Αν είχα μαζί μου και κάποιο μπουκάλι μπέρμπον, τότε δεν πήγαινα καθόλου στο σπίτι. Κοιμόμουν στο αυτοκίνητο και ξυπνούσα με την χειρότερη διάθεση του κόσμου. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι κάθε φορά, στον πάτο ενός μπουκαλιού, άφηνα και ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου. Ένα μικρό, τιποτένιο κομμάτι σαν την ίδια μου την ψυχή, που με άφηνε σε κάθε γουλιά, σε κάθε πρωινό με χαλασμένο στομάχι που μισούσα τον εαυτό μου λίγο παραπάνω. Ήμουν αλκοολικός αλλά δεν περίμενα να γίνω καλά. Περίμενα να πεθάνω.
Ο πατέρας μου πέθανε από το ποτό. Μάλλον δηλαδή. Μπήκε μία μέρα σπίτι μεθυσμένος όπως ήταν πάντα και αφού βρίστηκε με τη μάνα μου και μου είπε ένα ξερό «γεια», έφαγε ό,τι βρήκε στο ψυγείο και έπεσε να κοιμηθεί. Δεν ήταν κακός ο πατέρας μου και την αγαπούσε τη μάνα μου. Ήταν απλά ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να κάνει καμία προσπάθεια για να βοηθήσει τον εαυτό του. Το μόνο που έκανε η μάνα μου ήταν να καπνίζει στον καναπέ. Κάπνιζε και έβηχε, έβηχε και κάπνιζε. Πάντα την έβρισκα στο σπίτι ξαπλωμένη στον καναπέ, με τα χάπια της αραδιασμένα σε ένα χαμηλό τραπεζάκι που είχε μπροστά της και με αναρίθμητα πακέτα τσιγάρα. Είχε ένα τεριέ που το φώναζα Τζάκσον. Ήταν το μοναδικό πράγμα που με έκανε να νιώθω όμορφα. Κάποια στιγμή που βρισκόμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι, είδα τον σκύλο να σηκώνει τα αυτιά του κοιτώντας προς το μέρος του δωματίου του πατέρα μου. Σηκώθηκα με αργά βήματα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο. Ήταν ανάσκελα, οι κόγχες των ματιών του είχαν διογκωθεί και προσπαθούσε να πάρω αναπνοή. Δεν έκανα τίποτα παρά έμεινα εκεί να τον κοιτάζω να προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή. Η μάνα μου με προσπέρασε, έκατσε δίπλα στο κρεβάτι και του κράτησε το χέρι. Δεν έκανε τίποτε άλλο. Έκατσε απλά δίπλα του και τον κοίταζε κρατώντας τον. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε σαν να ήθελε κάτι να της πει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δακρύσει. Εκείνη του χάιδεψε το μέτωπο μέχρι που το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στο πρόσωπο της. Δεν μίλησα. Πήγα πίσω στο κρεβάτι μου και πήρα τον Τζάκσον αγκαλιά. Χωρίς να ξέρω το γιατί αποκοιμήθηκα και όταν ξύπνησα ο πατέρας μου δεν βρισκόταν εκεί. Δεν με ξύπνησε ούτε ο ήχος του ασθενοφόρου, ούτε οι άνθρωποι που μπήκαν μέσα για να πάρουν τη σωρό του. Δεν τον είδα ποτέ να εγκαταλείπει το δωμάτιο νεκρός. Για μένα, ο πατέρας μου βγήκε έξω να αγοράσει ένα μπουκάλι ποτό. Και απλά ξέχασε να γυρίσει.
Κάποιες φορές πηγαίνω από το γήπεδο που ο μικρός κάνει τις προπονήσεις του. Παίζει δεξί εξτρέμ στην ομάδα του σχολείου. Ήταν καλός. Μπορούσε να τρέξει και μπορούσε να βγάλει σέντρες ακριβείας. Είχε πολύ δυνατό πόδι για την ηλικία του. Τόσο δυνατό που πολλές φορές που τον έβλεπα να κάνει σουτ, απορούσα πως δεν μου έχει δώσει καμιά κλωτσιά με όλες τις μαλακίες που έχω κάνει στη ζωή μου. Στην αρχή πήγαινα στις περισσότερες από τις προπονήσεις και σε όλα τα παιχνίδια. Κάποιαν στιγμή ήμουν απλά πολύ μεθυσμένος για να βρίσκομαι εκεί. Δεν έπρεπε να είμαι εκεί. Στον τελευταίο του αγώνα βρέθηκα πριν ενάμιση χρόνο. Βρισκόμουν εκεί με ένα μπουκάλι βότκα και δεν μου άρεσε καν η βότκα. Ήταν απλά άλλο ένα ξεχασμένο μπουκάλι που ούτε καν θυμάμαι πως βρέθηκε στο αμάξι μου. Άρχισα να φωνάζω χωρίς λόγο στις εξέδρες και μύριζα. Σε κάποια στιγμή κάποιος μου είπε να κάτσω κάτω και τον έβρισα. Σηκώθηκε και του πέταξα το μπουκάλι στα πόδια με ένα κομμάτι από τα γυαλιά να εκτοξεύεται και να βρίσκει μία γυναίκα στο μάγουλο. Πέσανε πάνω μου δύο-τρεις και ξεκίνησαν να με κοπανάνε. Δεν θυμάμαι πολλά από τις στιγμές εκείνες που βρισκόμουν στο έδαφος, αλλά κατάφερα να τον διακρίνω από μακριά να με κοιτάζει με μίσος. Ήταν το πιο δυνατό χτύπημα που δέχτηκα και έκανε τις κλωτσιές που προσγειωνόντουσαν στο κεφάλι μου να φαντάζουν με χάδια. Και μετά όλα έσβησαν. Δεν θυμάμαι τι συνέβη μετά, πώς με πήραν, ποιος ήταν αρκετά ευγενικός για να καλέσει ασθενοφόρο και να μην με αφήσει εκεί. Ξέρω μόνο ότι ρώτησα τον γιατρό όταν ξύπνησα για το αν είμαι ζωντανός και όταν μου το διαβεβαίωσε είπα «όχι ρε γαμώτο».
Το σπίτι είναι άδειο και άψυχο. Τα έπιπλα είναι εκεί, μαζί με τις φωτογραφίες και τις συσκευές και τους πίνακες. Με τα κουζινικά και τα μαξιλάρια και τις ντουλάπες. Είναι όμως μία ανάμνηση από αυτό που υπήρχε, ένα οπτικά ζωντανό παρελθόν που βρισκόταν εκεί για να σου θυμίζει τα λάθη σου και να σε τυραννάει σε μία Κόλαση που σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι η αληθινή ζωή. Κάποιες φορές, στα μεγάλα μου μεθύσια, είχα την εντύπωση ότι η ζωή που βιώνω δεν είναι καν αληθινή. Ότι είμαι απλά εγκλωβισμένος στον Τάρταρο της ελληνικής μυθολογίας, αλλά δεν πληρώνω τα λάθη του παρελθόντος όπως ο Ιξίωνας και ο Σίσυφος. Μου συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Κάνω απλά κι άλλα. Όλο και περισσότερα. Και βασανίζομαι για αυτά και όλα όσα θα έρθουν μετά. Είναι κάπου εκεί που πίνω στον καναπέ και ακούω βήματα από την σκάλα. Την φωνή της, που θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες, εκατομμύρια διαφορετικές. Θέλω να σηκωθώ αλλά νιώθω ένα πόνο στο στήθος με ένα μυρμήγκιασμα που ξεκινάει από τα χέρια και φτάνει μέχρι το κεφάλι. Θέλω να σηκωθώ, να τρέξω, να φωνάξω το όνομά της, αλλά δεν μπορώ. Κάπου ανάμεσα στους βρόγχους που βγάζω και στα δάκρυα που κυλούν, αρχίζει να θολώνει και μετά να σκοτεινιάζει. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τα κλειδιά να ανοίγουν την πόρτα.