Ο Javier Bardem είχε πάντα πολλά να πει
Τώρα, στα 52 του χρόνια, έχει έναν λόγο παραπάνω.
Τώρα, στα 52 του χρόνια, έχει έναν λόγο παραπάνω.
Από τη Μαρία Δεδούση
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι και ο Χαβιέ Μπαρδέμ, όπως η συνάδελφος και συμβία του, Πενέλοπε Κρουζ, αλλά και ο Αντόνιο Μπαντέρας, χρωστάει την καριέρα του στον Πέδρο Αλμοδοβάρ. Ισχύει εν μέρει. Σε ένα -πολύ μεγάλο- άλλο μέρος, είναι μια πολύ πιθανή αλήθεια ότι ο Μπαρδέμ θα έκανε καριέρα ούτως ή άλλως. Όταν τον βλέπεις ή τον ακούς, είναι ίσως η μόνη σκέψη αυτή: Είναι η ενσάρκωση του κλισέ “γεννημένος σταρ”.
Η παιδική ηλικία του Μπαρδέμ και η εκτόξευσή του στην κινηματογραφική δόξα δεν έχουν κάτι αξιοπερίεργο να διηγηθεί κανείς, ούτε κάποια πονεμένη ιστορία. Υπ' αυτή την έννοια ο Μπαρδέμ δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως life story. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με την προσωπικότητά του που είναι πολυδιάστατη και πληθωρική.
Ο Χαβιέ Μπαρδέμ γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1969, γι αυτό και διαβάζετε τώρα εδώ γι αυτόν. Το πλήρες όνομά του είναι Χαβιέ Άνχελ Ενσίνας Μπαρδέμ και γεννήθηκε στη Λας Πάλμας των Κανάριων Νήσων, από οικογένεια ηθοποιών, γι αυτό και από τα 6 του χρόνια μπήκε στο χώρο και ο ίδιος, παίζοντας σε δημοφιλή σόου για παιδιά. Παρόλα αυτά και παρά το προφανές του πράγματος, εκείνος ήθελε να γίνει ζωγράφος και σπούδασε στη σχολή Καλών τεχνών της Μαδρίτης. Συνέχισε παρόλα αυτά να παίζει, για να μπορεί να χρηματοδοτεί τις σπουδές του, ενώ έπαιζε και ράγκμπι.
Ο Μπαρδέμ μεγάλωσε με τη μητέρα του, καθώς οι γονείς του χώρισαν μόλις γεννήθηκε και εκείνη τον ανέτρεψε ως πιστό Ρωμαιοκαθολικό, κάτι που φαίνεται αν διαβάσει κανείς συνεντεύξεις του, στις οποίες κάνει συχνές αναφορές στο Θεό. “Προέρχομαι από την Ισπανία που είναι μια πολύ πατριαρχική χώρα, αλλά με μεγάλωσε μια γυναίκα, με μόρφωσε, γιατί ο πατέρας μου ήταν κάπως απών από την ανατροφή μου, για διάφορους λόγους, ο Θεός να τον έχει καλά”, έχει πει σε συνέντευξή του.
Ίσως το γεγονός ότι γνώρισε και είδε τον κοσμο από νωρίς μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας να τον έκανε να βλέπει τις γυναίκες με άλλο μάτι, διαφορετικό από του μέσου συντηρητικού Ισπανού Ρωμαιοκαθολικού. Η μητέρα του, εξάλλου, ως ηθοποιός δεν έχαιρε και ιδιαίτερης εκτίμησης από την μικροκοινωνία γύρω τους, αντιμετώπισε παρόλα αυτά με σθένος την αποστολή να μεγαλώσει μόνη της τρία παιδιά, κάτι που ο ίδιος ο Μπαρδέμ έχει επαναλάβει συχνά ότι εκτίμησε ιδιαίτερα σε εκείνην. “Νομίζω ότι εμείς είμαστε το αδύναμο φύλο”, έχει πει ο ίδιος για τις γυναίκες και την οπτική του γι αυτές. `'Αν ο κόσμος εξαρτιόταν από εμάς, τους άνδρες, θα είχε καταστραφεί πριν εκατοντάδες χρόνια, χιλιάδες εκατομμύρια χρόνια. Βρισκόμαστε εδώ σήμερα χάρη στις γυναίκες κι είμαστε ασφαλείς, είμαστε στο σπίτι τους, η φύση μας δημιούργησε όλους και πρέπει να τις λατρεύουμε κι αυτό είναι γεγονός. Ενας αληθινός, καλός άντρας, είναι εκείνος που αντιμετωπίζει τη γυναίκα ισότιμα”.
Όταν ήταν μικρός, ο Μπαρδέμ βοηθούσε συχνά τη μητέρα του, Πιλάρ, να μαθαίνει τους ρόλους της. Στο σπίτι τους στη Μαδρίτη, η Ισπανίδα ηθοποιός τού έδινε ένα αντίγραφο του σεναρίου και διάβαζε εκείνη τις φράσεις του ρόλου της ενώ εκείνος διάβαζε όλες τις άλλες. «Έβλεπα τη μητέρα μου να παίζει σ’ όλη μου τη ζωή, ωστόσο δεν ένιωθα να με τραβάει η ίδια ηθοποιία», έχει πει στους New York Times. «Εκείνο που με τραβούσε ήταν η προσπάθειά της, η αφοσίωσή της, η σοβαρότητα της δουλειάς, η επιθυμία να κάνει κάτι. Αυτό το κάτι όμως δεν είχε τόση σημασία για μένα. Θα μπορούσε να είναι ζωγραφική ή γράψιμο ή ακόμα και ράγκμπι».
Ένα δείγμα της σοβαρότητας με την οποία προσεγγίζει την τέχνη του είναι ότι εξακολούθησε, ακόμα και όταν έγινε σταρ, να μελετάει με έναν «προπονητή» ηθοποιίας, τον Χουάν Κάρλος Κοράσα, από την Αργεντινή. Ο Κοράσα έχει πει ότι ο Μπαρδέμ όχι μόνο τον συμβουλεύεται όταν προετοιμάζει ένα ρόλο, αλλά παρακολουθεί επίσης τα εργαστήριά του, όπου καμιά φορά συναναστρέφεται με αρχάριους ηθοποιούς.
Το 1992 πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Jamón Jamón», κάτι που τον έβαλε για πρώτη φορά στο “ραντάρ”. Το 1997 τον πλησίασε ο Τζον Μάλκοβιτς για να του προσφέρει έναα ρόλο στα αγγλικά. Ο Μπαρδέμ τον απέρριψε γιατί δεν μιλούσε καλά την γλώσσα. Τότε πιθανώς ούτε ο ίδιος φανταζόταν ότι κάποια μέρα θα πρωταγωνιστούσε σε παραγωγές του Χόλιγουντ.
Το 2000 τού συνέβησαν δύο πράγματα: Ξέφυγε από το “γνωστός” και πήγε στο “διάσημος”, ενώ κέρδισε και την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, με την ταινία του Τζούλιαν Σνάμπελ «Πριν Πέσει η Νύχτα», στην οποία υποδύθηκε τον Κουβανό συγγραφέα Ρεϊνάλντο Αρένας. Το Χόλιγουντ ήταν θέμα χρόνου και ήρθε το 2007, πάλι με πρωτοβουλία του Τζον Μάλκοβιτς. Ο Μάλκοβιτς έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία «Ο χορευτής του πάνω ορόφου» και πρότεινε στον Μπαρδέμ το ρόλο. Όπως διαπιστώσαμε όλοι, εκείνος ήξερε πλέον αρκετά καλά αγγλικά. Την ίδια χρονιά, οι αδελφοί Κοέν με την ταινία «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους», του δίνουν μια δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ και αυτή τη φορά το παίρνει. Είναι ο πρώτος Ισπανός ηθοποιός που πήρε Όσκαρ Β' αντρικού ρόλου. Ακολούθησε μια ακόμα υποψηφιότητα για Όσκαρ, Α΄ αντρικού ρόλου, με την ταινία «Biutiful» του Αλεχάντρο Ινιαρίτου. Ο Ινιαρίτου είπε ότι έγραψε το ρόλο ειδικά για τον Μπαρδέμ. «Σωματικά ο Χαβιέρ διαθέτει μια γοητεία που είναι τρομερά μαγνητική και κινητική» είχε πει ο σκηνοθέτης. «Από τη μια μεριά, έχει την πρωτόγονη δύναμη του Μινώταυρου, τη ρώμη του άνδρα-ταύρου, μαζί με ένα πρόσωπο που περιέχει την ουσία της Μεσογείου, που το προφίλ του θα μπορούσε να υπάρχει σε ρωμαϊκό νόμισμα. Έχει όμως επίσης την ευαισθησία ενός ποιητή, εσωτερική λεπτότητα και συναισθηματικό φορτίο, και αυτά τα δύο σύνολα χαρακτηριστικών είναι που τον κάνουν τόσο ταιριαστό για να ερμηνεύσει αυτόν τον ήρωα».
Ένα από τα παράδοξα του Μπαρδέμ είναι ότι ενώ είναι τόσο αβίαστα σταρ, δεν φαίνεται να το συνειδητοποιεί ιδιαίτερα. Ή να τον απασχολεί. 'Η, μάλλον, αυτό που φαίνεται να συμβαίνει πραγματικά, είναι ότι προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την ιδέα ότι είναι διάσημος και επιτυχημένος. Ο ίδιος έχει πει για την επιτυχία, ότι δεν πρέπει να την παντρεύεσαι, όπως και την αποτυχία, επειδή όπως είπε ο Κίπλινγκ, είναι και οι δύο κάλπικες.
Ο Μπαρδέμ δεν φαίνεται απλώς να μένει ασυγκίνητος από τη δημοσιότητα και το σταριλίκι, αλλά μάλλον φαίνεται να το φοβάται. Έχει παρομοιάσει τη φήμη με φλόγα και όπως η φλόγα τραβάει την πεταλούδα και τελικά την καίει, έτσι και η φήμη τραβάει τους ανθρώπους που τελικά καίγονται μέσα σε αυτήν. “Κι εγώ καίγομαι κάθε μέρα, περπατώ σ’ ένα κόκκινο χαλί και μου φωνάζουν, «Χαβιέ!», τόσο οργισμένα σαν να έκανα κάτι κακό. Κι είναι, ας πούμε, επειδή κάποιος δεν μπορούσε να βγάλει φωτογραφία από τη σωστή γωνία. Δεν φταίω εγώ”, έχει περιγράψει πολύ γλαφυρά.
Εξίσου αποστασιοποιημένη από εκείνη των σταρ, αντίληψη, έχουν και ως ζευγάρι με την επίσης διάσημη, επίσης Ισπανίδα και επίσης ηθοποιό διεθνούς φήμης, σύζυγό του, Πενέλοπε Κρουζ. Το 2007 ο Μπαρδέμ άρχισε να βγαίνει με την συμπρωταγωνίστρια του στο «Vicky Cristina Barcelona», ενώ παντρεύτηκαν το 2010 στις Μπαχάμες σε ιδιωτική τελετή. Ο Μπαρδέμ έχει πει ότι ερωτεύτηκε τη «φευγαλέα προσωπικότητα» της Κρουζ. Το ζευγάρι έχει ένα γιο και μια κόρη ενώ κρατούν χαμηλό προφίλ και δεν μιλούν για την προσωπική τους ζωή, αλλά παίζουν συχνά μαζί στον κινηματογράφο, όπου και γνωρίστηκαν εξάλλου. Η ίδια πάντως, έχει πει ότι προσπαθουν να μην δουλεύουν συχνά μαζί, χωρίς προφανώς να το καταφέρνουν: “Από τη μία πλευρά, είναι ευκολότερο επειδή τον γνωρίζω, με γνωρίζει και ο τρόπος που εργαζόμαστε είναι πολύ παρόμοιος. Από την άλλη, η ιδέα ότι αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο είναι πολύ τρομακτική. Νομίζω ότι είναι καλύτερο αυτό να γίνεται μόνο μια φορά, παρά το γεγονός ότι οι προηγούμενες ήταν καλές εμπειρίες,” έχει πει η ηθοποιός. Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία δύο χρόνια, το ζευγάρι έχει κάνει μαζί τρεις ταινίες...
Για την Κρουζ ο Μπαρδέμ μιλάει πάντα με θαυμασμό και έχει πει κατ' επανάληψη ότι στο σπίτι τους είναι δύο κανονικοί γονείς που προσπαθούν να αφιερώσουν χρόνο στα παιδιά τους, χωρίς να μεταφέρουν τη δουλειά τους εκεί. «Πριν γίνεις γονιός, δεν νιώθεις ποτέ αυτό το είδος της αγάπης, μιας αγάπης χωρίς όρια. Είναι τρομακτικό. Θέλω να πω ότι μας τραβάνε κυριολεκτικά από τη μύτη. Όταν βρίσκομαι μακριά από τα παιδιά μου, για πάνω από δύο εβδομάδες, νιώθω την καρδιά μου να σπάζει. Νιώθω σωματικό πόνο», έχει πει για τα παιδιά του.
Ο Μπαρδέμ και η Κρουζ δεν ζουν στο Χόλιγουντ, όπως πιθανώς πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, αλλά σε ένα προάστειο της Μαδρίτης. Το ίδιο με τον περισσότερο κόσμο πιστεύουν, προφανώς και οι Ισπανοί παραγωγοί και σκηνοθέτες: “Εργάζομαι πολύ λιγότερο στην Ισπανία απ' όσο θα ήθελα. Δεν μου γίνονται προτάσεις επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ζω στο εξωτερικό ή ότι αμείβομαι με αστρονομικά ποσά, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα”, λέει ο ίδιος.
Ο Μπαρδέμ ακούει hard-rock, αγαπημένη του μπάντα είναι οι Metallica, αγαπημένη του ταινία ο “Ε.Τ.”, δεν οδηγεί και επίσης δεν θέλει να γίνει σκηνοθέτης. “Ερμηνεύοντας ένα ρόλο δείχνεις εμπιστοσύνη και μια τεράστια γενναιοδωρία. Προσφέρεις τη δουλειά σου για να την πάρει στη συνέχεια κάποιος άλλος και να τη διαχειριστεί όπως θέλει, όχι πάντα με καλό αποτέλεσμα. Καταλαβαίνω όταν ένας ηθοποιός λέει 'τώρα θέλω να σκηνοθετήσω και να διαχειριστώ μόνος μου τη δουλειά μου'. Ωστόσο, η σκηνοθεσία είναι κάτι περισσότερο από αυτό, είναι μια εξαιρετικά δύσκολη δουλειά. Δεν αισθάνομαι ικανός να τη φέρω εις πέρας και επιπλέον, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να το κάνω», εξηγεί.
Γνωστός ακτιβιστής και αριστερός, ο Μπαρδέμ δεν είναι πολύ αγαπητός στους δεξιούς της Ισπανίας, οι οποίοι τον κατηγορούν ότι κρατά ένα κομμουνιστικό προφίλ ενώ είναι χολιγουντιανός πολυεκατομμυριούχος. Μάλιστα, είχε δημιουργηθεί σάλος όταν η Πενέλοπε Κρουζ γέννησε το πρώτο τους παιδί σε ιδιωτικό μαιευτήριο της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος έχει την αναμενόμενη απάντηση: “Είμαι πολίτης, πληρώνω τους φόρους μου, ψηφίζω κι έχω το δικαίωμα να λέω ό,τι θέλω. Αλλά αυτό που επίσης έμαθα από τη μητέρα μου είναι ότι, από τη στιγμή που έχεις άποψη, έχεις κι εχθρούς. Αλλά καλύτερα να έχεις εχθρούς, από το να αποζητάς να σε συμπαθούν όλοι”.