Ο δημοσιογράφος με τη μεγάλη γλώσσα
To τέταρτο διήγημα του Ratpack για τα άτομα που μιλούν πολύ χωρίς -στην ουσία- να μιλούν καθόλου.
To τέταρτο διήγημα του Ratpack για τα άτομα που μιλούν πολύ χωρίς -στην ουσία- να μιλούν καθόλου.
Γράφει ο Κων/νος Δέδες
«Τα κατά παραγγελία κείμενα, με εκνευρίζουν αφάνταστα. Σου λένε: 'Γράψε 2000 λέξεις' και το θεωρούν δεδομένο πως θα το κάνεις. Θα μου πεις, αυτή είναι η δουλειά μας. Δίκιο έχεις. Το να είσαι δημοσιογράφος, όμως, δε σημαίνει πως είσαι μια μηχανή λέξεων και εικόνων. Mη ξεχνάς, μέσα από τις γραμμές μας, προσπαθούμε να πλάσουμε στο κεφάλι του κάθε αναγνώστη ένα περιβάλλον. Τώρα, αν αυτό το περιβάλλον είναι φιλόξενο ή όχι, προσωπικά δεν με ενδιαφέρει πια. Παλαιότερα, αυτό ήταν το πρώτο που σκεφτόμουν. Ήθελα το περιεχόμενο που θα φτάσει στον αναγνώστη, να είναι ποιοτικό και καλογραμμένο. Όλα αυτά μέχρι που απέκτησα μια τρύπα στο κεφάλι μου από το άγχος. Α, ναι, βέβαια, μου είχαν πέσει τα μαλλιά. Μπορεί να μην μου φαίνεται, αλλά είμαι εξαιρετικά αγχώδης. Από τότε, λέω, ας κόψουν το λαιμό τους, εγώ έτσι γράφω και σε όποιον αρέσει. Αν αυτοί δεν είναι ικανοί να διαβάσουν σωστά τα κείμενά μου, δεν φταίω εγώ».
Ο Μιχάλης χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι καθυστερημένα. Στις πρόβες που είχε κάνει στο σπίτι του, το είχε καταφέρει με απόλυτο συγχρονισμό, ακριβώς τη στιγμή που η τελευταία λέξη της πρότασης, έβγαινε από το στόμα του. Είχε διαβάσει πως όταν το κάνεις αυτό, δείχνεις πυγμή αλλά και πίστη στα λεγόμενά σου. Το μόνο που κατάφερε εκείνος, βέβαια, ήταν να αναστατώσει αλλά και να ρίξει λίγη μπίρα στο πάτωμα από το ποτήρι του Μάριου, ενός νέου συναδέλφου από το γραφείο που καθόταν προβληματισμένος απέναντί του. Σκοπός της συνάντησης των δύο, ήταν η συζήτηση περί δημοσιογραφίας. Ο πραγματικός σκοπός, ήταν ο εντυπωσιασμός του Μάριου από τον Μιχάλη, αλλά και η βεβαίωση πως σε τυχόν διαφωνία με τον διευθυντή των δύο, ο νέος και άπειρος δημοσιογράφος, θα πάρει το μέρος του παλιού και πεπειραμένου.
Η δυνατή μουσική της καφετέριας, απορρόφησε τον ήχο από το χτύπημα στο τραπέζι και έτσι το δίδυμο απέφυγε τις εκ νέου παρατηρήσεις της διπλανής παρέας. Πριν από λίγα λεπτά, μια κυρία μέσης ηλικίας, έκανε πρώτα στην σερβιτόρα και στη συνέχεια στον ίδιο Μιχάλη, παράπονα για τον καπνό του τσιγάρου του. Η σερβιτόρα, μη ξέροντας πώς να διαχειριστεί την κατάσταση, ζήτησε ένα λεπτό και από τους δύο, τον Μιχάλη που υπερασπίστηκε τα δικαιώματα ενός καπνιστή και της κυρίας που υπερασπίστηκε το προβληματικό δεξί της πνεύμονα, ώστε να ρωτήσει το αφεντικό της. Η όμορφη και κατά περιόδους τσαχπίνα σερβιτόρα, δεν εμφανίστηκε άμεσα με την απάντηση του αφεντικού της για το ποιος από τους δύο έχει δίκιο.
«Λοιπόν, Μάριε, πες μου για σένα. Πώς και ήρθες να δουλέψεις για εμάς; Ξέρεις, αυτό είναι το πρώτο μου τσιγάρο μετά από δύο μήνες, δεν θα άφηνα να μου καταστρέψει την υπέροχη αυτή στιγμή μια παράξενη. Θα σου είμαι ειλικρινής. Είναι το καλύτερο που μου έχει τύχει τον τελευταίο καιρό. Αλήθεια, στο σταυρό που σου κάνω, αυτό το τσιγάρο, όσο περίεργο και αν σου ακούγεται, είναι το καλύτερο που μου έχει τύχει τους τελευταίους μήνες». Ο Μιχάλης είχε αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα αποκλειστικά για αυτή την περίσταση. Η ιδέα του να κρατάει ένα τσιγάρο καθώς ρητορεύει, πόσο μάλλον η ίδια η πράξη του καπνίσματος, του έδινε αυτοπεποίθηση και έναν αέρα που είχα χάσει από τότε που έκοψε αυτή τη συνήθεια. «Εσένα, ποιο είναι το καλύτερο που σου έχει έχει συμβεί τον τελευταίο καιρό;», ρώτησε τότε σε ανύποπτο χρόνο τον Μάριο. Ο νεαρός δημοσιογράφος, μη μπορώντας να πιστέψει πως είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να μιλήσει και εκείνος, έβγαλε αστραπιαία το ποτήρι με τη μπίρα από τα χείλη του. Στο μουστάκι του είχε δημιουργηθεί μια λεπτή γραμμή από αφρό, κάτι που τη στιγμή εκείνη δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Έπρεπε να λειτουργήσει άμεσα. Ποιος ξέρει πότε θα είχε πάλι την ευκαιρία να μιλήσει; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Πριν προλάβει να αρθρώσει την πρώτη του λέξη, έκανε την εμφάνισή της η σερβιτόρα.
«Με συγχωρείτε», είπε με την λεπτή της φωνή και κοίταξε στα δεξιά της τον Μιχάλη και στα αριστερά της την επαναστατημένη κυρία. «Ο χώρος είναι ανοιχτός και έτσι δεν μπορούμε να απαγορέψουμε στον κύριο να καπνίζει. Οι καφέδες σας, κυρίες μου, είναι κερασμένοι από τη διεύθυνση». Μετά από μερικά δευτερόλεπτα απανωτών παραπόνων, απειλών και υποδείξεων, η γυναίκα με τις δύο φίλες της αποχώρησαν αναψοκοκκινισμένες. Το τετραγωνοποιημένο πρόσωπο του Μιχάλη μετά το μικρή του νίκη, είχε αποκτήσει μια ξαφνική λάμψη και τα σκοτεινά του μάτια, είχαν πλέον μια περίεργη σπιρτάδα. Μόλις είχε κερδίσει μια μάχη μπροστά στο νέο του συνάδελφο που με τόσο κόπο προσπαθούσε να εντυπωσιάσει.
«Τι σου έλεγα πριν;» συνέχισε ζωηρά ο Μιχάλης, σαν να μην διέκοψε ποτέ η σερβιτόρα τον μονόλογό του. «Ψέματα, ψέματα. Το καλύτερο που μου έχει τύχει τον τελευταίο καιρό, ήταν ένα 'καλά Χριστούγεννα από μια οδηγό ταξί, μόλις της είπα να κρατήσει τα ρέστα από το δεκάρικο. Ναι, ναι, και όμως, από τα Χριστούγεννα έχω να ζήσω μια τέτοια όμορφη στιγμή. Ήξερα βέβαια πως η ευχή και το χαμόγελο ήταν ψεύτικα, γιατί η όλη κατάσταση έμοιαζε αρκετά με τον πληρωμένο έρωτα. Εκείνη τη στιγμή, όμως, μου φάνηκε σαν μια μικρή στιγμή θριάμβου σε έναν προσχεδιασμένο χαμένο πόλεμο. Μάριε, Μάριε, σε παρακαλώ, μην με κοιτάζεις έτσι. Εμείς οι δημοσιογράφοι, όπως θα έχεις καταλάβει και εσύ από τη σύντομη πορεία σου στο χώρο, είμαστε καταπιεσμένοι συγγραφείς. Για το λόγο αυτό, μου αρέσει πάντα να δίνω στις συζητήσεις μου έναν καταθλιπτικό τόνο. Οι περισσότεροι επιτυχημένοι συγγραφείς έχουν περάσει ή βρίσκονται τη στιγμή που μιλάμε, στο στάδιο της κατάθλιψης. Χα-χα, ω Θεέ μου, το κάνω συνέχεια αυτό. Λοιπόν, με συγχωρείς. Για πες μου, πώς σου φαίνονται τα πράγματα στην εταιρεία;»
Ο Μάριος αυτή τη φορά δεν βιάστηκε να μιλήσει. Ήξερε κατά βάθος πως δεν θα το κατάφερνε γιατί είτε ο Μιχάλης θα έπαιρνε ξανά το λόγο, είτε κάποιος εξωγενής παράγοντας θα τον απέτρεπε από το να βγάλει έστω και ένα μικρό επιφώνημα. Όπως αποδείχθηκε, είχε απόλυτο δίκιο. Ο Μιχάλης σήκωσε το χέρι του όπως κάνουν οι τροχονόμοι για να σταματήσουν τα αυτοκίνητα. Ύστερα το κατέβασε, άρπαξε αστραπιαία τη μπίρα του και ήπιε μια γερή γουλιά από αυτή. «Πριν ξεκινήσεις», είπε και έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του, «να ξέρεις πως όλοι στην εταιρεία είναι καλά παιδιά. Όλοι. Το εννοώ. Απλά κάποιοι έχουν αυξημένες δυνατότητες και κάποιοι άλλοι πιο περιορισμένες». Άναψε το τσιγάρο βιαστικά και ο καπνός μπήκε στα μάτια του. Προσπάθησε να τα κρατήσει ανοιχτά για να δείξει πως δεν ενοχλήθηκε. Μάταια. «Στο κάτω κάτω, με τα social media, ο καθένας μπορεί να μεταφέρει μια είδηση και να θεωρηθεί δημοσιογράφος, το θέμα είναι ποιος την κάνει να φαίνεται πιο διασκεδαστική», συνέχισε τότε ο Μιχάλης κοιτάζοντας προς τα κάτω, ώστε να μην γίνει αντιληπτό από τον Μάριο πως είχε δακρύσει.
«Ρε συ, ξέχασα να σε ρωτήσω, τι μουσική ακούς; Πάντα κάνω αυτή την ερώτηση σε κάποιον που έρχεται να δουλέψει μαζί μας. Νομίζω πως μπορείς να καταλάβεις πολλά για ένα άτομο από τη μουσική που ακούει. Εγώ, για παράδειγμα, ακούω κλασική μουσική. Τον ξέρεις τον Μότσαρτ; Είναι ο αγαπημένος μου». Ο Μάριος, στη σιωπηρή τιμωρία του, σκέφτηκε πως όλοι ξέρουν τον Μότσαρτ, ακόμα και αυτοί που δεν προτιμούν την κλασική μουσική και πως αν ο συνάδελφός του ήθελε να γίνει πιστευτός, έπρεπε να φέρει ως παράδειγμα κάποιον άλλο συνθέτη. Στη συνέχεια, του ήρθε στο μυαλό η στιγμή που χτύπησε το κινητό του Μιχάλη το γραφείο δύο μέρες πριν. Ο ήχος κλήσης του, ήταν ένα ελαφρολαϊκό τραγούδι από αυτά που ακούει κανείς στις 5 τα ξημερώματα σε κάποιο ξενυχτάδικο στη Συγγρού. «Με συγχωρείς κοπελιά, θα μας φέρεις άλλες δύο μπίρες;»
Ο Μιχάλης, μετά τη παραγγελία του, σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του. «Μέχρι να έρθουν, πάω να αδειάσω στην τουαλέτα. Ωραία η μπίρα ρε συ, αλλά σου φέρνει συχνοουρία. Επιστρέφω». Τα δάχτυλα του Μάριου χτυπούσαν με αργό ρυθμό τον μηρό του. Έμοιαζε να ξεθωριάζει. Είχε πλέον αποδεχθεί πως δεν θα μιλήσει και στο σημείο αυτό, ψυχή και σώμα, δέχονταν την ήττα τους. Οι γωνίες του προσώπου του είχαν στενέψει ακόμα περισσότερο. Όταν ήρθαν οι μπίρες, δεν μπόρεσε να πει ούτε τη λέξη ευχαριστώ. Απλά καθόταν, κοίταζε γύρω του και περίμενε άλλο έναν μονόλογο του Μιχάλη ο οποίος επέστρεψε από την τουαλέτα και πλησίαζε το τραπέζι τους. «Ξέρεις τι σκέφτηκα όταν πάτησα το καζανάκι; Δε γίνεται κάποιος γιατρός γιατί θέλει να σώζει ζωές, αλλά γιατί του αρέσει να τις ελέγχει. Μέσα από αυτή τη δουλειά ή λειτούργημα, όπως θες πες το, σου δίνεται η δυνατότητα να είσαι κάτι σαν Θεός. Δεν ξέρω γιατί σκέφτηκα κάτι τέτοιο την συγκεκριμένη στιγμή. Ίσως γιατί σε μια παρουσίαση βιβλίου που ήμουν πρόσφατα, άκουσα το εξής κορυφαίο: «Αν θες να μάθεις τι είναι άνθρωπος, πάτα το καζανάκι, ή κάτι παρόμοιο».
Η πλάτη του Μιχάλη ακούμπισε στην καρέκλα. Είχε φτάσει η ώρα για ένα ακόμα τσιγάρο. Αυτή τη φορά το άναψε σωστά και ο τρόπος που καθόταν, τον έκανε να μοιάζει με κάποιον επιχειρηματία που σκέφτεται την επόμενη μεγάλη, αλλά αχρείαστη παραγγελία του. Αυτό που σκεφτόταν, δεν ήταν μια ακόμη γύρα από μπίρες, αφού η δεύτερη ήταν σχεδόν ανέγγιχτη, αλλά αυτό που είχε προετοιμάσει να πει από το σπίτι του. Κατά καιρούς, σημείωνε διάφορες φράσεις που του έρχονταν στο μυαλό ή δανειζόταν κάποιες από γνωστούς συγγραφείς και με μικρές παρεμβάσεις τις άλλαζε, κρατώντας το νόημα. «Ξέρεις τι γίνεται συνήθως; Είσαι μικρός ακόμα, θα σου πω εγώ. Το μεγαλύτερο ζώο, τρώει το μικρότερο. Στην πολιτική και στη δημοσιογραφία, ο χυδαίος τρώει τον αγνό. Και οι δύο, όμως, παραμένουν ζώα». Αν εξαιρέσει κανείς το πρώτο μέρος, αυτό ήταν πράγματι κάτι που είχε σκεφτεί ο ίδιος.
Και ο Μιχάλης συνέχισε να μιλάει. Και ο Μάριος συνέχισε να ακούει. Και η ζωή συνεχίστηκε. Έτσι γίνεται συνήθως.