Κανένας άντρας δεν αρνήθηκε τη Βίβιαν Λι
Από το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Aυτή είναι η ηθοποιός που άλλαξε το σινεμά.
Από το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Aυτή είναι η ηθοποιός που άλλαξε το σινεμά.
Η Βίβιαν Λι έγινε διάσημη για το ρόλο της Σκάρλετ Ο Χάρα στο «Όσα παίρνει ο Άνεμος» και μετά για το ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Η πρώτη ήταν μια γυναίκα καλ(κ)ομαθημενη και εγωκεντρική που δεν υπολόγιζε τίποτα προκειμένου να κάνει αυτό που ήθελε. Η δεύτερη, μια γυναίκα ανασφαλής και εύθραυστη. Η Βίβιαν Λι ήταν όλα τα παραπάνω…
Η Βίβιαν Λι γεννήθηκε στην Ινδία από Βρετανούς, ευκατάστατους γονείς. Η παιδική της ηλικία ήταν ειδυλλιακή και έμοιαζε πολύ με εκείνη της Σκάρλετ Ο Χάρα στον αμερικανικό νότο, όπως η Λι την ερμήνευσε μερικά χρόνια αργότερα. Οι γονείς της και οι δεκάδες υπηρέτες της οικογένειας την κακομάθαιναν, ενώ παρακολουθούσαν με θρησκευτική ευλάβεια τις παραστάσεις και τα χορευτικά που σκάρωνε εκείνη. Η ξέγνοιαστη ζωή της διακόπηκε απότομα, όταν οι γονείς της αποφάσισαν, για αδιευκρίνιστους λόγους που μάλλον είχαν να κάνουν με τη μεταξύ τους σχέση, να τη στείλουν εσωτερική σε σχολείο στην Αγγλία. Ξαφνικά βρέθηκε μόνη της, μακριά από την οικογένειά της, σε ένα ξένο, βροχερό περιβάλλον, με μοναδική της συντροφιά ένα γατάκι που της έδωσε η ηγούμενη-διευθύντρια του σχολείου. Με τον καιρό και με το πείσμα που τη χαρακτήριζε η Βίβιαν εγκλιματίστηκε στην Αγγλία και ξεχώρισε ως μία από τις δημοφιλέστερες και πιο ταλαντούχες μαθήτριες. Αλλά και τις πιο φιλόδοξες.
Όνειρό της ήταν να ανέβει στη σκηνή ενός θεάτρου, να γίνει διάσημη και να γνωρίσει τον κόσμο. Για να το πετύχει, δεν δίστασε να ενεχυριάσει την προσωπική της ζωή: Επέλεξε να παντρευτεί και έτσι να αποκτήσει την ανεξαρτησία που δεν θα είχε ποτέ ως ανύπαντρη. Για γαμπρό διάλεξε τον Χέρμπερτ Λι Χόλμαν, έναν δικηγόρο, 13 χρόνια μεγαλύτερό της, ο οποίος της ήταν παντελώς αδιάφορος ως άντρας, ενώ ήταν και αρραβωνιασμένος όταν γνωρίστηκαν. Αυτό για την Λι ήταν απλώς μια λεπτομέρεια. Οι φίλοι της λένε ότι όταν τον είδε, αποφάσισε επιτόπου ότι θα τον έκανε να χωρίσει απ’ την μνηστή του και να παντρευτεί εκείνη. Τα κατάφερε, όπως θα κατάφερνε να παντρευτεί κι άλλον έναν δεσμευμένο άντρα, μερικά χρόνια αργότερα.
Η Λι συνέχισε την ανοδική της πορεία, αλλά η οικογένειά της -ανύπαρκτη στην ουσία- διαλυόταν. Ο γάμος δεν της πήγαινε καθόλου. Αδιαφορούσε για τον σύζυγό της, αλλά και για την κόρη της, Σούζαν Χόλμαν. Σούζαν Χόλμαν. Λίγα είναι γνωστά για την κόρη της ηθοποιού. Μόνο ότι είναι μητέρα τριών παιδιών κι έχει ζήσει τα περισσότερα χρόνια της στον Καναδά. Η Σούζαν γεννήθηκε το 1933. Ο πατέρας της εργαζόταν πολλές ώρες και η Σούζαν μεγάλωσε, μετά το χωρισμό των γονιών της, με την κηδεμονία της γιαγιάς της. Μάλιστα, στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έζησαν στον Καναδά. Το 1957 η Σούζαν συμφιλιώθηκε με την μητέρα της, μετά από πολλά χρόνια αποξένωσης. Η κόρη της Λι είχε πει για τη μητέρα της: «Η μητέρα μου είχε πολλά ταλέντα και η μητρότητα δεν ήταν απαραίτητα ένα από αυτά»....
Μοναδική έγνοια της Λι ήταν η καριέρα της στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1935 κέρδισε τον πρώτο σημαντικό ρόλο στο θεατρικό έργο «The Mask of Virtue», που απέσπασε άριστες κριτικές, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν τη Λι που εκπροσωπούσε την «τέλεια βρετανική ομορφιά», όπως έγραψε μία εφημερίδα. Σε μία από τις παραστάσεις παρευρέθηκε και ο ανερχόμενος τότε και επίσης Βρετανός ηθοποιός, Λόρενς Ολίβιε. Στο μέλλον θα γινόταν ο μεγαλύτερος θεατρικός ηθοποιός της Βρετανίας, αλλά τότε η καριέρα του μόλις ξεκινούσε. Είδε την Λι, εντυπωσιάστηκε και ζήτησε να τη γνωρίσει. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι, αλλά σχεδόν αμέσως ξεκίνησε μια παθιασμένη σχέση που προκάλεσε σάλο σε όλη την Αγγλία. Αν και οι δύο ηθοποιοί έκρυβαν -υποτίθεται- το δεσμό τους, σύντομα μαθεύτηκε ότι αγόρασαν σπίτι και έμεναν μαζί, όσο περίμεναν το διαζύγιο απ’ τους νόμιμους συζύγους τους. Σε γράμματα που της έστελνε ο Ολίβιε την περίοδο εκείνη, είναι εμφανής ο πόθος τους ενός για τον άλλον: «Ξύπνησα λιώνοντας απ’ την επιθυμία μου για σένα, αγάπη μου. Ω Θεέ μου, πόσο σε ήθελα. Μπορεί κι εσύ να χάιδευες τον εαυτό σου».
Το 1939 η Βίβιαν Λι έγινε η διασημότερη ηθοποιός στον κόσμο. Πρωταγωνίστησε στη μεγαλύτερη κινηματογραφική παραγωγή όλων των εποχών, την ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Η Λι υποδύθηκε την Σκάρλετ Ο’Χάρα, την καλλονή απ’ την πολιτεία της Τζόρτζια, ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που κατάφερε να επιβιώσει στον αιματηρό αμερικάνικο εμφύλιο. Σε όλη της τη ζωή κυνηγούσε αυτόν που δεν μπορούσε να έχει, ενώ απέρριπτε τον άντρα που την ήθελε πραγματικά, τον Ρετ Μπάτλερ. Οι ομοιότητες της ζωής της Σκάρλετ με εκείνης τη Λι, αλλά και των χαρακτήρων τους δεν πέρασαν απαρατήρητες απ’ όσους την ήξεραν καλά… Αυτό που δεν ήξεραν -ακόμα- είναι ότι η Βίβιαν Λι έκρυβε μέσα της και μια πολύ πιο σκοτεινή πλευρά, που θα έβγαινε σύντομα στην επιφάνεια.
Η ταινία την αποθέωσε, αλλά και την εξάντλησε. Αγωνίστηκε για να κερδίσει τον ρόλο, τον οποίο οι συντελεστές αρνούνταν να της δώσουν επειδή ήταν «υπερβολικά Αγγλίδα» και αγωνίστηκε για να ολοκληρώσει την ίδια την ταινία. Έπαιζε σχεδόν σε κάθε σκηνή, δούλευε 15 ώρες την ημέρα και ο ρόλος απαιτούσε να δώσει το 100% των δυνατοτήτων της. Παρά την κούραση, όμως, η Λι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Τον Φεβρουάριο του 1940 πήρε επίσημα διαζύγιο απ’ τον άντρα της, ο Ολίβιε απ’ τη γυναίκα του και παντρεύτηκαν τον Αύγουστο. Εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία, σε ένα κάστρο. Ο κόσμος τους λάτρευε. Μόνο που ο παράδεισος είχε ήδη συννεφιάσει.
Ήδη από νεαρή ηλικία η Λι είχε δείξει σημάδια ψυχολογικής αστάθειας. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που τη γνώριζαν θεωρούσαν απλώς ότι ήταν μια παρορμητική, παθιασμένη νεαρή κοπέλα. Άλλωστε οι καλλιτέχνες φημίζονταν για το έντονο ταμπεραμέντο τους. Μεγαλώνοντας όμως, το πρόβλημα της Λι έγινε πιο έντονο. Ο Ολιβιέ άρχισε να παρατηρεί πρώιμα συμπτώματα της ψυχικής ασθένειας της συζύγου του το 1937. Ενώ τον συνόδευε στη Δανία για τη θεατρική παραγωγή του «Hamlet», φέρεται να του επιτέθηκε φραστικά, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί το επεισόδιο την επόμενη μέρα. Δύο χρόνια αργότερα, ενώ κινηματογραφούσε το «Gone with the Wind», η γραμματέας της στο Χόλιγουντ, Σάνι Λας έγραψε στον Ολιβιέ: «Πολλές φορές σκέφτηκα ότι πραγματικά τρελαίνεται. Με προειδοποίησε κάποτε ότι κάποια μέρα θα τρελαινόταν και άρχιζα να πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα». Κάποτε βρέθηκε γυμνή να περιπλανιέται στους δημόσιους κήπους έξω από το διαμέρισμα του ζευγαριού στο Λονδίνο. Στη συνέχεια υπέστη νευρικό κλονισμό το 1953, ενώ κινηματογραφούσε το «Elephant Walk» στη Σρι Λάνκα, προτρέποντας τους παραγωγούς να ζητήσουν βοήθεια από τον Ολιβιέ. Όταν το καστ μεταφέρθηκε στο Λος Άντζελες, η Λι παρουσίασε ρίγη και ξεσπάσματα οργής. Δύο φίλοι προσπάθησαν να την ηρεμήσουν, αλλά μια νοσοκόμα τελικά χρειάστηκε να της κάνει ένεση με ηρεμιστικό. Η Λι απολύθηκε από την ταινία και αντικαταστάθηκε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Ο Ολιβιέ βυθίστηκε στη δουλειά, πιθανώς για να αντιμετωπίσει την ασθένεια της συζύγου του.
Η κατάστασή της χειροτέρεψε μετά τα γυρίσματα της ταινίας «Λεωφορείο ο Πόθος», με τον Μάρλον Μπράντο, όπου υποδύθηκε την εύθραυστη Μπλανς Ντιμπουά. Η ερμηνεία της βραβεύτηκε με Όσκαρ, αλλά η ψυχολογική της υγεία δεν άντεξε την πίεση. Χτυπούσε τον Ολίβιε, ούρλιαζε και έχανε για κάποια διαστήματα κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Η διάθεσή της μπορούσε να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή, από γλυκιά και τρυφερή γινόταν εκδικητική και έκανε τρομερές επιθέσεις στους κοντινούς της ανθρώπους. Απατούσε τον Ολίβιε ασύστολα και αδιάκριτα, καθώς ισχυριζόταν ότι δεν την ικανοποιούσε σεξουαλικά. Τελικά τελικά χώρισαν το 1960, αν και ζούσαν χωριστά για πολλά χρόνια. «Κατά τη διάρκεια της περιόδου που βρισκόταν αιχμάλωτη στα δίχτυα εκείνου του πανούργου τέρατος, της μανιοκατάθλιψης, κατάφερε να διατηρήσει την εξυπνάδα της, μια χρήσιμη ικανότητα που τη βοηθούσε να αποκρύψει την πραγματική ψυχική της κατάσταση σχεδόν από όλους εκτός από μένα, για τον οποίο της ήταν δύσκολο να κάνει τον κόπο», είχε γράψει για εκείνη ο Λόρενς Ολίβιε στην αυτοβιογραφία του.
Ο Ολίβιε ξαναπαντρεύτηκε και η Λι μετακόμισε στο Λονδίνο μαζί με τον εραστή της, τον ηθοποιό Τζακ Μέριβαλ, που γνώριζε για την κατάστασή της και τη φρόντιζε μέχρι το τέλος της ζωής της. «Ω Θεέ μου Βίβλινγκ, πώς προσεύχομαι να βρεις ευτυχία και ευχαρίστηση τώρα», έγραψε ο Ολίβιε σε επιστολή του μετά τον χωρισμό τους πριν από το θάνατό της. «Προσεύχομαι συνεχώς να πάρω λίγη από τη δυστυχία σου πάνω μου και πρέπει να πω ότι φαίνεται να λειτουργεί καθώς η δυστυχία σου είναι ένα βασανιστήριο για μένα και η σκέψη του είναι ένας συνεχής εφιάλτης»…
Τον Μάιο του 1967 αρρώστησε με φυματίωση. Μετά από μερικές βδομάδες, όταν έδειχνε ότι είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο, η αρρώστια επανήλθε δριμύτερη και η Λι κατέρρευσε. Ο Μέριβαλ τη βρήκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Λονδίνο τη νύχτα της 7ης Ιουλίου του 1967. Ήταν μόλις 53 χρόνων.