Όταν το Βερολίνο αναπνέει, η υπόλοιπη Ευρώπη μελανιάζει
Λουκάνικα και μπίρες, γκραφίτι και μηνύματα. Αποστολή σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό σου.
Λουκάνικα και μπίρες, γκραφίτι και μηνύματα. Αποστολή σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό σου.
Από τον Κωνσταντίνο Δέδε
Η πόλη τη μια στιγμή μοιάζει γκρίζα και αδύναμη, την άλλη επιβλητική και έτοιμη να σε πολτοποιήσει. Είναι ένα καρναβάλι λίγο πριν το τέλος του που όμως ποτέ δεν τελειώνει. Η γιορτή συνεχίζεται, ο κόσμος χορεύει, πίνει και ξερνάει. Όσα έχεις ζήσει ή πρόκειται να ζήσεις στη ζωή σου, όσον αφορά τη διασκέδαση και τις συνέπειές της, θα τα βρεις στο Βερολίνο. Μαζί με αυτά, θα έχεις να αντιμετωπίσεις μια παράξενη καλοσύνη που στην αρχή ίσως σου φανεί ύποπτη. Οι άνθρωποι είναι εξωφρενικά ευγενικοί, τόσο ευγενικοί που μπαίνεις στον πειρασμό να τους βρίσεις για να δεις αν είναι άνθρωποι ή αυτοματοποιημένες μηχανές που ακολουθούν εντολές. Στην συνέχεια αποκτάς μια οικειότητα μαζί τους. Δεν τους γνωρίζεις, όμως σε ενώνουν πολλά. Το ξέρεις και το ξέρουν και η ζωή συνεχίζεται, πάντα σε γρήγορο ρυθμό, πάντα στη γρήγορη λωρίδα του δρόμου, όπως αρμόζει στην πιο εναλλακτική πόλη της Ευρώπης. Ακολουθούν ανούσιες στιγμές στην πρωτεύουσα της Γερμανίας. Στην τελική, πάντα αυτές μένουν στο τέλος και πάντα, στις λεπτομέρειες κρύβεται η απάντηση για το αν ένα ταξίδι άξιζε ή όχι.
Κυρίες και κύριοι, καλώς ήρθατε στο Βερολίνο.
Λουκάνικο με κάρυ (currywurst) και ντονέρ κεμπάπ. Αν έκανα είκοσι γεύματα στις σχεδόν πέντε μέρες που έμεινα στο Βερολίνο, τα δεκαέξι, ήταν αυτά. Είναι φθηνά, είναι γευστικά, είναι γρήγορα. Σε ένα ταξίδι, θες ακριβώς αυτό. Το στομάχι σου, βέβαια, έχει διαφορετική άποψη. Η πρώτη μου επαφή με το Βερολίνο ήταν ακριβώς αυτή. Βγαίνω από το μετρό με μια τσάντα περασμένη στους ώμους και μια μικρή βαλίτσα να γλιστρά στο βροχερό δρόμο. Έφτασα έξω από μια καντίνα. Ο Τούρκος και ιδιοκτήτης που δούλευε εκεί, όταν κατάλαβε την παρουσία μου, έβαλε μουσική. Η ένταση ήταν δυνατή, πολύ δυνατή. Το μπάσο του hip-hop τραγουδιού τράνταζε το στέρνο μου όσο αυτός χόρευε και μου έφτιαχνε το ντονέρ. Το τραγούδι τελείωσε, μου έδωσε το φαγητό μου και πλήρωσα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, το έβαλε ξανά. Μία φορά δεν είναι ποτέ αρκετή, όπως ακριβώς και η κατανάλωση ντονέρ κεμπάπ.
Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στα δύο, όμως, θα διάλεγα το currywurst. Η γεύση του είναι απίθανη, ειδικά όταν συνδυάζεται με μπίρα. Σερβίρετε με πολλούς τρόπους, με τους πιο συνηθισμένους να είναι σκέτο με ψωμί, ή με τηγανητές πατάτες, κέτσαπ και μαγιονέζα. Η ουρά στις καντίνες με currywurst ήταν πάντοτε μεγαλύτερες από εκείνες με τα ντονέρ. Κάπου εκεί, σκέφτηκα πόσα γουρούνια ουρλιάζουν κάθε μέρα. Ίσως θα έπρεπε να επιμείνω περισσότερο σε αυτό όμως όταν έφτανε η ώρα του φαγητού οι τύψεις εξαφανίζονταν. Οι τύψεις δεν εμφανίζονται ποτέ κατά τη διάρκεια μιας πράξης, τις αντιμετωπίζουμε πάντα πριν την έναρξη ή μετά την ολοκλήρωσή της.
Μια παρέα τεσσάρων νεαρών προχωρούσε ανήσυχη στο δρόμο. Τουλάχιστον οι τρεις, έμοιαζαν υπό την επήρεια αλκοόλ ή κάποιας παράνομης ναρκωτικής ουσίας. Αντίθετα σε αυτούς, βημάτιζαν δύο άτομα, μάλλον αγγλικής εθνικότητας. Ένας κοντός και ένας ψηλός. Συνήθως έτσι πάει. Ένα μεγαλοπρεπέστατο Fuck You ακούστηκε από τα χείλη του κοντού με αποδέκτη τον πιο ανήσυχο της νεανικής παρέας. Χωρίς λόγο. Δεν υπάρχει λόγος για τίποτα και για όλα υπάρχει λόγος στο Βερολίνο. Ο Βρετανός προχώρησε αμέριμνος σαν να χαιρόταν για την αναστάτωση που προκάλεσε, ο νεαρός αποδέκτης της F-word, έκανε κινήσεις να ξεφύγει από τα κρατήματα των φίλων ώστε να αποκαταστήσει την τάξη, ή τέλος πάντων, να ματώσει ή να του ματώσουν τη μύτη. Άτομα της αστυνομίας που βρίσκονταν κοντά βγήκαν στο δρόμο και η παρεξήγηση λύθηκε άμεσα. Ήταν μία από τις πολλές εκείνο το βράδυ.
Λίγο αργότερα, βρέθηκα στο μετρό και στα διάφορα μικρά μαγαζιά με φαγητό που στεγάζονται εκεί, θέλοντας να μελετήσω τα δρομολόγια. Η ώρα ήταν περασμένη, ίσως μία το πρωί. Εντελώς ξαφνικά, ένιωσα απειλή. Καθώς γύρισα το κεφάλι μου, μια ράχη ξεπρόβαλλε πάνω σε ένα ψυγείο πίσω από το τζάμι ενός μαγαζιού με σάντουιτς. Πλησιάζοντας προς το κλειστό μαγαζί, η ράχη έγινε ολόκληρο σώμα. Μπροστά μου, μέσα από το γυαλί και σαν να βρίσκομαι σε κάποιο ζωολογικό κήπο, βρισκόταν ένας τεράστιος αρουραίος. Έβρισα. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είπα, αλλά έβρισα. Κάποιος θα έτρωγε το πρωί από αυτό το μαγαζί. Το τρωκτικό τράπηκε σε φυγή. Έκλεισα τα μάτια μου. Ανακατεύτηκα. Αυτή όμως δεν ήταν η μοναδική φορά. Λίγα λεπτά μετά, θα αντιμετώπιζα την πιο απαίσια μυρωδιά που μπόρεσαν να φιλτράρουν ποτέ οι τρίχες των ρουθουνιών μου.
Ο αρουραίος ΠΡΕΠΕ να αποτελέσει και αποτέλεσε σύντομα παρελθόν. Κατέβηκα τις σκάλες και μπήκα γρήγορα σε ένα βαγόνι. Καθώς προχωρούσα ψάχνοντας για την κατάλληλη θέση, είδα έναν άντρα σκυφτό, σχεδόν ριγμένο, να κρατάει με το ένα χέρι τη λαβή δίπλα από την πόρτα ώστε να μην πέσει. Οι άνθρωποι γύρω του είχαν καλύψει το πρόσωπό τους με τα χέρια τους, τα κασκόλ τους και τα φουλάρια τους. Κανείς δεν πλησίαζε. Αυτή η μυρωδιά μπορούσε να σε κάνει να δακρύσεις. Άνθρωποι περπατούσαν πανικόβλητοι κατά μήκος του βαγονιού θέλοντας με κάποιον τρόπο να ξεφύγουν από αυτή τη δυσωδία, κάνοντας ακατονόητες κινήσεις με τα χέρια τους σαν να παλεύουν με έναν αόρατο εχθρό.
Όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς μια κατάσταση, τις περισσότερες φορές, ο εγκέφαλός σου καταφεύγει στην πιο εύκολη αλλά συγχρόνως κακή λύση. Δυστυχώς, το ίδιο έκανε και ο δικός μου. Από τη μία, ένιωθα λύπη και ενοχή που δεν έκανα κάποια κίνηση να βοηθήσω τον μεθυσμένο, όπως αποδείχθηκε, κύριο. Από την άλλη, κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορούσε να πλησιάσει κοντά του χωρίς ειδική στολή με φιάλη οξυγόνου περασμένη στη πλάτη. Ο εγκέφαλός μου, λοιπόν, κατέφυγε στην πιο εύκολη για εκείνον λύση: Νευρικό γέλιο. Αυτή η μυρωδιά ήταν μία ένωση από… ας το αφήσω καλύτερα, θα μου κόψουν το κείμενο αν το γράψω. Και εγώ στη θέση τους, το ίδιο θα έκανα.
Λίγα λεπτά μετά και ενώ βρισκόμασταν εν κινήσει ένας εργαζόμενος του μετρό κατέφθασε στον δικό μας συρμό. Απομακρύνθηκε δύο φορές πιο γρήγορα απ' ότι πλησίασε. «Αυτή δεν είναι δική μου δουλειά» μουρμούρισε και τον είδα να κάνει ένα περίεργο μορφασμό. Ο μορφασμός αυτός μαρτυρούσε αηδία, απέραντη αηδία. Ανασήκωσε τα χείλη του και εκείνα ενώθηκαν με τα ρουθούνια του. Το νευρικό μου γέλιο είχε γίνει πλέον υστερικό. Η μυρωδιά είχε νικήσει και τον εργαζόμενο του μετρό, κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει, ήμασταν ένα τσούρμο ηττημένων στο βαγόνι της δυσωδίας. Όταν φτάσαμε στην επόμενη στάση, η πόρτα άνοιξε.
Ένας ανυποψίαστος άντρας μπήκε μέσα από τη πόρτα που στεκόταν ο μεθυσμένος. Θα είμαι ειλικρινής, περίμενα πως και πως αυτή την εξέλιξη. Ήθελα να δω τα αντανακλαστικά ενός ανθρώπου σε μια τέτοια περίσταση. Μια φρικτή κραυγή έφτασε στα αφτιά μου: «OH-MY-GOD». Ο άντρας που μόλις είχε μπει στο βαγόνι εισέπνευσε και αυτός τη μυρωδιά. Έκανε κίνηση να ξεράσει. «Όχι πάλι, όχι και δεύτερος» σκέφτηκα και πλέον το σώμα μου έτρεμε. Το χρώμα του προσώπου μου είχε γίνει κόκκινο, οι παλμοί μου είχαν ανέβει επικίνδυνα και τα μάγουλά μου ήταν υγρά. Μικρές, πνιχτές και υπόκωφες τσιρίδες έβγαιναν από το στόμα μου την ώρα που η πλάτη μου χτυπούσε στο κάθισμα. Ήταν από αυτές τις στιγμές που όλα μοιάζουν ανώφελα, από αυτές τις στιγμές που δεν μπορείς να ελέγξεις, παρά τις διάφορες σκέψεις αντιπερισπασμού που κάνεις θέλοντας να ξεγελάσεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό που έλειπε ήταν μια άναρχη μπαρόκ μελωδία για να δημιουργήσει το τέλειο σουρεαλιστικό σκηνικό. Ευτυχώς, ο μεθυσμένος βγήκε από το συρμό σώος. Το μόνο που ήθελε, ήταν απλά να κάνει την ανάγκη του. Εντάξει, τις ανάγκες του.
Απέναντί μου, κάθονταν πέντε άτομα. Τέσσερις φίλοι και ένας που απλά κοιμόταν στον ίδιο καναπέ δίπλα τους, ριγμένος στο πλάι περνώντας τους απαρατήρητος. Ίσως στο Βερολίνο είναι συνήθεια να κοιμούνται άγνωστοι δίπλα σου. Όλοι τους είχαν μια μπίρα στο χέρι. Ο ξύλινος χώρος είχε γεμίσει από τον καπνό των τσιγάρων και η swing μουσική από το διπλανό δωμάτιο έκανε την ατμόσφαιρα πιο ανάλαφρη. Το μαγαζί χωριζόταν στα δύο. Στον ένα χώρο χόρευαν swing, στον άλλο χώρο χόρευαν τα τσιγάρα. Ο ένας από τους τέσσερις, αυτός που καθόταν στο κέντρο του μεγάλου καναπέ, έβγαλε το σκουφί του. Το χοντρό του μουστάκι σε συνδυασμό με το σκουλαρίκι στο αφτί του, του έδινε μια ηγετική υπόσταση. Όλοι έσκυψαν προς το μέρος του. Μάλλον είχε κάτι σοβαρό να πει, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει μια για πάντα την Ιστορία. Η κοπέλα της παρέας, έδειχνε μεγάλη προσοχή στα λόγια και στις κινήσεις των χεριών του. Το σκηνικό είχε μια περίεργη ένταση που έμοιαζε αντίθετη της ηρεμίας που έβγαζε ο κύριος ομιλητής. «Ίσως ετοιμάζουν κάποια επανάσταση», σκέφτηκα. «Ίσως είναι φυσικοί απόγονοι των Μπάαντερ και Μάινχοφ. Από στιγμή σε στιγμή θα αρχίσουν τη σύνταξη του πρώτου τους μανιφέστου». Οι σκέψεις μου διαλύθηκαν σε δευτερόλεπτα. Ένα τσιγάρο διαφορετικό από τα άλλα, έριξε την ενέργειά τους στο πάτωμα. Η επανάσταση που έμοιαζαν να ετοιμάζουν, κρύφτηκε πίσω από τον καπνό τους. Πόσες φορές μια ανατρεπτική πράξη δεν υλοποιήθηκε από μια αδυναμία της στιγμής;
To «που θα κάτσουμε» στο Βερολίνο είναι από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που θα πάρεις στη ζωή σου. Τα μαγαζιά είναι πολλά και αξιόλογα. Μετά την απόρριψη ενός πολύ όμορφου wine bar, κατέληξα σε ένα μαγαζί με το όνομα Soulcat. Το bar έπαιζε μόνο βινύλια, λόγος που από μόνος του είναι αρκετός για να το επιλέξεις. Όταν κάθισα στη μπάρα, κοίταξα γύρω μου ανυπόμονα. Πάντα είναι ωραίο μα χαζεύεις σκοτεινά μαγαζιά που φωτίζονται από κεριά και να ακούς τον ήχο του βινυλίου υπό τις ομιλίες των πελατών. Ζήτησα μια μπίρα και όταν ο μπάρμαν μου τη σέρβιρε, πρόσεξα το σήμα της Βέρντερ Βρέμης δίπλα από τους σχεδόν ξαπλωτούς δίσκους. «Δουλεύω για να βλέπω τη Βέρντερ» είπε περήφανα. Σκέφτηκα να του πω πως είμαι Έλληνας και πως όταν οι δύο ελληνικές ομάδες αντιμετώπισαν τη Βέρντερ, κέρδισαν. Μετά σκέφτηκα πως μπορεί να δεχθώ μια γροθιά στο κάτω χείλος και έτσι αποφάσισα να πιω ήσυχα τη μπίρα μου.
Λίγα λεπτά αργότερα, άκουσα μια φωνή στα αριστερά μου να μου απευθύνει μια ερώτηση: «Που το βρήκες αυτό; Ο φίλος μου είχε μία και την έχασε». Ένας κοντός άντρας, με μαύρο ίσιο μαλλί που έφτανε στα φρύδια του, έκλεινε γρήγορα τα μάτια του και με κοιτούσε χτυπώντας νευρικά το χέρι του στη ξύλινη μπάρα. Μου έδειχνε τη θήκη καπνού. Πριν προλάβω να του απαντήσω με σχεδόν επιθετικό ύφος, νομίζοντας πως με κατηγορούσε, μου εξήγησε πως ο φίλος του την είχε χάσει και πως ήθελε να του κάνει ένα δώρο.
Όταν έμαθε πως είμαι από την Ελλάδα, άρχισε έναν μονόλογο: «Εγώ είμαι από τη Δανία. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια ζω στη Σουηδία». Το αριστερό ζυγωματικό του έτρεμε κάτι που έκανε το μάτι του να ανεβοκατεβαίνει. Το ροκαμπίλικο τραγούδι που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή από τα ηχεία γρατζουνούσε το νευρικό μου σύστημα. Το βλέμμα του βίκινγκ έγινε διαπεραστικό, σχεδόν άκομψο. Για λίγα δευτερόλεπτα ο χρόνος σταμάτησε. Ξαφνικά έπαψε να με κοιτάζει και κούνησε το κεφάλι του. «Στην Ελλάδα είστε ζεστά, εμείς με τα μπουφάν που φοράμε περπατάμε σαν γαμημένοι πιγκουίνοι». Το αριστερό του μάτι άρχισε πάλι να τρεμοπαίζει. Γέλασε. Γέλασα και εγώ. Μια λάθος κίνηση και όλα μπορούν να συμβούν. Στο Βερολίνο, γενικά, σε μια στιγμή φόβου, όλα μπορούν να συμβούν. Ο βίκινγκ ζήτησε από τον μπάρμαν πέντε σφηνάκια που περιείχαν τομάτα. Ποιος άνθρωπος ζητάει σφηνάκια με τομάτα; Ίσως δεν ήταν άνθρωπος. Τώρα που το σκέφτομαι, εγώ και η παρέα μου, ήπιαμε ένα σφηνάκι με όνομα Hallelujah Maracuja. Δεν ξέρω τι ήταν χειρότερο.
Συμβουλή 1η: Αγοράζουμε μία φορά μπουκάλι με νερό και στη συνέχεια ρωτάμε αν το νερό στο ξενοδοχείο ή στο hostel που διαμένουμε, είναι πόσιμο. Το νερό είναι πιο ακριβό από τη μπίρα.
Συμβουλή 2η: Αν δε γνωρίζετε γερμανικά, τότε μιλήστε αγγλικά κάπως τραγουδιστά. Δεν ξέρω τον λόγο, αλλά πιάνει.
Συμβουλή 3η: Το Βερολίνο δεν έχει μόνο underground techno σκηνή, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να διασκεδάσεις.
Συμβουλή 4η: Δεν χρειάζεται να περάσεις μέσα από το πάρκο μετά τα μεσάνυχτα, υπάρχει και δρόμος.