Ο Jack Kerouac έζησε και πέθανε σαν μυθικό ρωμαϊκό κερί
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Στο Δρόμο», 51 χρόνια από το θάνατό του, μας ταξιδεύει και μας στεναχωρεί ταυτόχρονα για την απότομη πτώση του.
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Στο Δρόμο», 51 χρόνια από το θάνατό του, μας ταξιδεύει και μας στεναχωρεί ταυτόχρονα για την απότομη πτώση του.
Ο Charlie Parker σβήνει το τσιγάρο του, βρέχει τα χείλη του με αλκoόλ και παίρνει το σαξόφωνο στα χέρια του. Το κοινό είναι ανυπόμονο να ακούσει τις πρώτες γιγάντιες νότες του και ο γεροδεμένος μπάρμαν με τη λευκή πετσέτα στον ώμο, δεν έχει σταματήσει να σερβίρει φθηνό ουίσκι. Η πρώτη μελωδία του Bird, είναι τελικά πιο γλυκιά από τη συνηθισμένη βάρβαρη εναρκτήρια bebop μελωδία και μοιάζει έτοιμη να πατηθεί από λέξεις. Στη σκηνή, ανεβαίνει ένα ακόμα άτομο. Το πρόσωπό του κρύβεται πίσω από τον καπνό των τσιγάρων που έχει δημιουργήσει ένα είδος πάχνης στο βρώμικο και λιγδιασμένο μπαρ. Ο ήχος του σαξοφώνου αρχίζει και σβήνει, σχεδόν χάνεται, όμως είναι ακόμα εκεί, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του απλά και μόνο για να δημιουργεί ένα περίεργο και μυστήριο βουητό στα αφτιά των θαμώνων.
Ο άγνωστος άντρας στέκεται δίπλα στον Bird κρατώντας στο χέρι του ένα βιβλίο. Το ανοίγει. Οι πρώτες λέξεις βγαίνουν από το στόμα του μηχανικά και μοιάζουν άχρωμες. Η συνέχεια όμως θα είναι διαφορετική. Ο τόνος της φωνής του ανεβαίνει, η αρτηρία στο λαιμό του πάλλεται μανιασμένη και ο ιδρώτας του στάζει πάνω στην κίτρινη σελίδα του βιβλίου. Ο Charlie Parker ''γαντζώνεται'' από τη στιγμή και ξεκινάει έναν αυτοσχεδιασμό. Το σχεδόν νεκρώσιμο βουητό, έγινε ήχος ευφορίας και το κοινό γέρνει σαν τα λεπτά χορτάρια από τον αέρα σε μια μακρινή γη. Η Τζαζ η και Πρόζα του δρόμου ενώθηκαν.
Ο άγνωστος άντρας ήταν ο Jack Kerouac και αυτή η σκηνή θα μπορούσε να είναι μια σκονισμένη ανάμνηση στο μυαλό του ή μέρος μιας ταινίας για την ταλαντούχα αλλά προβληματική του περσόνα. Δεν είναι όμως. Όλο αυτό, είναι αποκύημα της φαντασίας γιατί πολύ απλά, ο βασιλιάς των Beat, αποφάσισε να πιει μέχρι θανάτου και να πεθάνει μόλις στα 47 του χρόνια. Στην πραγματικότητα, είχε πεθάνει πολύ πριν.
Αμφεταμίνες, ένα ρολό χαρτί 36.6 μέτρων, καφέ και τρεις(;) εβδομάδες χρειάστηκε ο Jack Kerouac για να γράψει το «Στο Δρόμο», το γνωστότερο βιβλίο του. Εφτά χρόνια περιπλάνησης, περιπέτειας και αναποδιάς, χώρεσαν σε είκοσι μία μέρες εξάντλησης, παροξυσμού και λύσσας. Κανένα κόμμα και καμία παράγραφος δεν μπορούσε να σταματήσει τη συγγραφή του ελευθεριακού μανισφέστου. Το ''Στο Δρόμο'', είναι από αυτά τα βιβλία που μπορείς εύκολα να μισήσεις (όπως και τη γενικότερη γραφή του Kerouac). Ο τρόπος που γράφει σε παρασύρει θέλοντας και μη. Το να νιώθεις τη γη να κινείται κάτω από τα πόδια σου παρά τη θέλησή σου, μπορεί να θεωρηθεί αυταρχισμός. Έτσι είναι η γραφή του, άλλοτε κοφτή και απότομη και άλλοτε μεγάλη σαν ένα τζαζ σόλο. Αυτό ήθελε και αυτό πέτυχε. Τόσο απλά. Αν λοιπόν δεν μισήσεις τα βιβλία του Kerouac, τότε θα τα λατρέψεις. Μέση λύση δεν υφίσταται. Με τις κατάλληλες ανάσες, μόλις διαβάσεις και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, θα σκεφτείς (δικαιολογημένα), πως ένα ταξίδι σου είναι απαραίτητο.
Τι έγινε όμως και ο Jack Kerouac μετατράπηκε από περιπετειώδης γραφιάς σε βαρετός καταθληπτικός μεθύστακας;
Τον Απρίλιο του 1958, η Joyce Glassman, μια νεαρή και φιλόδοξη συγγραφέας που εργαζόταν σε μια άσημη εκδοτική εταιρεία, άνοιξε την πόρτα της μετά το άκουσμα του κουδουνιού. Αυτό που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο του Jack Kerouac καλυμμένο με αίμα. Ο Kerouac συνοδευόταν από τον φίλο του και ποιητή, Gregory Corso. «Άσε με ήσυχο», φώναξε όταν εκείνη προσπάθησε να σκουπίσει το αίμα από πάνω του. Όπως περιγράφει η ίδια η Joyce στο βιβλίο της ''Minor Characters'', ο Kerouac και ο Corso διασκέδαζαν σε ένα μπαρ στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης, όταν ένας άντρας κατηγόρησε τον Kerouac πως του επιτέθηκε λεκτικά. Όταν το δίδυμο των Beat βγήκε από το μπαρ, ο θιγμένος άντρας με την παρέα του περικύκλωσαν τον Kerouac, τον έριξαν στο δάπεδο και άρχισαν να χτυπούν το κεφάλι του στη γωνία του πεζοδρομίου. Στο νοσοκομείο, οι γιατροί είπαν πως δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Ένα χρόνο μετά, σε γράμμα του στους Ginsberg, Corso και Orlovsky, o Kerouac έγραψε πως η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, άρχισε μετά τα χτυπήματα του κρανίου του στο πεζοδρόμιο.
Η Joyce Glassman, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στο περιστατικό του άγριου ξυλοδαρμού του Kerouac και διαβάζοντας μια βιογραφία, βρήκε και άλλους που είχαν υποστεί παρόμοιους τραυματισμούς. Όλοι τους είχαν ισχυρή άρνηση, κατάθλιψη και απώλεια μνήμης. Αυτή, δεν ήταν η μοναδική φορά που ο Kerouac είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι. Στο βιβλίο Vanity of Duluoz, γράφει για τη φορά που, παίζοντας ποδόσφαιρο (football και όχι soccer. Αυτή η μάστιγα), έχασε τις αισθήσεις του από χτύπημα. Σημαντική παράμετρος: H ασχολία του με το άθλημα, ξεκίνησε από τα δεκατρία του χρόνια. Πολλές φορές, δεν φορούσε ούτε κράνος. Πολλοί αθλητές του football, πάσχουν από χρόνια τραυματική εγκεφαλοπάθεια και ο Kerouac, σύμφωνα με τον νευροχειρούργο Robert Cantu, είχε όλα τα συμπτώματα. Επίσης, το καλοκαίρι μετά το Λύκειο ενεπλάκη σε τροχαίο χτυπώντας -μάντεψε- το κεφάλι του.
Αυτά τα τρία περιστατικά σε συνδυασμό με την ατελείωτη υπαρξιακή του αναζήτηση, ξαφνική φήμη και αναπάντεχη βαρεμάρα, τον καθήλωσαν σε μια πολυθρόνα. Ο μαμάκιας Kerouac, αυτός ο τεράστιος συγγραφέας του μεγαλύτερου ταξιδιωτικού οδηγού για σεξ, ποτό, περιπέτεια και bromance, έζησε γρήγορα και πέθανε αργά, όπως περνά κανείς ένα κενό απόγευμα παρακολουθώντας τηλεόραση. Το πρωτοπαλίκαρο των Beat έζησε τη σύντομη ζωή του όπως ακριβώς ο όρος που γέννησε και ύστερα μίσησε: Ηττημένος και Χτυπημένος.
Αξίζει να διαβάσεις:
1. Στο Δρόμο
2. Οι Υποχθόνιοι
3. Οι αλήτες του Ντάρμα
4. Μοναχικός Ταξιδιώτης