Ηθοποιός σημαίνει φως και όπου «φως», Δημήτρης Χορν
Όταν το σανίδι έτριξε από τη δυσβάσταχτη απώλεια του μεγαλύτερου ηθοποιού που έλαχε στο νεοελληνικό θέατρο.
Όταν το σανίδι έτριξε από τη δυσβάσταχτη απώλεια του μεγαλύτερου ηθοποιού που έλαχε στο νεοελληνικό θέατρο.
Αν ζούσε σήμερα, πιθανότατα, θα ζητούσε να ξαναπεθάνει, με τον δικό του τρόπο και όχι σε κάποιο νοσοκομειακό νεκροκρέβατο: «Θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να σβήσω», είχε πει και τελικά, το φως που έπεφτε πάνω στο λαμπερό του πρόσωπο κάθε φορά που βρισκόταν στη σκηνή έσβησε, πριν από 21 χρόνια, σαν σήμερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1998.
Μετά από 44 χρόνια στο σανίδι, σε μικρή και μεγάλη οθόνη, αν και η πρώτη του επαφή με την υποκριτική ξεκίνησε από την... κούνια, το ταλέντο, η πορεία, μα πάνω απ' όλα η προσωπικότητα του Δημήτρη Χορν κατέστησαν σαφές σε όλους, ακόμη και σε εμάς τους αδαείς νέους, ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος ηθοποιός που γνώρισε το νεοελληνικό θέατρο. Ναι, το καταλάβαμε κι εμείς. Δεν είδαμε ούτε μία από τις δεκάδες (σχεδόν 100) θεατρικές του παραστάσεις. Παρά μόνο 3-4 κινηματογραφικά του έργα. Κι όμως, το έχουμε εμπεδώσει: Μετά από αυτόν δεν βγήκε ούτε και θα βγει πιο ταλαντούχος ηθοποιός, πιο ολοκληρωμένος καλλιτέχνης.
Το παραδέχτηκαν ονόματα-μύθοι του καλλιτεχνικού κόσμου, χαρακτηρίζοντάς τον ευπατρίδη του θεάτρου στο στερνό και λιτό αντίο, αντίστοιχο της λιτότητας του χαρακτήρα, της στάσης ζωής του. Ή ακόμα-ακόμα και του ονόματός του, όταν το Δημήτρης γινόταν «Τάκης» στα χείλη φίλων ή και θαυμαστών, για να δημιουργήσει μία αντιφατική αισθητική με το αδιευκρίνιστης καταβολής (είχε ρίζες από την Ιταλία) αλλά εκλεπτυσμένο «Χορν . Ένας άνθρωπος που είχε εκπολιτίσει την μποέμ ζωή, ένας αριστοκράτης, ένας κλασάτος άντρας, από αυτούς που κάθε άντρας, κάθε γενιάς παραδέχεται για την γοητεία που ξεχειλίζει και εντοπίζεται σε κάθε σπιθαμή του προσώπου, της έκφρασης, του λόγου και του πνεύματος.
Είχε αναγάγει σε κομμάτι της κουλτούρας και της καθημερινότητάς του τον ρόλο στο «Μια ζωή την έχουμε», φιλτράροντας ωστόσο την καλοπέραση μέσα από ποιοτικά πρότυπα και ενώνοντας τα κοινά του χαρακτηριστικά με αυτά άλλων κινηματογραφικών ρόλων: Όπως το «Αλίμονο στους νέους» και την «Κάλπικη λίρα», με τη νοητή γραμμή που τα συνέδεε να δημιουργούν και τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του: Τον έρωτα. Τ
Τον μυθοποιούσε σε κάθε του ερμηνεία, απομυθοποιώντας κάθε τι που τον έφθειρε ή τον απειλούσε, όπως το χρήμα. Δίπλα ή πίσω από κάθε μεγάλη του στιγμή είχε κρυμμένη και μία σπουδαία για τον ίδιο γυναίκα, που είχε καταφέρει να κάμψει τον δύσκολο και απαιτητικό εσωτερικό του κόσμο. Ό,τι δηλαδή δεν κατάφερε να κάνει η Εντίθ Πιάφ που του είχε τηλεγραφήσει και γνωστοποιήσει δις τον έρωτά της, χωρίς όμως να λάβει αμοιβαίες απαντήσεις και συναισθήματα, σε αντίθεση με τις τρεις γυναίκες που κέρδισαν ιδιαίτερες θέσεις στη ζωή του.
Μία σχέση πάθους και καλλιτεχνικής εκτόξευσης για μία επταετία με την Έλλη Λαμπέτη και δύο γάμοι τριχοτόμησαν την καρδιά ενός μελαγχολικού αλλά όχι μοναχικού άντρα, που ακόμα και όταν έμεινε μόνος κατάφερνε να βρει συντροφιά στην ιερότητας της αντρικής φιλίας. Μία τέτοια διαχρονική και γερή σχέση τον συνέδεε με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή αλλά και με τον Μάνο Χατζιδάκι, πολλά από τα τραγούδια του οποίου και ερμήνευσε, όπως τα «Ας είν' καλά το γινάτι σου», «Πες μου μια λέξη», «Ηθοποιός σημαίνει φως».
Ένας ηθοποιός που με τη λάμψη του προσώπου, της έκφρασης, της εκφοράς του λόγου και της παθιασμένης απόδοσης των υποκριτικών του ικανοτήτων, φώτιζε τη σκηνή και τα μαγεμένα πρόσωπα των θεατών που παρακολουθούσαν. Όταν, όμως, τα φώτα και η αυλαία έπεφταν, πίσω από τους προβολείς, τις κάμερες και την αναγνωρισιμότητα, στο πρόσωπό του έπεφτε το σκοτάδι της ανεξήγητης αλλά και αξιοθαύμαστης σεμνότητάς του, την οποία και εξέφραζε με διάφορους και οξύμωρους τρόπους: Είτε με την πηγαία διάθεση του αυτοσαρκασμού του, είτε με τον αδιαπραγμάτευτο και υπερβολικό αυταρχισμό απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό: «Όταν βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη, απορώ πώς ερχόντουσαν άνθρωποι που με έβλεπαν και με χειροκροτούσαν», είχε πει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά τις φήμες που τον ήθελαν να αποφεύγει τα αυτόγραφα, ενώ συνέχισε να αυτοχαστουκίζεται και στον απολογισμό της ζωής του μακριά από τη σκηνή, λέγοντας: «Ώς άνθρωπος τα έχω κάνει μούσκεμα».
Ίσως βέβαια, όλη αυτή η επικριτική στάση απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να μην ήταν αποκλειστικό προϊόν της συστολής του, αλλά των πολύ υψηλών στάνταρ και της πολύ σκληρής κριτικής ενός ιδιαίτερα απαιτητικού θεατή, όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του αλλά γενικότερα απέναντι στο θέατρο και σε κάθε κομμάτι του καλλιτεχνικού κόσμου που τον περιέβαλλε. Όπως για παράδειγμα η αμφισβήτηση και η ακραία, δημόσια διατύπωσή της προς το πρόσωπο της Ειρήνης Παππά, όταν της δόθηκε ρόλος για το θεατρικό έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» στο Ηρώδειο.
Η ιδιορρυθμία, η αυταρχική του στάση απέναντι στον εαυτό του και σε οποιονδήποτε είχε ιερό χρέος και ευθύνη απέναντι στο σανίδι ήταν η απόδειξη της περίοπτης θέσης που είχε στα μάτια και στη συνείδησή του το θέατρο. Αυτό που εγκατέλειψε σχετικά νέος, γυρνώντας την πλάτη σε οτιδήποτε παρέσυρε ο χρόνος, είτε αφορούσε τον ίδιο είτε την τέχνη που υπηρετούσε.
«Δεν βλέπω τηλεόραση. Δεν κάνω παρέα με ηθοποιούς. Δεν υπάρχουν συγγραφείς που να με συγκινούν πια», έλεγε με πειστική ηρεμία αλλά και αυστηρό-επικριτικό τόνο στη φωνή του, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 90', λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή.
Και η ερώτηση που εγείρεται από αυτά τα λόγια είναι η εξής: Πώς θα αντιμετώπιζε τον καλλιτεχνικό μας κόσμο, το θέατρο στο οποίο έριξε μαύρη πέτρα στα τέλη του '80, την τηλεόραση που δεν παρακολουθούσε στη δεκαετία του '90, τη λογοτεχνία που δεν τον συγκινούσε πια, τη μουσική που επίσης υπηρέτησε, την πολιτική που από τότε σιχάθηκε, την κοινωνία που τον φόβισε;
Σε ποιους θα απέμεινε ο ίδιος το βραβείο «Δημήτρης Χορν»;
Αν ζούσε, ίσως και να ξαναπέθαινε...