Ποια είστε, επιτέλους, κυρία Καγιά;
Η Μαρία Δεδούση σκιαγραφεί το προφίλ της από τα πρώτα βήματα ως την παρουσίαση του GNTM.
Η Μαρία Δεδούση σκιαγραφεί το προφίλ της από τα πρώτα βήματα ως την παρουσίαση του GNTM.
Για όσους αναρωτιούνται αν η Βίκυ Καγιά είναι αυθεντικά «σκληρή», ή απλώς προσποιείται χάριν του ρόλου της «bitch» παρουσιάστριας του Greece’s Next Top Model, αρκεί μια προσεκτική ανάγνωση της μέχρι τώρα ζωής της για να πάρουν την απάντησή τους…
Ο μύθος της κοπελίτσας που στα 14 της ανακαλύπτεται από κάποιο πρακτορείο μοντέλων και κάνει τεράστια καριέρα είναι συνυφασμένος με το μόντελινγκ. Στην Ελλάδα βρήκε την απόλυτη ενσάρκωσή του στο πρόσωπο της Βίκυς Καγιά.
Ένα πρόσωπο που, μπορεί όσο ήταν έφηβη να την ταλαιπώρησε πολύ με την ακμή, όμως αυτό δεν το εμπόδισε να μπει σε κάθε ελληνικό σπίτι, αφού η Βίκυ έκανε μεν μια αξιοπρεπέστατη καριέρα στο εξωτερικό, όμως παρέμεινε το εθνικό μας μοντέλο. Κάτι σαν μια Ελληνίδα Κέιτ Μος στο πολύ πιο αστικό και φρόνιμο. Ίσως πιο φρόνιμο απ' ότι θα ήθελε ο κόσμος του μόντελινγκ, ο οποίος όμως έτσι κι αλλιώς έπαψε νωρίς να την αφορά, καθώς εκείνη είχε άλλα όνειρα. Θέατρο, υποκριτική, τηλεόραση, γάμος και παιδιά. Απ' όλα αυτά κάποια απέτυχαν και σε κάποια η Βίκυ Καγιά υπήρξε πιο τυχερή. Σήμερα, μετά από ένα διαζύγιο και έναν δεύτερο γάμο, είναι μια ευτυχισμένη μαμά, μια επιτυχημένη παρουσιάστρια και ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα της ελληνικής τηλεόρασης.
Η Βίκυ Καγιά γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1978. Ως παιδί ήταν ατίθαση και μάλλον «αγοροκόριτσο» αλλά και μαθήτρια του 20. Σε αντίθεση με τις περισσότερες περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι μητέρες είναι συνήθως εκείνες που παίρνουν τις κούκλες κόρες τους από το χέρι και τις πηγαίνουν σε κάποιο πρακτορείο μοντέλων, η Βίκυ Καγιά τα έκανε όλα μόνη της. Όχι απλώς μόνη της, αλλά με τη μητέρα της, Αλεξάνδρα, η οποία εργαζόταν σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, απέναντί της, κάτι το οποίο έχει παραδεχτεί και η ίδια, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει την έκταση της αντίδρασής τους.
Όταν η Βίκυ είχε φύγει για το Παρίσι, στα 18 της και έπαιρνε τη μια δουλειά μετά την άλλη, οι γονείς της την απείλησαν ότι αν δεν τα παρατήσει και δεν επιστρέψει στην Ελλάδα θα την αποκληρώσουν. Ακόμα και ο πατέρας της, που μέχρι κάποια στιγμή την πήγαινε στα κάστινγκ, αντέδρασε με την απόφασή της να φύγει από την Ελλάδα. Το δικό τους όνειρο ήταν να τη δουν επιτυχημένη δικηγόρο ή παιδοψυχολόγο. Η Βίκυ δεν πτοήθηκε και η σύγκρουση οδήγησε σε μια απόλυτη αποστασιοποίηση ανάμεσα στις δύο πλευρές, που κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια. Για ένα κορίτσι 18 ετών που ζει με μια βαλίτσα στο χέρι στον πολύ σκληρό κόσμο του μόντελινγκ, δεν είναι απλό πράγμα να μην του μιλάνε οι ίδιοι του οι γονείς, όμως η Βίκυ ήταν αποφασισμένη και δεν τα παράτησε. Ήταν μια από τις δυσκολίες που την έκαναν σκληρή και πιο αποφασισμένη από ποτέ. Οι σχέσεις της με την οικογένειά της αποκαταστάθηκαν όταν εκείνη, μοντέλο πρώτης γραμμής πλέον, αγόρασε το σπίτι της και το εξοχικό της στην Εύβοια. Τότε κατάλαβαν ότι το μόντελινγκ δεν ήταν ένα παιχνίδι, αλλά μια καριέρα ζωής και ότι η κόρη τους ήταν στην κορυφή του παιχνιδιού. «Ένα από τα μεγάλα εγχειρήματα στη ζωή μας είναι να ισορροπούμε τις σχέσεις μας. Το πιο εύκολο, βέβαια, είναι να πεις ότι φταίνε οι άλλοι. Πολλά στη ζωή μου έγιναν άδικα και απότομα. Έπρεπε, όμως, να γίνει έτσι για να καταλάβω πού βρίσκομαι», έχει πει για την περίοδο εκείνη η ίδια η Βίκυ, συμπληρώνοντας: «Η μαμά μου είναι από την Κρήτη, έχει πείσμα μεγάλο μέσα της. Με αγαπούσαν και με καμάρωναν, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί έκανα modeling και τι αξία μπορεί να έχει».
Η μεγάλη περιπέτεια της Βίκυς με το μόντελινγκ ξεκίνησε εντελώς τυχαία, όταν μια μέρα κατέβηκε στο κέντρο του Χαλανδρίου, όπου και έμενε, για ν' αγοράσει βιβλία για το σχολείο της. Ένας άγνωστος άντρας τη σταµάτησε και τη ρώτησε αν είναι µοντέλο. Ήταν µόνο 14 ετών, αλλά το μικρόβιο ήθελε μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να μπει μέσα της.
Είμαστε στο 1992 και η Βίκυ αρχίζει να χτυπάει πόρτες που ανοίγουν διάπλατα μπροστά στη φυσική ομορφιά της, τις τέλειες αναλογίες της, τη φρεσκάδα της και το αφοπλιστικό της χαμόγελο, ένα εκρηκτικό μείγμα αθωότητας και αισθησιασμού που άφηνε τους πάντες άφωνους. Το πρωί πήγαινε σχολείο και τα απογεύµατα δούλευε. Δούλευε αδιάκοπα και ακούραστα και πολύ σύντομα η φήμη της γιγαντώθηκε, τόσο λόγω της ηλικίας της όσο και λόγω του γεγονότος ότι ποτέ δεν απέρριπτε δουλειά λόγω φόρτου. Σύντομα έγινε η αγαπημένη όλων των ΜΜΕ της εποχής που την αποθέωναν. Ταυτόχρονα έγινε η πιο «αντιπαθής» και αντιδημοφιλής κοπέλα στο σχολείο της, όπου οι συμμαθήτριές της τη ζήλευαν και δεν το έκρυβαν. Η Βίκυ δάγκωνε τα χείλη όταν πήγαινε στο σχολείο και το έβρισκε γεμάτο από φωτογραφίες της, κολλημένες στους τοίχους και συνοδεία προσβλητικών σχολίων. Ήταν κι αυτό ένα μάθημα ζωής απ' αυτά που την ατσάλωσαν. Το πρώτο της εξώφυλλο το έκανε στα «Πρόσωπα» και η πρώτη της πασαρέλα ήταν µε ρούχο της Σήλιας Κριθαριώτη και τακούνια που δεν µπορούσε να συνηθίσει με τίποτα. Άµαθη ακόµα στο µακιγιάζ και στο στηµένο χτένισµα, δεν σταµατούσε να προσπαθεί, να αντιγράφει πόζες και να τις κάνει δικές της. Χάζευε τα διεθνή περιοδικά μόδας και ονειρευόταν τον εαυτό της σε αυτά. Ήταν παραπάνω κι από αποφασισμένη και τρομερά «δουλευταρού», κάτι που απαιτεί και σήμερα από τις κοπέλες του GNTM. Είναι καλεσμένη σε όλες τις εκπομπές της εποχής και όσοι τη γνωρίζουν από κοντά έχουν να λένε για τη σεμνότητα και τον επαγγελματισμό της. Κανείς δεν πιστεύει ότι η Βίκυ είναι μόλις 15, 16, 17 ετών και ήδη συμπεριφέρεται σαν φτασμένη επαγγελματίας. Τότε, στην εφηβεία, ήρθε και η πρώτη σχέση με το συνάδελφό της, επίσης μοντέλο, Μάνο Μελετίου.
Παράλληλα με τις φωτογραφίσεις κάνει και διαφημιστικά σποτ για μεγάλες εταιρείες και πλέον αρχίζει να βγάζει και σημαντικά χρήματα. Κλείνοντας τα 18 της χρόνια, τίποτα πλέον δεν μπορεί να τη σταματήσει, ούτε η μητέρα της. Μετακοµίζει μόνιμα στο Παρίσι, μένει εκεί για τέσσερα χρόνια, φεύγει για την Αµερική για άλλα πέντε και έναν ακόµα χρόνο στο Λονδίνο. Γνωρίζει τη µόδα από την καλή και την ανάποδη, στο χιλιομετρικό πλέον βιογραφικό της φιγουράρουν συνεργασίες µε τους οίκους Lagerfeld, Chanel, Dior, Ungaro, Thierry Mugler, Vivian Westwood, Valentino, αλλά και εξώφυλλα στα κορυφαία περιοδικά της γης, όπως Vogue, Madame Figaro, Marie Claire και Elle.
Η ίδια βέβαια δεν θυμάται και στρωμένο με ροδοπέταλα το δρόμο προς την κορυφή: «Θεωρώ ότι προδόθηκα αρκετά από ατζέντηδες, πρακτορεία, φίλους, πρώην συζύγους και από την ίδια μου την οικογένεια», έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξή της, δίνοντας συνοπτικά το στίγμα του πώς έζησε εκείνη τα πράγματα πίσω από τη λάμψη των φώτων. «Σε όλη μου την πορεία, μαζί με τα καλά έρχονταν και πολλά χαστούκια. Χτυπήθηκα πολύ, αλλά ήμουν επίμονο παιδί και δεν εγκατέλειψα. Μακάρι να το περάσω και στην κόρη μου αυτό, να μην εγκαταλείπει ποτέ. Ακόμη κι όταν ο κόσμος γύρισε ανάποδα, και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο, δεν εγκατέλειψα. Είμαι χορτάτη, δεν υπάρχει η λέξη «ζήλια» στο λεξιλόγιό μου. Δεν μπορώ να ζηλέψω», λέει.
Στην Αμερική ήρθε και ο πρώτος ουσιαστικά μεγάλος έρωτας, η πρώτη αληθινή σχέση, όταν γνώρισε το Γάλλο Γούλφραν Κερέλ, έναν από τους πιο επιτυχημένους «ανιχνευτές» νέων μοντέλων. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. «Είχε το πιο ζεστό χαμόγελο και τα πιο φωτεινά μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ στη ζωή μου. Ο Γούλφραν είναι ευγενικός και αβρός σε κάθε του κίνηση, γιατί ό,τι κάνει το κάνει με την καρδιά του, και αυτό με κέρδισε», είπε η ίδια για τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν μαζί για 4 ολόκληρα χρόνια. Ίσως ο χωρισμός τους να ήταν και ένας από τους λόγους που αποφάσισε να επιστρέψει, ίσως η απόφασή της να επιστρέψει να ήταν η αιτία του χωρισμού, αυτό δεν το έμαθε ποτέ κανείς, η Βίκυ δεν μιλάει ποτέ σε τόσο βάθος για τα προσωπικά της... Όπως δεν μίλησε ποτέ και για τη σχέση που είχε για ένα διάστημα με το Λεωνίδα Κόση, γιο του Κύπριου υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, Νίκου Κόση, επί κυβέρνησης Γλαύκου Κληρίδη.
Την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα την παίρνει η ίδια το 2000. Όσοι την ξέρουν καλά λένε ότι από τη μια κουράστηκε και από την άλλη κατάλαβε ότι δεν θα είναι για πάντα 18 και περιζήτητη στο διεθνές μόντελινγκ, όπου ο ανταγωνισμός είναι ανελέητος και κάθε μέρα βγαίνουν νέα, φρέσκα πρόσωπα.
Η Βίκυ αποφάσισε ν' αφήσει τη διεθνή καριέρα πριν την αφήσει αυτή. Εξάλλου, στην Ελλάδα ήταν ήδη κάτι σαν ανέκδοτο το «η Βίκυ Καγιά έκλεισε -πάλι- τα 18 της» και η ίδια που είχε πλέον μάθει να μην ακούει τίποτα παρά μόνο το ένστικτό της, ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να σχεδιάσει το επόμενο βήμα.
Αρχικά έγινε περιζήτητη στις εγχώριες πασαρέλες, επιβεβαιώνοντας το ρητό «καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά τελευταίος στην πόλη». Η Ελλάδα διψάει για διεθνή λάμψη, την αποθεώνει, το 2005 αναδεικνύεται σε μοντέλο της χρονιάς και ρουφάει με το καλαμάκι τις ευκαιρίες που ξεδιπλώνουν στα πόδια της οι εκδότες της «χρυσής» εποχής του lifestyle. Είναι άλλωστε το αγαπημένο τους παιδί, καθώς ο επαγγελματισμός της είναι αμίμητος, αν και όλοι έχουν να λένε πόσο σκληρή είναι στις οικονομικές της διαπραγματεύσεις. Η Βίκυ ή παίρνει αυτά που θέλει ή δεν κουβεντιάζει καν. Ο χρόνος είναι χρήμα και η ίδια είναι ήδη 25 χρονών. «Ηλικιωμένη» για το μόντελινγκ”...
Εκείνη την εποχή που όλοι θέλουν ένα κομμάτι της Βίκυς και της λάμψης της, ο ελληνικός κινηματογράφος της ανοίγει την πόρτα. Το 2005 συµµετέχει στην ταινία «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο», ενώ έναν χρόνο αργότερα ο Σταµάτης Φασουλής θα της προτείνει να ενσαρκώσει τον ρόλο της Ρωσίδας Ούλα στην παράσταση «Δύο τρελοί τρελοί παραγωγοί», στο θέατρο. Η Βίκυ δεν θα το φοβηθεί, θα πει το «ναι» και θα βρεθεί στη σκηνή µε αξιοπρέπεια, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η δεύτερη -και τελευταία μέχρι τώρα- φορά που ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι ήταν για την παράσταση «Annie», το 2014. Η καριέρα της στην υποκριτική όμως δεν υπόσχεται πολλά, κάτι που καταλαβαίνει σύντομα και η ίδια και δεν διστάζει ούτε λεπτό να κάνει στροφή.
Είναι η στιγμή που μια άλλη καριέρα ανοίγεται μπροστά της, αυτή της τηλεόρασης, αλλά η Βίκυ έχει και ένα επιπλέον χαρακτηριστικό για το οποίο τη μνημονεύουν όλοι: Είναι πολύ προσεκτική σε κάθε της βήμα. Έτσι, επειδή θέλει σαν τρελή την τηλεόραση και δεν θέλει να κάνει ένα λάθος πρώτο βήμα, αρνείται προς μεγάλη έκπληξη όλων να βρεθεί στο πλευρό του Σάκη Ρουβά και να παρουσιάσει τη Eurovision. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται να μεταπειστεί, τη θέση της παίρνει η Μαρία Μενούνος. Τον ίδιο δισταγμό ένοιωσε και αργότερα, όταν της προτάθηκε η συμπαρουσίαση του «Όμορφος κόσμος το πρωί», με το Γρηγόρη Αρναούτογλου, αλλά εκείνη «φοβήθηκε» το καθημερινό. Η Βίκυ ξέρει πάντα να περιμένει την κατάλληλη στιγμή και αυτή έρχεται το 2006 -όταν αισθάνεται πλέον πανέτοιμη- και παρουσιάζει με επιτυχία το «So you think you can dance». Έχει πετύχει αυτό που ήθελε και όλοι πιστεύουν ότι επιτέλους βρήκε το δυνατό της σημείο, την παρουσίαση. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν τέλεια στη ζωή της Βίκυς, καθώς πέρα από την τηλεόραση έχει μπει στη ζωή της και ένας άντρας που αποδείχθηκε κομβικός γι αυτήν: Ο Νίκος Κριθαριώτης. Τα επόμενα χρόνια θα φέρουν τα πάνω κάτω στη ζωή της. Ευτυχία και στενοχώρια, επιτυχία και απογοήτευση θα εναλλαχθούν σε αυτήν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς...
Ο άνθρωπος που στάθηκε η αφορμή για τη γνωριμία της Βίκυς Καγιά με το Νίκο Κριθαριώτη ήταν φυσικά η αδελφή εκείνου και πολύ καλή φίλη της Βίκυς από τη θητεία της στην πασαρέλα, η σχεδιάστρια μόδας Σήλια Κριθαριώτη.
Η Βίκυ ήταν εξαρχής από τις αγαπημένες παρουσίες της Σήλιας σε κάθε της δουλειά. Ο έρωτάς της με το Νίκο δεν ήταν ακριβώς κεραυνοβόλος, όχι από την πλευρά εκείνης τουλάχιστον, είχαν πίσω τους ήδη δέκα χρόνια γνωριμίας και τέσσερα σχέσης πριν αποφασίσουν να παντρευτούν, κι αυτό έγινε όταν πλέον η Βίκυ αισθάνθηκε βέβαιη ότι θέλει να προχωρήσει στο επόμενο βήμα της ζωής της, εκείνο της οικογένειας. Το φθινόπωρο του 2009 συνέβησαν, λοιπόν, δύο πράγματα στη ζωή της: Αποδέχτηκε την ρομαντική πρόταση γάμου του Νίκου, που έγινε στη Σίφνο και αμέσως μετά αποδέχθηκε και την πρόταση του ΑΝΤ1 να παρουσιάσει τον «Πρωινό Καφέ». «Είναι ο άνθρωπος της ζωής μου. Τον αγαπώ βαθιά, μέσα από την ψυχή μου. Γνωριζόμαστε 10 χρόνια, αλλά ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα είμαστε έτσι μαζί, ήρεμοι και αγαπημένοι», έλεγε τότε η Βίκυ για τον Κριθαριώτη. Στα σχέδιά της μετά το γάμο ήταν να αποκτήσει παιδί. «Είμαι παραδοσιακή και πριγκιπέσσα σ’ αυτά. Μου αρέσει τα πράγματα να έρχονται με την κλασική σειρά, αυτήν που έχω μάθει από τους γονείς και τους παππούδες μου», υποστήριξε όταν ρωτήθηκε αν θα γινόταν ποτέ ανύπαντρη μητέρα.
Όλα τρέχουν με «χίλια» στη ζωή της. Ετοιμάζεται για το γάμο της, ενώ αρχίζει και το πιο φιλόδοξο επαγγελματικό πρότζεκτ στη ζωή της, τον «Πρωινό Καφέ», ο οποίος ξεκινά με εντυπωσιακά νούμερα που διαρκούν... λίγες μέρες. Η σεζόν βγαίνει με κόπο, η Βίκυ έρχεται σε ρήξη με στελέχη του καναλιού, και τελικά μαθαίνει τον Ιούλιο, όταν ήταν στις ΗΠΑ, ότι το κανάλι δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη συνεργασία μαζί της από το συγκεκριμένο πόστο.
Η Βίκυ δεν αντέδρασε, όμως όσοι την ξέρουν λένε ότι τότε σχεδόν κατέρρευσε. «Το πιο δυνατό χαστούκι στα επαγγελματικά μου ήταν ο 'Πρωινός Καφές' στον οποίο δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και κατάλαβα ότι δεν ταιριάζουν όλα σε όλους», είπε την επόμενη χρονιά σε συνέντευξή της σε μια... ομοιοπαθούσα, την Ελεονώρα Μελέτη. Παρ' όλα αυτά, σφίγγει τα δόντια και τα αφήνει όλα πίσω, προχωρώντας σε μονοπάτια που ξέρει καλύτερα, το «Next Top Model», που αποδεικνύεται πολύ καλή επιλογή για την ίδια.
Στις 10 Οκτωβρίου 2010 η Βίκυ χαμογελά ξανά, μέσα στο νυφικό της, δια χειρός Σήλιας Κριθαριώτη βέβαια, καθώς γίνεται και επίσημα νύφη της σχεδιάστριας. Ο γάμος της είναι γεγονός, το μέλλον δείχνει ξανά αισιόδοξο, όμως τα σύννεφα φαίνεται ότι είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται. Παρ' όλα αυτά, η καταρρακτώδης βροχή που έπεφτε εκείνη τη φθινοπωρινή Κυριακή του Οκτωβρίου άλλαξε μεν τα σχέδια του ζεύγους για μια μεγάλη δεξίωση σε εξωτερικό χώρο, αλλά θεωρήθηκε καλό σημάδι για την πορεία του γάμου. Το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου στο κτήμα της οικογένειας Τσάκου στο Λαγονήσι –το οποίο δεν επιλέχθηκε τυχαία, καθώς χτίστηκε στη μνήμη του πατέρα του γαμπρού– γέμισε από χαμόγελα όταν ο Νίκος και η Βίκυ ένωσαν τις ζωές τους παρουσία λίγων εκλεκτών καλεσμένων (μεταξύ των οποίων ο Αντώνης και η Έλενα Λυμπέρη, η Μαριέττα Χρουσαλά με τον Λέοντα Πατίτσα, ο μουσικοσυνθέτης Δημήτρης Κοντόπουλος και η Δέσποινα Καμπούρη) και φυσικά των κουμπάρων Θεόφιλου Τζιώτη και Παναγιώτη Τσάκου. Στην είδηση του γάμου, μάλιστα, όλοι πίστεψαν ότι τη Βίκυ ήταν ήδη έγκυος. Εάν ίσχυε αυτό ίσως και να ήταν ακόμα μαζί με τον Κριθαριώτη.
Ο χρόνος περνούσε, το παιδί που τόσο ήθελαν δεν ερχόταν, οι τριβές της καθημερινότητας εντείνονταν και οι δυσκολίες έρχονταν η μία μετά την άλλη. Οι θάνατοι συγγενικών τους προσώπων (με πιο γνωστό αυτόν της Μαρίας Τσάκου, αδερφής του Νίκου Τσάκου και συζύγου της Σίλιας Κριθαριώτη που συνέβη λίγες μόνο μέρες μετά το γάμο της Βίκυς και του Νίκου) έφεραν μαύρα σύννεφα πάνω από το σπίτι τους στο Ψυχικό, που για πολύ καιρό αποτελούσε το ησυχαστήριό τους. Εκεί όπου στην αρχή ήταν συνέχεια μαζί και προσπαθούσαν πολύ για να συνηθίσουν τη νέα καθημερινότητα.
Τα ασταμάτητα επαγγελματικά ταξίδια τούς έκαναν σύντομα να απομακρυνθούν τόσο μεταξύ τους, όσο και από την επιθυμία τους για παιδί. Σε συνέντευξή της η Βίκυ είχε εμμέσως παραδεχτεί την κρίση που είχε περάσει η σχέση τους. «Έχει αλλάξει πάρα πολλά στάδια η σχέση μας. Περάσαμε σε μια φάση που μετακομίσαμε στο ίδιο σπίτι και ήμασταν συνέχεια μαζί. Στην αρχή δεν δούλεψε, αλλά τα καταφέραμε μετά από τρεις μήνες. Δεν κάναμε παιδί με τον Νίκο, γιατί συνέβησαν στις οικογένειές μας κάποια άσχημα γεγονότα, όπως κάποιοι θάνατοι. Πέσαμε και οι δυο απότομα –σε σημείο που υπήρξαν κενά στη σχέση μας. Την τελευταία στιγμή κάτι “γυρνάει” στο μυαλό μας, τα βρίσκουμε και όλα καλά. Ποιος δεν περνάει κρίση;», έλεγε τότε. Όσο περνούσε ο καιρός, η απόκτηση ενός παιδιού έμοιαζε ολοένα και πιο μακρινή και η απόσταση γινόταν εκτός από χιλιομετρική και συναισθηματική. «Δεν είμαστε έτοιμοι ακόμα, αλλά θα γίνει κάποια στιγμή. Όταν το θέλουμε και οι δυο θα το κάνουμε. Δεν είναι θέμα δουλειάς, αλλά έχουμε αποφασίσει με τον Νίκο ότι δεν είμαστε έτοιμοι ακόμη. Είναι κοινή μας απόφαση, όχι κάτι που το λέω μόνο εγώ. Θα γίνει, όμως, νέοι άνθρωποι είμαστε. Όλα στο χρόνο τους», επέμενε η Βίκυ. Ο χρόνος αυτός όμως δεν ήρθε ποτέ. Αντί για παιδί, ήλθε, δύο χρόνια αργότερα ο χωρισμός, που για κάποιους δεν ήταν και τόσο... βόμβα.
Η υπόθεση διαζυγίου του Νίκου Κριθαριώτη και της Βίκυς Καγιά εκδικάστηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2013, λίγο πριν την τρίτη επέτειο του γάμου τους, παρουσία μόνο των δικηγόρων τους, οι οποίοι κατέθεσαν στο δικαστήριο τα απαιτούμενα χαρτιά, με την όλη διαδικασία να μη διαρκεί πάνω από πέντε λεπτά.
Την ημέρα της εκδίκασης του συναινετικού τους διαζυγίου ο Νίκος Κριθαριώτης βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για να συντονίσει το σόου της αδελφής του Σήλιας Κριθαριώτη για τη φιλανθρωπική εκδήλωση του ιδρύματος BCNY - Boys Club of New York. Η Βίκυ ήταν στην Αθήνα. Και πολύ θυμωμένη, όπως λένε όσοι την ξέρουν. Και ένα μέρος αυτού του θυμού παραμένει ακόμα, κάτι που κάνει τους πάντες να πιστεύουν ότι ο χωρισμός τους δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση, παρά το συναινετικό του πράγματος.
Μετά το χωρισμό της από τον Κριθαριώτη, «έληξε» και η κολλητή παρέα -ίσως και η φιλία γενικά- με τη Σήλια. Έτσι κι αλλιώς η Βίκυ Καγιά δεν είχε ποτέ κολλητές φίλες, αλλά συναναστρεφόταν κυρίως με ανθρώπους που είχαν σχέση με τη δουλειά της και τις εκάστοτε συνθήκες της ζωής της. Ήταν και αυτό ένα απότοκο μιας ζωής που πέρασε σε μεγάλο μέρος της μέσα σε μια βαλίτσα, αλλά και της προσήλωσής της στον εκάστοτε στόχο της.
Απογοητευμένη από την προσωπική της ζωή, η Βίκυ ρίχνεται στη δουλειά και περνάει στα προσωπικά της μια -σύντομη- μοναχική φάση, Δεν έχει όρεξη ούτε για εξόδους, ούτε για φλερτ. «Είχα ανάγκη να βιώσω τη θλίψη µου, και αφού το πέρασα ήρθε ο Ηλίας. Από την πρώτη στιγµή υπήρξε χηµεία µεταξύ µας, αλλά είχα µείνει µόνη καιρό και ήµουν κλειστή. Για πέντε µήνες κάναµε µόνο επαγγελµατικά ραντεβού. Είχε παρατηρήσει πόσο εργασιοµανής ήµουν και σκεφτόταν ότι αν µου ζητούσε να βγούµε µπορεί να απέρριπτα την πρόταση, έτσι µε “φόρτωσε” µε πολλή δουλειά και κάναµε συνέχεια µίτινγκ. Βγάλαµε τελικά το fresh paper που παντρεύει τη µόδα µε τη ζαχαροπλαστική και βγήκαµε να το γιορτάσουµε. Αυτό ήταν, σαν το καλό κρασί, είχε ζυµωθεί η σχέση», έχει πει το µοντέλο για την εξέλιξη της σχέσης αυτής. Ο Κρασσάς την κυνηγάει, όπως λένε όσοι τους ξέρουν και «σπάει» κάθε άμυνά της, πείθοντάς την ότι είναι ο «κατάλληλος».
Παντρεύονται τον Ιούλιο του 2014, πριν περάσει ένας χρόνος από το διαζύγιό της, μυστικά στο Παρίσι. Έχουν δυσανεξία στη δημοσιότητα και δεν το κρύβουν. «Εγώ πίστευα ότι εκείνη τη µέρα θα πηγαίναµε στη Eurodisney, αλλά δεν πήγαµε ποτέ», θα πει η Βίκυ Καγιά λίγες ώρες µετά το µυστήριο. Τα πάντα ήταν κανονισµένα από τον Ηλία Κρασσά και την αδερφή του, Βαλεντίνη, η οποία έχει τη δική της επιχείρηση οργάνωσης γάµων.
Περίπου ένα χρόνο µετά το γάμο έρχεται στη ζωή τους ένα κοριτσάκι. Οι ευτυχισμένοι γονείς ανακοινώνουν το όνοµά της µε µια φωτογραφία, όπου πάνω σε µια σαµπάνια αναγράφεται το όνοµα Μπιάνκα. Η µικρή Μπιάνκα αποτελεί χαρµόσυνη είδηση για τα δύο µεγαλύτερα αδέρφια της από τον πρώτο γάµο του Ηλία Κρασσά. Όχι και για την πρώην σύζυγό του, όμως, η οποία μέχρι και σήμερα είναι σε αντιπαράθεση μαζί του, με απανωτά δικαστικά επεισόδια, στα οποία τον έχει κατηγορήσει σχεδόν για τα πάντα: Από ενδοοικογενειακή βία μέχρι απαγωγή των παιδιών. Η Βίκυ δεν δίνει καμία σημασία σε όλα αυτά, στέκεται ακλόνητη στο πλευρό του και πριν από 8 μήνες φέρνει στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους, τον Κάρολο-Ηλία, που πλέον ολοκληρώνει το όνειρό της για μια μεγάλη κι ευτυχισμένη οικογένεια.
Και μαζί μ αυτή την ευτυχία έρχεται και η επιτυχία, αφού και στην τηλεόραση η Βίκυ φαίνεται να έχει βρει τα πατήματά της και πλέον ότι «πιάνει, γίνεται χρυσός».
Από το 2016 παρουσιάζει με μεγάλη επιτυχία το Shopping Star, ενώ η κίνηση που την έφερε στο επίκεντρο του τηλεοπτικού ενδιαφέροντος ήταν φυσικά η παρουσίαση του Greece's Next Top Model, που προβάλλεται από το Star και «σπάει ταμεία» όχι τόσο για το ίδιο το περιεχόμενό του, τη μόδα δηλαδή, όσο για τις ίντριγκες ανάμεσα στις συμμετέχουσες αλλά και στην ίδια τη Βίκυ και τα μέλη της κριτικής επιτροπής: τον Άγγελο Μπράτη, την Ηλιάνα Παπαγεωργίου και το Δημήτρη Σκουλό. Ιδιαίτερα οι κόντρες της με την Ηλιάννα Παπαγεωργίου είναι επικές και κάνουν την τηλεθέαση να χτυπάει κόκκινο...
Πώς όμως η Βίκυ από το γλυκό εκείνο κορίτσι που ξέραμε, μετατράπηκε σε μια τόσο αυστηρή και συχνά σκληρή τηλεοπτική περσόνα, που κάνει τα κορίτσια να φτάνουν στα όριά τους; Ποια είναι η αληθινή Βίκυ Καγιά;
«Όλοι με ρωτάτε αν ήταν αληθινή μαζί μας η Καγιά. Πίσω από τις κάμερες μας μιλούσε, μας έδινε συμβουλές. Όταν άναβαν τα φώτα ήταν σαν να μην είχαν γίνει αυτές οι συζητήσεις», είπε πρόσφατα η Ντένια Αγαλιανού, η οποία συμμετείχε στο πρώτο Greece's Next Top Model και τα τελευταία χρόνια κάνει καριέρα στον χώρο του μόντελινγκ και της υποκριτικής στο Μεξικό.
Δεν είπε κάτι που δεν έχει ξανακουστεί, απλώς ήταν η πρώτη που το είπε ανοιχτά. Η Βίκυ είναι αναμφίβολα ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά στο ριάλιτι μόδας και κάνει τους πάντες ν' αναρωτιούνται αν όλα όσα κάνει είναι αυθεντικά ή μέρος ενός καλοστημένου σεναρίου.
Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, λένε όσοι είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα απ' όλους τόσο την ίδια όσο και τον τρόπο που λειτουργεί στη συγκεκριμένη εκπομπή. Και όλοι συμφωνούν σε ένα πράγμα: Η Βίκυ είναι για μια ακόμη φορά αποφασισμένη να κάνει τα πάντα προκειμένου να πετύχει. Έχοντας μελετήσει πολύ καλά την Τάιρα Μπανκς, στην αμερικανική εκδοχή του Next Top Model, ξέρει ακριβώς το προφίλ που πρέπει να βγάλει ώστε να είναι πειστική στο ρόλο της. Και μόλις ανοίγουν οι κάμερες, η Βίκυ κάνει αυτό που έκανε σ΄ όλη της τη ζωή επαγγελματικά: Γίνεται ρόλος. Μοντέλο είναι εξάλλου, πάντα έμπαινε στο «πετσί» της περσόνας και της πόζας που της ζητούσαν. O ρόλος, λοιπόν, απαιτεί η Βίκυ ν' αλλάξει το «γ» στο Καγιά με ένα περιποιημένο «κ». Και το κάνει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Το μόνο σε όλο αυτό που είναι 100% αυθεντικό, λένε οι ίδιοι άνθρωποι, είναι οι κόντρες της με την Ηλιάννα Παπαγεωργίου, για την οποία μάλιστα λέγεται ότι έχει θέσει βέτο, έχει δηλαδή ζητήσει να μην είναι στο GNTM σε ενδεχόμενες επόμενες σεζόν, οι οποίες διαφαίνεται ότι θα υπάρξουν. Κι αυτό επειδή δεν θέλει κανείς να την κλέβει την παράσταση. Και επειδή στα χρόνια της στο μόντελινγκ, η Βίκυ σκλήρυνε και αντιμετώπισε τόσες αντιξοότητες που κανένας και τίποτα δεν μπορεί να μπει πλέον εμπόδιο στο δρόμο της.
Και ο δρόμος της είναι μόνο ανοδικός.
Αυτός είναι ο προσωπικός της μονόδρομος.