Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990 ο Παύλος Σιδηρόπουλος λύγισε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Με τον θάνατό του, το ελληνικό ροκ λύγισε από υπερβολική δόση Σιδηρόπουλου. Δεν ήταν απλά εκπρόσωπος ή συνώνυμό του. Ήταν πολύ απλά το ίδιο το ροκ. Μια αγνή, αυθεντική, κρυστάλλινη προσωποποίησή του. Όχι μόνο έβαλε τη σφραγίδα του σε αυτό, όχι μόνο το ανέδειξε, το δόξασε ή το προκάλεσε, ήταν αυτός η αρχή και το τέλος του. Κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν ο frontman όλων των εκπροσώπων του, όλων των μουσικών ηρώων εκείνης της εποχής, αποτελώντας μια ξεχωριστή, εισαγωγική κατηγορία στο ελληνικό ροκ. Για τους θιασώτες αυτής της ερημωμένης πια σκηνής, μόνο ως ιεροσυλία θα θεωρηθεί η φράση «το ελληνικό ροκ έχει πεθάνει». Ή έστω έχει ξεφτίσει. Ναι, η μουσική κληρονομιά που άφησε ο Παυλάρας κρατά ακόμη ζωντανό το άκουσμά της. Μέχρι εκεί. Είναι απλά απομεινάρια ενός μουσικού μνημείου στο οποίο φροντίζουν να μας ξεναγούν όσοι πήραν τη «σκυτάλη» της σειράς του, έχοντας όμως υποταχθεί και αυτοί στην εξέλιξη μίας εποχής, η οποία έβαλε τέλος στην εξέλιξη της μουσικής που οι ίδιοι όλα αυτά τα χρόνια εκπροσωπούσαν.
Α, ρε Παύλο. Τι θα έκανες αν ζούσες σήμερα; Μάλλον θα έλεγες «Άντε και καλή τύχη μάγκες», από τον δίσκο των «Απροσάρμοστων». Πραγματικά, τι θα γινόταν αν ξεκινούσε τώρα ο Σιδηρόπουλος; Πόσο ανάγκη τον έχει η εποχή και η μουσική σκηνή; Έτσι όπως έχουν καταντήσει αμφότερες, τον φαντάζομαι χαμένο ταλέντο, να βγάζει τις βραδιές σε κανένα underground μαγαζί των Εξαρχείων, παίζοντας τα κομμάτια του για το μεροκάματο. Κι ο κόσμος που τον ακούει να αρκείται σε μία κοινή αποδοχή «ωραία φωνή», άντε κι ένα «κι ωραίος στίχος», συνεχίζοντας να πίνει το ποτό του, να συζητά θορυβωδώς, αναλωμένος σε μία άνευρη αλλά μοδάτη διασκέδαση, όπου η μουσική γίνεται απλά ο κομπάρσος της βραδιάς του και όχι κομμάτι της κουλτούρας του.
Κι όταν η ώρα πάει... 5 το πρωί, ο ίδιος θα βάζει μόνος την κιθάρα στη θήκη, θα μετράει τα χρήματά του και θα αποχωρεί. Αυτό θα του είχε απομείνει μετά από ένα τυπικό, άντε και λίγο δυνατό λόγω… σπάνιου ταλέντου, χειροκρότημα ποιυ παρηγορεί, επιβραβεύει και συντροφεύει τη μουσική μοναξιά του.
Χωρίς επίδραση, χωρίς τροφή για σκέψη, αλλά και χωρίς καμία αναγνώριση προς έναν άσημο τύπο τον οποίο η -μουσική- εποχή πλέον δεν χωρά. Το πολύ-πολύ, μια παρέα που να μπορούσε να αξιολογήσει και να ξεχωρίσει το ταλέντο του, να του έλεγε να κάτσει μαζί της και ο ίδιος θα τους εξιστορούσε ποιος ήταν ή ποιος θα ήταν αν ζούσε πίσω στα 70’s, σε έναν κόσμο που όχι μόνο τον είχε ανάγκη, αλλά θα μεγάλωνε με αυτόν και από αυτόν, βλέποντας στη φωνή και στην κιθάρα του τον πνευματικό «πατέρα» της γενιάς του.
«Παύλος Σιδηρόπουλος δεν θα ξαναβγεί», ακούγεται να λέει με αυστηρό και απόλυτο ύφος ένα από τα μέλη αυτής της παρέας. Γιατί δεν θα ξαναβγεί; Γιατί ήταν μοναδικός; Γιατί ήταν ο πρώτος; Γιατί το ροκ που αυτός δημιούργησε πέθανε μαζί του; Γιατί υπάρχουν τόσα και τόσα ταλέντα που προσπαθούν να κρατήσουν ψηλά τη σημαία του, σε ένα πλήθος από διάσπαρτες διαφορετικές σημαίες;
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος δεν θα ξαναβγεί, γιατί η απώλειά του και η εποχή του είχαν ήδη βάλει ημερομηνία λήξης σε αυτό που ο ίδιος έφερε.