Όταν ο Φραντς Κάφκα συνάντησε για πρώτη φορά τη Μιλένα Γέσενσκα, είχε πληροφορηθεί από το γιατρό του ότι ο δρόμος της ζωής του θα είναι δύσκολος. Πέρα από την απέραντη μελαγχολία του και τη συνήθεια να βλέπει περιττή την ύπαρξή του, είχε πληροφορηθεί για την εμφάνιση της φυματίωσης. Είμαι βέβαιος πως για τον Κάφκα, που το 1920 είχε γράψει ήδη τα δύο του μεγάλα πονήματα μεταξύ άλλων, την Δίκη και την Μεταμόρφωση, η πληροφορία της φυματίωσης ήταν άλλο ένα βότσαλο στη λίμνη της προσωπικής του κατάθλιψης. Αλλά υπήρξε μία αχτίδα φωτός που την έφερε μία γυναίκα.
Ο Κάφκα γνώρισε τη Μιλένα σε ένα καφέ στην Πράγα, όπου ήξερε πως η νεαρή κοπέλα είχε ξεκινήσει να μεταφράζει μερικά από τα διηγήματά του από τα γερμανικά στα τσέχικα. Αν ο Κάφκα μέχρι τότε ένιωθε απέραντη μοναξιά, με προβλήματα τόσο οικονομικά όσο και οικογενειακά με την θυελλώδη σχέση ανάμεσα στον ίδιο και τον πατέρα του, θα περίμενε κανείς πως ο ξαφνικός έρωτας του που άνθισε για τη Μιλένα, ήταν ίσως από τις πιο δυνατές στιγμές στη ζωή του. Αν όχι η πιο δυνατή, μία που θα τον βοηθούσε να δει τη ζωή μέσα από διαφορετικό πρίσμα. Αλλά ο Κάφκα δεν ένιωσε έτσι. Δεν θεώρησε τον εαυτό του ποτέ αρκετά καλό για εκείνη, παρότι βρήκε μία γυναίκα που σε αντίθεση με άλλους δεν τον έκρινε ποτέ και δέχτηκε όλα όσα ήταν σαν ύπαρξη.
Η Μιλένα προερχόταν από μία συντηρητική οικογένεια, κόρη ενός διάσημου χειρουργού στην Πράγα, που φρόντισε η κόρη του να πάρει την καλύτερη δυνατή μόρφωση για την εποχή. Είχε ήδη αντιληφθεί τι σημαίνει να είσαι αυτό που κάποιοι με δισταγμό ψέλλιζαν, «ελεύθερο άτομο», και για τα 24 της χρόνια έδειχνε να αντιλαμβάνεται πως λειτουργεί και σκέφτεται ο κόσμος – ειδικά απέναντι σε γυναίκες που ήθελαν να πάρουν την ζωή τους στα χέρια τους. Ο πατέρας της δεν της συγχώρεσε ποτέ που παντρεύτηκε κρυφά έναν Εβραίο, τον συγγραφέα Έρνστ Πόλακ, τον οποίο ο Κάφκα γνώριζε, όπως και το ότι το ζευγάρι έμενε στη Βιέννη προσπαθώντας να βγάλει τα προς το ζην.
To «Γράμματα στη Μιλένα» από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Τέα Ανεμογιάννη
Ο Κάφκα δεν ένιωσε ποτέ ισάξιος της. Για εκείνον ήταν ένα ιερό στο οποίο δεν είχε ποτέ το δικαίωμα να προσευχηθεί. Ένας εξοστρακισμένος χωρίς λόγο και αιτία που πίστευε ότι, αν την κρατούσε στα χέρια του, θα τη μόλυνε με κάποιον τρόπο. Γιατί ο Κάφκα ένιωθε ακάθαρτος χωρίς λόγο και αιτία από την πρώτη στιγμή που κατάλαβε ότι το κεφάλι του μπορεί να σκέφτεται. Δεν ήταν άλλωστε κάτι που της έκρυβε. Της έλεγε ότι ένιωθε βρώμικος. Για τον Κάφκα η Μεταμόρφωση είχε ήδη συμβεί και τρομοκρατούταν στην σκέψη να μπορούσε να δει η Μιλένα το τέρας που έβλεπε εκείνος στον καθρέφτη της ψυχής του. Οπότε προτίμησε τις επιστολές και τα γράμματα. Σε σημείο που γνώριζε πως δεν είχε κάποια τύχη ή εξέλιξη αυτή η σχέση, όχι μόνο λόγω της απόστασης μεταξύ τους αλλά και εξαιτίας των χαρακτήρων τους. «Είτε θα είσαι δική μου και όλα θα είναι όμορφα, είτε θα σε χάσω και, δεν είναι πως θα νιώθω άσχημα, αλλά δεν θα υπάρχει πια τίποτα, καμία ζήλεια, κανένας πόνος, κανένα άγχος, τίποτα απολύτως».
Τελικά το καλοκαίρι του 1920, κατάφεραν να περάσουν μαζί τέσσερις ημέρες. Τέσσερις ημέρες που από τα γράμματα του Κάφκα, έδειχναν πως είχε μόλις αντιληφθεί έναν έρωτα μέσα του να ανθίζει, να τον κατακλύζει, σε σημείο μάλιστα που αισθανόταν ότι δεν τον ενοχλούσε η φυματίωση. Αλλά με κανένα αίσιο τέλος, πόσο μάλλον όταν η Μιλένα δεν σκεφτόταν να τελειώσει τον γάμο της. Συναντήθηκαν άλλη μία φορά στο Γκμουντ τον Αύγουστο. Και μετά όλα βυθίστηκαν σε αυτή τη μοναχική λίμνη που ο Κάφκα είχε φορτώσει με πέτρες όλη του την ζωή. Πέθανε σε ένα σανατόριο το 1924. Εκείνη θα πέθαινε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1944, αλλά όχι πριν εξιστορήσει τον κρυφό της έρωτα για έναν άσημο συγγραφέα, στην Margarete Buber-Neumann που έγραψε την βιογραφία της με τίτλο «Μιλένα, η φίλη του Κάφκα».
Σε κάθε περίπτωση, τα γράμματα του Κάφκα στη Μιλένα μέχρι και σήμερα, αποτελούν όλο εκείνο το φως που ποτέ του δεν πίστευε ότι έκρυβε μέσα του. Την δυνατότητά του να αγαπήσει και να αγαπηθεί, σε ένα κόσμο που την ίδια στιγμή που μπορεί να σωθεί από μια τέτοια αγάπη, την σπρώχνει πολλές φορές μακριά. Είτε γιατί θεωρεί πως δεν την αξίζει, είτε γιατί δεν είναι έτοιμος να την δεχτεί. Αυτή η ιστορία γεμάτη έρωτα μπορεί να μην είχε αίσιο τέλος, αλλά κάθε ιστορία που κάνει δύο ανθρώπους να έρθουν τόσο κοντά, είναι μια αίσια ιστορία. Μια στιγμή που, όπως έλεγε ο μεγάλος Λιαντίνης, ξαναγεννιέται το σύμπαν. Από όλες εκείνες τις επιστολές, ξεχωρίζω αυτή εδώ.
Αγαπημένη μου Μιλένα
Εύχομαι ο κόσμος να τελείωνε αύριο. Τότε θα μπορούσα να πάρω το επόμενο τρένο, να φτάσω στο κατώφλι σου στη Βιέννη και να πω: «Έλα μαζί μου, Μιλένα. Θα αγαπάμε ο ένας τον άλλον χωρίς ενδοιασμούς ή φόβο ή περιορισμό. Γιατί ο κόσμος τελειώνει αύριο». Ίσως δεν αγαπάμε αδικαιολόγητα επειδή πιστεύουμε ότι έχουμε χρόνο ή πρέπει να υπολογίσουμε τον χρόνο. Τι γίνεται όμως αν δεν έχουμε τον χρόνο αυτό; Ή τι γίνεται αν ο χρόνος, όπως τον ξέρουμε, είναι άσχετος; Μακάρι ο κόσμο να τελείωνε αύριο. Θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ.