Oppenheimer: 3+1 μυθιστορίες της βόμβας με αφορμή την ταινία
H νέα ταινία του Christopher Nolan «έσπασε» τα ταμεία και είναι ίσως η κουρυφαία του, αλλά πόσο ακριβής είναι;
H νέα ταινία του Christopher Nolan «έσπασε» τα ταμεία και είναι ίσως η κουρυφαία του, αλλά πόσο ακριβής είναι;
Επιμέλεια Κώστας Ταμπάκης
Τα γεγονότα είναι γνωστά: Στις 6 Αυγούστου του 1945, μια πυρηνική βόμβα με κωδικό όνομα Little Boy εξερράγη πάνω από τη Χιροσίμα, σκοτώνοντας 130.000 ανθρώπους. Τρεις μέρες μετά, στις 9 Αυγούστου, μια διαφορετικής τεχνολογίας πυρηνική βόμβα, με κωδικό όνομα Fat Man, εξερράγη πάνω από το Ναγκασάκι σκοτώνοντας 70.000 ανθρώπους. Αίφνης, η ανθρωπότητα μπήκε στην πυρηνική εποχή και το τρομακτικό πυρηνικό μανιτάρι έγινε μέρος του συλλογικού μας ασυνείδητου, μαζί με τους δορυφόρους και τα ταξίδια στο διάστημα. Το γεγονός έγινε ιστορία και η ιστορία μυθολογία. Όπως κάθε μύθος που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και το πυρηνικό πρόγραμμα περιέχει την Ύβρη και τη Νέμεση, τους τραγικούς ήρωες και τους από μηχανής θεούς, τους άγιους που αφορίστηκαν αλλά και τους αμαρτωλούς που αγιοποιήθηκαν. Ας ονομάσουμε αυτή τη μίξη αλήθειας, ψεύδους και μυθολογίας μυθιστορία.Η ταινία Oppenheimer, της οποίας το σενάριο ο Νόλαν αντλεί από το κλασικό βιβλίο American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer των Bird και Sherwin (στα ελληνικά ως Ο Θρίαμβος και η Τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, εκδόσεις Τραυλός, 2008) μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε κάποιες από τις μυθιστορίες που αναπτυχθήκαν γύρω από την πυρηνική βόμβα.
Τι συνέβη: Ο Oppenheimer ήταν επικεφαλής του Λος Άλαμος, το οποίο ήταν ένα μόνο από τα περίπου 20 εργαστήρια και εργοστάσια που αποτελούσαν το Πρόγραμμα Μανχάταν. Ο αρχηγός όλου του Προγράμματος ήταν ο Ταξίαρχος Λέσλι Γκρόβς, ο οποίος είχε υπάρξει λίγα χρόνια πριν ο υπεύθυνος κατασκευής του Πεντάγωνου. Ας θυμηθούμε εδώ ότι το Πεντάγωνο ήταν το μεγαλύτερο εργασιακό κτήριο του κόσμου για 80 χρόνια. Ο Groves, με την αναγνωρισμένη οργανωτική και διοικητική εμπειρία, είχε λοιπόν την ανώτερη και απόλυτη εποπτεία όλου του Προγράμματος Μανχάταν, και ο Οπενχάιμερ ήταν ένας μόνο από τους υφιστάμενους του. Το Λος Άλαμος, ως εργαστήριο, είχε σκοπό να σχεδιάσει και να κατασκευάσει την πυρηνική βόμβα. Αυτό μπορεί να φαίνεται σήμερα το βασικό ζήτημα, αλλά την εποχή εκείνη, το κύριο τεχνικό πρόβλημα ήταν η απομόνωση και μαζική παραγωγή του κατάλληλου ισότοπου του ουρανίου και του πλουτωνίου, όχι η βόμβα η ίδια. Το Λος Άλαμος δεν ήταν καν το πιο πολυδάπανο από τα εργαστήρια, μια που τελικά κατανάλωσε μόνο το 4% του συνολικού προϋπολογισμού του Προγράμματος.
Τι συνέβη: Το Λος Άλαμος μπορεί να ήταν ένα μόνο μέρος του Προγράμματος Μανχάταν, αλλά ήταν ένα ιδιόμορφο μέρος. Σε αυτό συνέρρευσαν κάποιοι από τους πιο διάσημους φυσικούς της εποχής, από τον νέο τότε Φάυνμαν μέχρι τον πάπα της κβαντομηχανικής Μπορ και από τον ιδιοφυή Φον Νόιμαν μέχρι τον εφευρέτη του πυρηνικού αντιδραστήρα Φέρμι. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεν υπήρξε ξανά τέτοια σύμπραξη Βραβείων Νόμπελ, ήδη απονεμηθέντων ή μελλοντικών, σε οποιοδήποτε εγχείρημα. Το να μπορέσει κάποιος να εποπτεύσει και να καθοδηγήσει μια τέτοια συγκέντρωση ικανοτήτων απαιτούσε εξαιρετικές, και σπάνιες, ικανότητες. Ο Οπενχάιμερ ήταν μεν η πρώτη επιλογή του Γκρόβς, αλλά δεν ήταν σαφές γιατί ήταν ο καταλληλότερος. Ήταν ένας πρώτης τάξης φυσικός, αλλά το Πρόγραμμα Μανχάταν γενικά, και το Λος Άλαμος ειδικότερα, είχε πολλούς τέτοιους φυσικούς. Η ειδίκευση του ήταν η θεωρία, με ελάχιστη γνώση οργάνωσης δύσκολων πειραμάτων, όπως αυτά που απαιτούσε το Μανχάταν. Τέλος, δεν είχε ιδιαίτερη οργανωτική πείρα, μια που δεν ήταν καν επικεφαλής του Τμήματος Φυσική στο Μπέρκλεϋ, όπου δίδασκε πριν τον πόλεμο.
Παρόλαυτα, ο Γκροβς τον επέλεξε για επικεφαλής του Λος Άλαμος. Έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για τους λόγους της απόφασης αυτής, αλλά ακόμα και σήμερα τίποτα δεν είναι σίγουρο. Ο Οπενχάιμερ ήταν το αντίθετο του Γκροβς, ένας κατά βάση φιλειρηνιστής, λεπτεπίλεπτος κοσμοπολίτης, με βαθιά καλλιτεχνική και φιλοσοφική καλλιέργεια και με ήπιες φιλοκομμουνιστικές τάσεις. Ο φιλειρηνισμός και ο φιλοκομμουνισμός ήταν, όμως, την εποχή εκείνη, σοβαρά μειονεκτήματα στα μάτια του Στρατού. Ακόμα και ο Αϊνστάιν, από καιρό Αμερικάνος πολίτης, δεν έγινε δεκτός στο Πρόγραμμα Μανχάταν επειδή ήταν υπέρ του δέοντος φιλειρηνιστής και σοσιαλιστής. Ο Γκροβς, από την άλλη, ήταν ένας αυστηρός στρατιωτικός, με επιβλητικό παράστημα και ακόμα πιο επιβλητικούς τρόπους, που του είχαν δώσει το παρατσούκλι ‘Ο Γορίλλας’. Παρόλαυτα, ο Γκροβς εμπιστεύθηκε τον Οπενχάιμερ, είτε γιατί θεωρούσε ότι μπορούσε να τον ελέγξει και εκβιάσει εύκολα, είτε γιατί τον θεωρούσε ικανό να παίξει τον διαμεσολαβητή μεταξύ στρατού και επιστημόνων, είτε γιατί απλά ήταν ο μόνος αρκετά αναγνωρίσιμος επιστήμονας που δέχθηκε να αναλάβει τη θέση. Σε κάθε περίπτωση, ο Οπενχάιμερ αποδείχτηκε ένας εξαιρετικός επικεφαλής, που κατάφερε να εμψυχώσει και να διοικήσει μια πολύ ετερογενή ομάδα ιδιοφυών φυσικών και τεχνικών και να εποπτεύσει επιτυχώς ένα εξαιρετικά σύνθετο επιστημονικό επίτευγμα.
Τι συνέβη: Λόγω της ανάγκης για μυστικότητα, τα μέρη που επιλέχθηκαν για το Πρόγραμμα Μανχάταν ήταν απομακρυσμένα και απομονωμένα. Ολόκληρες πόλεις, όπως άλλωστε το Λος Άλαμος των 8500 κατοίκων, κατασκευάστηκαν εκ του μηδενός για να στεγάσουν τις οικογένειες των επιστημόνων, των τεχνικών και του βοηθητικού προσωπικού. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που το Πρόγραμμα Μανχάταν κόστισε στο σύνολό του 2 δις δολάρια, που αναλογούν σε περίπου 23 δις δολάρια σήμερα. Με τα σημερινά δεδομένα, το ποσό φαντάζει τεράστιο, και δικαιολογημένα. Αν όμως ιδωθεί στα πλαίσια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είναι τόσο μυθικό. Όλη η αμερικάνικη οικονομία είχε προσανατολιστεί στην παραγωγή πολεμικού υλικού, με αποτέλεσμα να επιτευχθούν ρυθμοί παραγωγής που φαντάζουν εξωπραγματικοί. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ μόνοι τους κατέληξαν να κατασκευάσουν τα 2/3 του πολεμικού υλικού των Συμμάχων. Οι ΗΠΑ ναυπήγησαν 6500 πλοία σε 4 χρόνια, που αντιστοιχεί σε περίπου 4 πλοία την ημέρα. Το ότι τα περισσότερα ήταν τα διάσημα Liberty, τα οποία μετά χαρίστηκαν σε συμμάχους, και αποτέλεσαν πηγή πολλών εφοπλιστικών σκανδάλων στην μεταπολεμική Ελλάδα, διόλου δε μειώνει το βιομηχανικό αυτό επίτευγμα. Αντίστοιχα, η Ford παρήγαγε κατά μέσο όρο ένα στρατιωτικό όχημα κάθε ενάμιση λεπτό.
Σε αυτά τα επίπεδα παραγωγής, τα 2 δις του Προγράμματος Μανχάταν δεν φαίνονται τόσα πολλά. Στην πραγματικότητα, το Πρόγραμμα Μανχάταν δεν ήταν καν το μεγαλύτερο στρατιωτικό πρόγραμμα. Η ‘τιμή’ αυτή ανήκει στο πρόγραμμα σχεδιασμού και παραγωγής των βομβαρδιστικών Boeing B-29, τα οποία κόστισαν 3 δις δολάρια (κοντά 35 δις σήμερα). Ένα μάλιστα από αυτά μετέφερε και τη βόμβα Fat Man στο Ναγκασάκι. Η τελειοποίηση και η κατασκευή των ραντάρ από το MIT Radiation Lab, την ίδια περίοδο με το Πρόγραμμα Μανχάταν, κόστισε άλλα 1,5 δις δολάρια (17 δις σήμερα). Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η πυρηνική βόμβα ήταν ένα ακριβό νέο όπλο, αλλά δεν ήταν ούτε το ακριβότερο, ούτε το μοναδικό. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καν ένα αμιγώς αμερικάνικο πρόγραμμα. Η αρχική μελέτη για τη δημιουργία μιας ατομικής βόμβας ξεκίνησε στη Μεγάλη Βρετανία, υπό το κωδικό όνομα ‘Tube alloys project’. Τελικά, δεκάδες εξέχοντες μη-Αμερικάνοι φυσικοί, όπως ο Μπορ, ο Τσάντγουικ, ο Όλιφαντ και ο Μπέθε κατέληξαν να δουλεύουν στον Πρόγραμμα Μανχάταν.
Τι συνέβη: Ο ιστορικός διάλογος για την αναγκαιότητα ή μη των βομβών μαίνεται από το 1946 μέχρι σήμερα. Η φρίκη του πυρηνικού μανιταριού εν μέσω του θριάμβου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε τους πρωταγωνιστές της εποχής να υπερασπιστούν τη ρίψη των δυο βομβών. Για τις ΗΠΑ, η Ιαπωνία, με τις βλέψεις της στον Ειρηνικό, ήταν εξίσου σημαντικός αντίπαλος με τον Χίτλερ, αν όχι ακόμα σημαντικότερος. Η συνέχιση του πολέμου με την Ιαπωνία, έγραψαν οι μεγαλύτεροι ψυχροπολεμικοί αμερικάνοι ιστορικοί, θα σήμαινε έναν εξαντλητικό αγώνα νησί προς νησί, όπου στο τέλος οι απώλειες θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες και για τις δυο πλευρές. Επισημαίνεται, και όχι άδικα, ότι οι συμβατικοί βομβαρδισμοί στην Ιαπωνία είχαν ήδη εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Υπήρχαν ιαπωνικές πόλεις που, από τους συμβατικούς βομβαρδισμούς και μόνο, είχαν χάσει μέχρι το 90% του πληθυσμού τους. Στο πλαίσιο αυτό, η ψυχροπολεμική ιστοριογραφία λέει ότι η χρήση των βομβών ήταν σχεδόν ανθρωπιστική, μια που η ισχύς τους ανάγκασε τον Χιροχίτο να συνθηκολογήσει λίγες μέρες μετά.
Η αλήθεια είναι ότι το διάγγελμα του Χιροχίτο στον γενικό πληθυσμό αναφέρει ρητά ως έναν από τους λόγους τις νέες βόμβες των εχθρών. Στο διάγγελμα όμως προς τον στρατό, οι βόμβες δεν αναφέρονται καθόλου. Μια νέα γενιά ιστορικών, Αμερικανών και Ιαπώνων, οι οποίοι έχουν πια πρόσβαση στις επικοινωνίες και τα αρχεία της Ιαπωνικής Διοίκησης και του Αμερικάνικου Στρατού, έχουν δείξει ότι η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν πρόλαβαν να επηρεάσουν καθοριστικά τις αποφάσεις της Ιαπωνίας. Το καθοριστικό σημείο ήταν η απόφαση του Στάλιν να εισέλθει στον συγκεκριμένο πεδίο μάχης στις 8 Αυγούστου του 1945. Αν αυτό έκανε τις βόμβες μη αναγκαίες, ή αν, ακόμα χειρότερα, οι βόμβες είχαν απλώς σκοπό να δείξουν στους Σοβιετικούς τις δυνατότητες της αμερικάνικης ισχύος, δεν είναι ακόμα σαφές. Λόγω των εθνικών και εθνικιστικών γοήτρων που εμπλέκονται, δεν θα γίνει ίσως και ποτέ σαφές.
Η πυρηνική βόμβα και το Πρόγραμμα που τη γέννησε συνεχίζουν να μας στοιχειώνουν – ή να μας καθορίζουν, ανάλογα με την οπτική που υιοθετεί ο καθένας και η καθεμία. Είναι προφανές ότι η ιστορία και ο μύθος γύρω από αυτά δεν εξαντλούνται ούτε κατά διάνοια στα παραπάνω. Η μεταμέλεια κάποιων επιστημόνων, όπως του Οπενχάιμερ του ίδιου, ο αγώνας άλλων, όπως του Τέλερ, για ακόμα πιο ισχυρές βόμβες, η σχέση της πυρηνικής τεχνολογίας με τον Ψυχρό Πόλεμο, η έμφυλη διάσταση της παραγωγής της βόμβας, όλα είναι το ίδιο και παραπάνω σημαντικά με όσα το σύντομο αυτό σημείωμα έθιξε. Άλλα δεν μπορούν να απαριθμηθούν όλα σε λίγες γραμμές. Ας μείνουμε στην εξής ανατριχιαστική στατιστική: Από τη Χιροσίμα μέχρι σήμερα, οι πυρηνικές δοκιμές ανά την υφήλιο έχουν διοχετεύσει στην ατμόσφαιρα 500 φορές περισσότερα ραδιενεργά υλικά από τη βόμβα της Χιροσίμα. Το Τσέρνομπιλ μόνο του αντιστοιχούσε σε άλλες 400 Χιροσίμα. Απ’ ότι φαίνεται, για την ανθρωπότητα, τα μακάβρια ρεκόρ υπάρχουν μόνο για να ξεπερνούνται.