Πριν από καμιά εβδομάδα περίπου μου έτυχε αυτό που δεν μπορώ να το ευχηθώ ούτε στον μεγαλύτερό μου εχθρό: Καθισμένος στην καναπεδάρα με το αμόρε στα δεξιά κι έναν κοινό κολλητό στα αριστερά. Ο ντελιβεράς μόλις είχε φέρει εις πέρας την αγία αποστολή του και οι πίτσες, αφράτες και ζεστές, περίμεναν την καθιερωμένη τους συνοδεία: Μπύρες.
Τα μπουκάλια αραγμένα στο ψυγείο, ανέλαβα πρόθυμα να τα μεταφέρω στο τραπέζι. Ανοίγω πορτάκι, τις βγάζω, κατευθύνομαι προς το συρτάρι για να πάρω το ανοιχτήρι κι ένα νανοσεκόντ πριν θυμάμαι πως από τότε που μπήκαμε στο νέο μας σπίτι (3 μήνες τώρα) δεν δεήσαμε να αγοράσουμε ένα από δαύτα. Ρίχνω καντήλι μέτριας δυναμικότητας, κοιτάζω την παρέα, τους λέω τα νέα ξενερωμένος. «Δώσε μία εδώ ρε άνθρωπε», ξεστόμισε με αποφασιστικότητα ο Αλέξης και πριν προλάβω να του απλώσω το χέρι με το μπουκάλι της μπύρας, εκείνος είχε βγάλει έναν αναπτήρα από την κωλότσεπη.
Ήξερα τι θα έκανε.
Ξενέρωνα με αυτό που θα έκανε.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον αποτρέψω να το κάνει.
Το έκανε.
«Με ξεφτίλισε», ξεκίνησα να σκέφτομαι, την ίδια ακριβώς στιγμή που ο ΜακΓκάιβερ του σαλονιού μου, άνοιγε με ένα ανεπαίσθητο «τσικ» το μπουκάλι. Θα μπορούσα να ορκιστώ εκείνη τη στιγμή πως κάπου, εγώ, κάποτε είχα καταφέρει να ανοίξω με έναν αναπτήρα το καπάκι μιας κάποιας μπύρας. Πρέπει να ήταν στον στρατό, αλλά μπορεί και να μην ήταν. Σημασία έχει ότι το είχα καταφέρει. Κάποτε. Παλιά. Όχι τώρα.