Ήταν τα χασομέρια του 2009. Η αίθουσα του «Άστυ» στην Κοραή ασφυκτικά γεμάτη, το οποίο πρακτικά σήμαινε ότι περνούσες περίπου τη μισή διάρκεια της προβολής προσπαθώντας να βρεις την κατάλληλη γωνία θέασης ανάλογα με τη γωνία που έχει διαλέξει ο μπροστινός σου, που και αυτός άλλαζε στάση ανάλογα με τη γωνία του μπροστινού του και πάει λέγοντας. Έπαιζε τον «Κυνόδοντα», την ταινία του Λάνθιμου (σε σενάριο του ίδιου και του Ευθύμη Φιλίππου), που είχε διαπρέψει στο φεστιβάλ των Καννών.
Οι κουβέντες σχετικά με τον «Κυνόδοντα» ήταν ίσως αυτές που διασταυρώνονταν πιο συχνά πάνω από ποτήρια με λίγο τζιν και τόνικ ή πολύχρωμα κοκτέιλ και ανοιγμένες free press στις σελίδες του σινεμά. Έτσι ήταν, αν κυκλοφορούσες αποκλειστικά σε μια ακτίνα 400 μέτρων γύρω από την πλατεία Καρύτση. Πέραν αυτής της ακτίνας, άρχιζε η αχανής επικράτεια του κάθε «I Love Karditsa» -και αυτό το λεω δίχως ίχνος ελιτισμού, απλώς το καταθέτω ως παρατήρηση.
Ήταν όμως 2009. Ο ΓΑΠ είχε σε μια σκοτεινή και απάτητη γωνιά του μυαλού του να μας κάνει Δανία του Νότου, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου να ψέλλιζε κάτι περί Τιτανικού που οδηγείται στα βράχια, τα blogs ήταν ακόμα επιδραστικά (αν και καθόλου αθώα εν γένει) και γενικά μας έπαιρνε να τσακωνόμασταν για τον αν οι Animal Collective έβγαλαν το album της χρονιάς και αν ο «Κυνόδοντας» ήταν καλή ταινία ή όχι. Για την ακρίβεια, αν ήταν ταινία ή «μια μαλακιά και μισή», «δηθενιά» και «κουλτουριάκο».
Είναι 2017. Οι Λάνθιμος και Φιλίππου κερδίζουν δεύτερη οσκαρική υποψηφιότητα (μετά τον «Κυνόδοντα») με τον «Αστακό» (στην κατηγορία πρωτότυπου σενάριου) και ακόμα συζητάμε αν αυτό το σινεμά που πρεσβεύουν, αυτό που για λόγους marketing κυρίως και εύκολης φεστιβαλικής πρόσβασης (δηλαδή πάλι marketing) φωτίστηκε από μια πινακίδα νέον που έγραφε «Greek Weird Cinema», αξίζει τον κόπο να το παρακολουθήσεις ή αν είναι (πάμε ξανά): «μια μαλακιά και μισή», «δηθενιά» και «κουλτουριάκο».
Προφανώς, ο καθένας έχει δικαίωμα να του αρέσει κάτι ή να μην του αρέσει. Να τον συγκινεί ή όχι. Αν με ρωτάς, και εγώ προτιμώ περισσότερο τις ταινίες άλλων σύγχρονών σκηνοθετών, του Οικονομίδη και του Κούτρα ή και του Παπαδημητρόπουλου, για παράδειγμα, που πρεσβεύουν ένα σινεμά με θερμοκρασία, ένα σινεμά που πάλλεται σαν ανθρώπινη σάρκα, πιο εσωστρεφές, σε σχέση με αυτό του Λάνθιμου, αλλά και πιο «δικό μας».
Πώς να στο πω, μου αρέσουν περισσότερο οι ταινίες που τις αισθάνεσαι όπως ένιωθε ο Παπαδημητρίου όταν το γυμνό κορμί του ακουμπούσε πάνω σε αυτό της Τρίγγου στην κλασική σκηνή του «Suntan».
Είναι όμως εντελώς άλλο κάτι να μην μου αρέσει, και τελείως διαφορετικό να φέρνω τη μπουλντόζα της αισθητικής μου και να τα κάνω όλα ίσωμα Το δίδυμο Λάνθιμου-Φιλίππου από τη πρώτη στιγμή δεν είχε να αντιμετωπίσει απλά την σκληρή κριτική. Είχε να παλέψει απέναντι στην ισοπέδωση και στην αντίδραση για την αντίδραση. Σχεδόν θα έπρεπε να πάρουν την κάμερα από τον έναν και το πληκτρολόγιο (όχι αυτό του «Κυνόδοντα») από τον άλλο. Μια ισοπέδωση που έχει ζήσει και από την ανάποδη και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, για να είμαστε δίκαιοι.
Δεν είναι όλη τους η δουλειά ισάξια (βλ. «Άλπεις»), ενώ εξαιτίας του σουξέ που είχε το δικό τους ύφους, υποστήκαμε και ταινίες που δεν βλέπονταν γιατί μηρύκαζαν αμήχανα μια μανιέρα και εντελώς λανθασμένα πήρε και αυτούς η μπάλα λες και έπαιξαν τους προφήτες του κινηματογράφου στην Ελλάδα. Κάπου-κάπου, ενοχλούσε και αυτή η αυτόκλητη (;) στρατιά μουτζαχεντίν, η οποία ήταν πρόθυμη να υπερασπιστεί με σθένος ακόμα και τη εβδομαδιαία λίστα για ψώνια του Φιλίππου ή το βήξιμο του Λάνθιμου.
Τα βραβεία και οι βραβεύσεις δεν αποτελούν από μόνα τους αποδείξεις διάκρισης ή καλλιτεχνικής αξίας. Θεσμοί είναι τα κάθε φύσης βραβεία και ως τέτοιοι έχουν τους δικούς τους μηχανισμούς, τους δικούς κώδικές, τα δικά του «πρότυπα» που θέλουν να αναπαράγουν. Από την άλλη μπορούν να λειτουργήσουν ως το τελευταίο καταφύγιο όταν πολύ απλά αγνοούνται άλλα πιο σημαντικά.
Ποια είναι αυτά; Ότι το σινεμά του Λάνθιμου και του Φιλίππου είναι ένα σινεμά με ταυτότητα, που εξελίσσεται, που αλλάζει, διατηρώντας τις σταθερές του, που κινείται σε μια ρότα με βάση ένα όραμα που το περιεχόμενο του σε αφορά.
Και στην τελική, αλήθεια, ρε παιδιά. Δύο οσκαρικές υποψηφιότητες είναι αυτές σε τρεις ταινίες που έχουν συνεργαστεί οι δυο τους. Είναι αδιανόητο να εισπράττουν τόση χλεύη.