Χαρακτηριστική εικόνα από παραμονή Χριστουγέννων. Γυρνάω σπίτι, έχει ξημερώσει, κάνω οχτάρια, οι γονείς μου ξύπνιοι πίνουν καφέ, «χρόνια πολλά» μου λένε, «ναι οκ» τους απαντάω, πάω καρφί στο κρεβάτι, κι εκεί που έχει πάει να με πάρει ο γλυκός υπνάκος, (αυτό που αρχίζει να τρέχει το σαλιάκι και χαζοχαμογελάς), ξεκινάνε τα βασανιστικά κι επίμονα κουδούνια
Ο ήχος από τα τρίγωνα ακούγεται μεν, αλλά με την πόρτα κλειστή, είναι περισσότερο παρηγορητικός και νανουριστικός, σε σχέση με τα κωλοκούδουνα που χτυπάνε τα παλιόπαιδα λες και δεν ήρθαν για να πουν τα κάλαντα αλλά για να μας κάνουν φάρσα.
Κάπου εκεί είναι που αρχίζεις τα μπινελίκια από μέσα σου. Και κυρίως; Κάπου εκεί είναι που συνειδητοποιείς ότι μεγαλώνεις. Ότι γίνεσαι κακός, μίζερος, γεροπαράξενος Σκρουτζ, που του τη σπάει το πνεύμα των Χριστουγέννων, τα κάλαντα, τα λεφτά που πρέπει να δώσει στα παιδιά, τα ίδια τα παιδιά.
Λες κι εμείς δεν έχουμε υπάρξει παιδιά. Λες και δεν πηγαίναμε μικροί για κάλαντα. Το περιμέναμε πώς και πώς να πάρουμε το φιλαράκι ή τα φιλαράκια μας, συμμαθητές, αδέρφια, ξαδέρφια και να πάμε να κάνουμε την μπάζα της χρονιάς! Να κάτσουμε μετά να τα μετρήσουμε γεμάτοι ικανοποίηση για αυτά που μαζέψαμε (λεφτά υπήρχαν) και να τα φάμε σε δώρα. Και δεν ήταν μόνο τα λεφτά αλλά ολόκληρη η φάση.
Τον χαβαλέ, τις πλάκες, την ημιμαγκιόρικη επιμονή μας να τα πούμε σε αυτούς που δεν ήθελαν και μας ξενέρωναν με την ατάκα «μας τα ‘παν». Σπαστικό, ε; Το ξέρουμε ότι σας τα ‘παν. Αλλά αυτό γίνεται σήμερα. Τα λέμε. Σαν να πας να την πέσεις σε μία τύπισσα και να σου πει «μου την έπεσαν». Όοοοχι κοριτσάκι! Εδώ θα μείνεις να ακούσεις τις πεσιματικές μου ατάκες, ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ.
Τέλος πάντων. Μη γίνεσαι παράξενος, βρε αδερφέ. Κι εσύ κι εγώ και όλοι. Αναβίωσε αυτή τη μέρα, ξύπνα όλες τις παιδικές σου αναμνήσεις και δες στα μάτια των παιδιών που θα στα πουν, τον εαυτό σου.
Και κάν' το σωστά
Πρώτον, άνοιξε σε όλα. Και υποδέξου τα με χαμόγελο ακόμη κι αν καταλαβαίνεις ότι κάποια απ’ αυτά το κάνουν για το… μεροκάματο. Κι εσένα όταν σου άνοιγε η καλή κυριούλα και σου έλεγε με χαρά «πείτε τα παιδιά», έπαιρνες φόρα κι ας έτρεχαν στα μάτια σου δολάρια.
Μην τα διακόψεις αμέσως για να τους δώσεις τα λεφτά. Ούτε να κάνεις το κλασικό που μας έκαναν οι άλλοι «εντάξει παιδιά, πάρτε τα λεφτά χωρίς να τα πείτε, μου τα ‘χουν πει 100 φορές». Δεν είναι έρανος, δεν πουλάνε χαρτομάντιλα. Να τιμάμε και τις παραδόσεις λίγο βρε αδελφέ.
Από την άλλη βέβαια, μην σε πιάσει αυτό το δασκαλίστικο που έχουν μερικοί και νομίζουν ότι τα παιδιά έρχονται να πουν τα κάλαντα για να περάσουν από εξετάσεις. Που σε αφήνουν να τα λες, να τα λες, να τα λες, περιμένοντας να δουν μέχρι πού τα ξέρεις. Ποπο σπασοπούλεμα! Τα λέγαμε, τα λέγαμε κι ο άλλος δεν μας σταμάταγε. Δώσ’ μας τα λεφτά να φύγουμε ρε μεγάλε, που μας εξετάζεις κιόλας. Ειδικά προς το τέλος, εκεί που άρχιζες και ξέχναγες τον επόμενο στίχο, εκεί σε κυρίευε το άγχος. Ούτε στις Πανελλήνιες τέτοια μανούρα. Και δεν χρειάζεται να τα διορθώσεις αν κάνουν λάθος. Κάλαντα είναι, όχι εξίσωση.
Και πού 'σαι. Ας έχεις και μερικά ψιλά έτοιμα, από την προηγούμενη πάνω στο τραπέζι ε; Ψιλά, όμως, όχι κουραμπιέδες. Εκτός αν θες να κάνεις μαύρα Χριστούγεννα απ’ τις κατάρες τους. Ναι, ρίχνουν, έχουν γίνει και σχετικές έρευνες. Να τα έχεις έτοιμα, λοιπόν, για να μην ψάχνεσαι. Έτσι είχε γίνει και μια φορά όταν ήμουν με δυο φίλους σπίτι και ήρθαν ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι να μας τα πουν. Τα έψαλαν, τελείωσαν, ψάχναμε ψιλά, τσακωνόμασταν μεταξύ μας για το ποιος έχει και ξαφνικά ακούμε στο βάθος έναν «ΜΠΑΜ», ξενέρωσαν τα παιδάκια, βάρεσαν την πόρτα κι έφυγαν.
Δεν έχω δει πρωτάθλημα από τότε.
Το νου σας, λοιπόν, και Χρόνια μας Πολλά!