Αγαπημένη μου Σέρσεϊ,
Την ώρα που σου γράφω αυτές τις γραμμές, τρέμει το φυλλοκάρδι μου, μην τυχόν κι αυτό το γράμμα πέσει στα λάθος χέρια. Γιατί έτσι και το πάρουν χαμπάρι φίλοι και γνωστοί, τα αστειάκια για τα γούστα μου δε θα σταματήσουν ποτέ. Γλέντι μεγάλο θα στηθεί στην πλάτη μου. «Τι έγινε Γιωργάκη, γουστάρεις τη Βασίλισσα;» κι άλλες τέτοιες ομορφιές, καταλαβαίνεις.
Ήδη τους ακούω να λένε πως δε με δέησε ο Θεός να έχω αδερφή. Πως αυτή είναι εξώλης και προώλης, που πας να μπλέξεις ρε φουκαρά; Πως καλύτερα να ερωτευόμουν ένα βαθύ πηγάδι Σέρσεϊ, παρά εσένα. Κάποιοι θα το παρακάνουν, τη λέξη «πουτάνα» θα ξεστομίσουν οι αναιδείς. Και τότε, ω φίλε, ποιος είδε τον καψούρη και δεν τον φοβήθηκε. Σπαθί θα βγάλω να υπερασπιστώ την τιμή σου καρδούλα μου. Κι ας γελάει ο κόσμος με μένα -και με την «τιμή» σου.
Γιατί δεν ξέρεις, εγώ πόσο ΠΟΛΥ σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε διάβασα στις σελίδες του Game of Thrones. Μη δίνεις σημασία στο τι λένε οι θεατές. Αυτοί ΔΕΝ ξέρουν (πως στα βιβλία είσαι τρισχειρότερη από ότι στην οθόνη).
Σε παρακολούθησα να στήνεις τη μία δολοπλοκία μετά την άλλη κούκλα μου. Να κάνεις τα χειρότερα· πράγματα φριχτά που θα έκαναν και τον Αττίλα ακόμη να κοκκινίσει, μιας κι εσένα ο εγωισμός σου ζυγό δεν υπομένει. Ιερό κι όσιο εσύ δεν υπολογίζεις· επειδή αυτά είναι για τους άλλους, τους δειλούς. Σε τέτοιο βαθμό είδα να φτάνει το καφριλίκι σου, που στις Πύλες της Κολάσεως σίγουρη πόρτα θα φας. «Δε σας θέλουμε εδώ κυρία μου, να πάτε αλλού» θα σου πουν. Αλλά θα εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει –που ούτε στα καζάνια του Βεελζεβούλ δε σε θα σε κάνουν δεκτή.
Σε είδα να κρεβατώνεις όποιον βρεις μπροστά σου. Γέρους, κονιόρδους και παιδιά. Όποιον φορούσε και δε φορούσε πανοπλία, μέχρι και τον τελευταίο χλιμίτζουρα, μόνο και μόνο για να πετύχεις τους σκοπούς σου. Και μετά να τους πετάς σα στυμένη λεμονόκουπα, λίγο πριν βρεθούν σφαγμένοι σε κάποιο ανήλιαγο στενό. Και εγώ φώναζα με κίνδυνο να γίνω ρεζίλι: «Μπράβο κοριτσάρα μου, Ε-Ε-Ε-ΤΣΙ! Κέρνας του θάνατο, ρουθούνι να μη μείνει»!
Κάθε φορά που σε βλέπω να βάζεις άλλο ένα ποτήρι κρασί, εγώ λιώνω με την πάρτη σου. Σα μουσική μου ακούγεται η φωνούλα σου η μεθυσμένη, όταν δίνεις εντολές για μαζικές εκτελέσεις, πλάκα παθαίνω μεγάλη. Σου βάζω το «Evil Woman» των Black Sabbath αφιερωμένο, χάλια σε φαντάζομαι από τα ποτά να χορεύεις πάνω σε τάφους, κι εγώ να σου χτυπάω παλαμάκια στο πιο μακρύ ζεϊμπέκικο που γνώρισε το King’s Landing.
Τον Τζέιμι δεν τον φοβάμαι. Εδώ έχει ανεχτεί το μισό Γουέστερος που μπήκε στο βρακί σου. Με εμένα τον ταπεινό θα σκαλώσει τώρα; Δε νομίζω. Λογικά κι εσύ θα τα μπαλώσεις. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις» θα του πεις. «Δηλαδή ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ να νομίσω;» θα απαντήσει. Για να του κάνεις ρελάνς με βαριά ατάκα «εγώ για εμάς το κάνω». Κι έξαλλος να σου πει: «Με ποιον μωρέ; Με αυτόν τον ΑΣΧΕΤΟ μωρή καταραμένη;». Και κάπου εκεί θα τον αποτελειώσεις λέγοντας το γνωστό και πολύ θλιβερό «σκέψου το παιδί μας».
Γιατί τέτοια είσαι. Και μπράβο σου. Για αυτό σε γουστάρω και σε αγαπώ. Άσε τον κακομοίρη τον αδερφό σου ήσυχο, κι έλα να τυραννάς εμένα. Να ξέρεις θα έρθω να σε κλέψω μια βραδιά. Για να γλυτώσεις από το διαολεμένο το Γουέστερος, και το διαολεμένο Γουέστερος από σένα. Θα φύγουμε για διακοπές διαρκείας στα πιο ακριβά θέρετρα. Γαλλικά κρασιά, υπηρέτες στα χρώματα των Σταρκ ντυμένοι να τους τυραννάς κι έναν νάνο γελωτοποιό να τον έχεις του χεριού σου.
Μέχρι να μου φας όλα τα λεφτά. Και να με καταστρέψεις, αγάπη μου γλυκιά.