Αν υπάρχει ENA πράγμα που μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό το καλοκαίρι στην Αθήνα, αυτό είναι το μπαλκόνι σου. Εξαιρούνται οι συνθήκες βρασμού σε μέρες ανελέητου καύσωνα. Τότε, το χαιρετάς στωικά, κλείνεις την μπαλκονόπορτα, κλειδώνεις, στοκάρεις κάθε τρύπα που επιτρέπει τα επικίνδυνα διαπεραστικά μόρια λάβας, αράζεις στο σαλόνι και το χαζεύεις από ‘κει.
Το κοιτάς. Το βλέπεις μοναχό του, να λιώνει στη ζέστη. Το λυπάσαι. Το λυπάσαι τόσο που σου έρχεται να του πεις «έλα μέσα βρε». Επανέρχεσαι στην πραγματικότητα και μονολογείς: «Α ρε Αρνιακέ τι μου 'κανες. Να μην μπορώ να αράξω στην μπαλκονάρα μου με την μπυράκλα μου». Πατάς το κοντρόλ του air-condition να πάει στους μείον τρεις χιλιάδες βαθμούς και κοιτάς έξω σαν να είναι χειμώνας με βροχή, αλλά με τη διαφορά ότι ο χειμώνας είναι μέσα.
Τα πιο δροσερά τετραγωνικά του σπιτιού
Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να αράζεις στο μπαλκόνι σου. Μόνος σου, με το αμόρε, με παρέα. Ειδικά με παρέα. Αρκεί να μην έχεις περίεργους γείτονες, από αυτούς που κάθε χρόνο παραλαμβάνουν τιμητική πλακέτα με σκαλισμένο τίτλο: «Η Ελληνική Αστυνομία σας ευχαριστεί και φέτος που την προτιμήσατε».
Το μπαλκόνι σου δεν θα σε προδώσει ποτέ το καλοκαίρι. Θα είναι πάντα εκεί. Για σένα. Θα σε υποδεχτεί με ανοιχτά χέρια μετά τη δουλειά, όταν θα απλώσεις τις ποδάρες σου στο μπαμπού, θα πιεις την καλοκαιρινή σου ποτάρα. Θα υπομείνει την τσίκνα από τα βαρέα και ανθυγιεινά μπαρμπεκιού της παρέας σου. Θα σε νανουρίσει γλυκά μαζί με την χαλαρωτική μουσική σου. Θα σε καληνυχτίσει στοργικά όταν θα κλείσεις την μπαλκονόπορτα κατάμουτρα, γνωρίζοντας ότι και αύριο θα είναι εκεί να σε περιμένει.
Γι’ αυτό, κοίτα να το σέβεσαι
Το μπαλκόνι και τα μάτια σου. Για την ακρίβεια, το άραγμα στο μπαλκόνι και τα μάτια σου.
Αυτό που αράααααααααζεις πίσω στην καρέκλα λες και ο χρόνος σταματά για πάντα. Αυτό το άραγμα δίχως αύριο. Αυτό το αγνό, καλοκαιρινό zen mode.
Κι όταν έρχονται οι φίλοι σου και σου χαλάνε την ηρεμία, αλλά σε βάζουν σε ένα άλλο mode, το παρεΐστικο, τότε είναι που καταλαβαίνεις ότι την μπαλκονάρα σου πρέπει να τη μοιράζεσαι. Να πίνετε τα μπυρόνια σας, να τρώτε τις σουβλακάρες σας, να βάζετε μουσική, να παίζετε μουσική, να παίζετε επιτραπέζια, να συζητάτε και να αράζετε σαν να είναι αυτό το ιδανικότερο μπαρ, το πιο διασκεδαστικό κλαμπ, το πιο cult ταβερνάκι, το πιο ζεστό ρακομελάδικο, το πιο γραφικό πάρκο του πλανήτη.
Γι' αυτό, δεν θα το έχεις έτσι, παραμελημένο, του πεταματού. Θα το φροντίζεις, θα το καθαρίζεις και κυρίως θα το διακοσμείς. Εκτός αν τόση ώρα, ό,τι λέμε το παίρνεις και το πετάς από το μπαλκόνι σου μαζί με τη χρηστικότητά του.
Βάλε τις γλαστρούλες σου που θα ανοίγουν τις κόρες των ματιών σου, βάλε τα αρωματικά (και αντικουνουπικά) σου κεράκια και φιδάκια που θα ερεθίζουν τα ρουθούνια και θα ταξιδεύουν την όσφρησή σου, βάλε μπαμπού, χαμηλό φωτισμό (αυτά με τα ηλιακά πάνελ είναι μια χαρά) και καλαμωτές στα κάγκελα που θα σου θυμίζουν ακόμα περισσότερο εξοχή.
Ένα-δυο μαγαζιά να επισκεφτείς με είδη εξωτερικού χώρου θα γουστάρεις απίστευτα, θα χαθείς από τις επιλογές που έχεις και τότε είναι που θα αρχίσεις να ασχολείσαι με τη διακόσμησή του για τα καλά. Και τότε είναι που το άραγμα στο μπαλκόνι σου θα γίνει η αγαπημένη σου διασκέδαση, ή έστω, ένα καθημερινό τελετουργικό χαλάρωσης.
Τότε είναι που θα καλείς κάθε τρεις και λίγο τους φίλους σου. Γιατί το καλοκαίρι στην Αθήνα μονάχα παρεΐστικα και με ατελείωτο αραλίκι παλεύεται.
Τράβα τη μπαλκονόπορτα.