Aυτές οι ιστορίες με τους γονείς του κοριτσιού, ξεκινούν κυριολεκτικά από το πουθενά. Ότι δηλαδή εκεί που πίνετε το ποτό ή βλέπετε την ταινία, έρχεται η αναπάντεχη ερώτηση: «Θες να φάμε με τους γονείς μου αύριο;». Το να απαντήσεις, είναι πιο δύσκολο απ’ ότι ακούγεται. Τουλάχιστον για μένα ήταν.
Αν μπορούσα δεν θα γνώριζα γονείς. Βασικά όχι, γράψε λάθος. Δεν θα ήθελα να βρεθώ σε τραπέζι με τους γονείς της. Και καλά οι μαμάδες που συνήθως με συμπαθούν. Αλλά κανένας μπαμπάς δεν θα αντιδρούσε ποτέ κόσμια, αν η κορούλα του του έλεγε: «Ο Κώστας γράφει στο MAXIM». Τότε τουλάχιστον εκεί έγραφα. Στο μυαλό του μπαμπά, δεν είμαστε συντάκτες που μοιραζόμαστε ιστορίες. Είμαστε ένα μάτσο ρεμάλια που βγάζουν την ανωμαλία τους στις γραμματοσειρές. Που αν μας δινόταν η ευκαιρία θα βγάζαμε και την κόρη του στο κλαρί με τα εσώρουχα. Και κακά τα ψέματα, υπήρξαν άνθρωποι που το έκαναν γι’ αυτό.
Ο Tom Junod, στα κείμενα του στο Esquire, το έχει αναφέρει δεκάδες φορές. «Η πρώτη εντύπωση είναι η πιο σημαντική. Ότι είναι να έρθει μετά ξεπερνιέται». Αφού λοιπόν έχεις συμφωνήσει με μισή καρδιά ότι θα γνωρίσεις τους δικούς της, ακολουθεί μία συγκεκριμένη ιεροτελεστία. Αρχικά ντύνεσαι λίγο πιο καλά. Δεν λέμε για κοστούμι, αλλά ένα καλό πουκάμισο δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Επίσης παίρνεις ένα μπουκάλι κρασί. Σταθερή αξία γιατί όλοι πίνουν κρασί. Ο δικός της μπαμπάς ωστόσο, ήταν μία ζόρικη περίπτωση. Συνταξιούχος, ζόρικος, pater familia στο «κάστρο» της οικογένειας στο Νέο Κόσμο, άνηκε σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που αρνούνται να δεχτούν πως το κοριτσάκι τους μεγάλωσε. Που το στήθος είναι πιο μεγάλο από τις απορίες για το σύμπαν. Που φοράει ότι πιο προκλητικό υπάρχει σε εσώρουχα και που έχει κάνει σεξ πολύ νωρίτερα απ’ όσο ο ίδιος πιστεύει. Και ποιος είσαι εσύ; Ένας σφετεριστής του θρόνου του. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει.
Μακαρόνια με κιμά στο τραπέζι. Τίμια επιλογή. Πρέπει να είσαι κομπλεξικός για να μην σ’ αρέσει. Και είναι κάπου εκεί που πέφτει η ερώτηση «τι ομάδα είσαι;». Άντε να πιστέψει ο άλλος ότι είσαι μόνο Liverpool. «Εδώ το σπίτι είναι Ενωσίτικο». Και μπράβο σου ρε φίλε τι μου το λες; Τσαμπουκά ήρθα να πουλήσω;
Παράλληλα τηρείς όλους τους κανόνες ευγένειας. «Ευχαριστώ», «παρακαλώ» κλπ. Και ζητάς και μία πιρουνιά παραπάνω για να δείξεις ότι σου άρεσε το φαγητό. Ακόμη και αν αυτός ξίνισε τα μούτρα του. Η επόμενη παγίδα είναι τα πολιτικά. Όσο και αν προσπαθείς να αποστασιοποιηθείς, προσπαθεί να σου αποσπάσει δήλωση. Δεν δέχεται καν ως απάντηση «δεν ασχολούμαι με αυτά». Αντιθέτως παθαίνει έναν παροξυσμό και αρχίζει να αναρωτιέται ποιος πρέπει να ασχολείται αν όχι τα νέα παιδιά, για τους χαμένους αγώνες που έδωσε η δική του γενιά και για το πόσο τεμπελχανάδες είμαστε. Κανονικά, πρέπει να τον στείλεις στο διάολο για την προσβολή, αλλά κρατάς χαρακτήρα και ζητάς ένα ποτήρι κρασί. Το χειρότερο καθ’ όλη την διάρκεια της κουβέντας, είναι πως εκείνη δεν έχει αρθρώσει λέξη εκτός από τα «ναι μπαμπά» και «όχι μπαμπά». Μοναδική σανίδα σωτηρίας, το παρήγορο βλέμμα της μάνας που σε κοιτάζει σαν να σου λέει «Ότι και να πεις αγόρι μου έχεις δίκιο. Εγώ ήμουν ερωτευμένη με το παιδί στο απέναντι θρανίο αλλά μου φόρτωσαν αυτόν τον καράβλαχο».