«Να φύγει νύχτα ο Ντένμον», «να πάει από εκεί που ήρθε ο Ρόμπερτς», «πίσσα και πούπουλα στον Πασχάλη τον Πασκουάλ τον παγωτατζή» και «Αγγελόπουλοι διώξτε τον άσχετο τον Σφαιρόπουλο και φέρτε έναν προπονηταρά». «Στεφάνης» ο Καλάθης, «πρώην παίκτης ο Παπανικολάου», «σακάτης» ο Γκιστ και «πού πάμε μωρέ με το όρθιο κούτσουρο, τον Μιλουτίνοφ»;
Αυτά και άλλα πολλά, καλά μου παιδάκια, ακούμε και διαβάζουμε ή γράφουμε και λέμε μετά από ένα – δυο ματς, μετά από μια «αναπάντεχη» ήττα, αυτές που λέμε «εκτός προγράμματος» και ειδικά μετά από ήττα σε ντέρμπι. Δε μαστουρμπέισιον γκόους κλάουντ από τους «έχω παίξει μπάσκετ εγώ και ξέρω», απ’ αυτούς που τα κυκλώματα δεν τους άφησαν να κάνουν καριέρα και τους «έχω άνθρωπο εγώ μέσα στην ΚΑΕ και μου τα λέει αυτά».
Μέχρι που...
Κι όταν έρχεται η ώρα της Ευλογημένης Κωλοτούμπας, όταν ο Ντένμον και ο Ρόμπερτς βάζουν 20άρες, όταν ο «Πασχάλης» κερδίζει στο ΣΕΦ ή ο «κόουτς Μπούλετ» κερδίζει στην Τουρκία τον Ομπράντοβιτς, τότε ο Ιωάννης Μελισσανίδης μπροστά μας μοιάζει γατάκι: η δική μας κυβίστηση θα μας έδινε άνετα το χρυσό σε Ολυμπιακούς Αγώνες χωρίς αντίπαλο. «Πασχάλαρος» ο Πασκουάλ, «μεγαλύτερος Έλληνας προπονητής» ο Σφαιρόπουλος, «μπόμπερ» ο Ντένμον και «μικρός Ολάζουον» ο Μιλουτίνοφ.
Φταίει το στραβό μας το κεφάλι; Η αμπασκετοσύνη μας; Η ανυπομονησία που μας διακρίνει ως Έλληνες; Μας αρέσει να κάνουμε το δρομολόγιο «ξεπάτωμα – αποθέωση» χωρίς σταματημό; Ή έχουμε ξεσαλώσει από τότε που νιώσαμε σαν Τζεντάι, με τη Δύναμη των Social Media στα χέρια μας, με το facebook και το twiter να είναι τα δικά μας φωτόσπαθα; Θα έλεγα όλα τα παραπάνω αλλά θα συμπλήρωνα ότι σίγουρα η έκρηξη των social media μας βοήθησε να το τερματίσουμε.
Εμείς στην εποχή μας...
Συζητούσα το θέμα αυτό με το Ντίνο Ρητινιώτη και με ρώταγε αν τα πράγματα ήταν έτσι και παλιά. «Για πες, εσύ που έχεις ζήσει και την εποχή χωρίς social media, πώς ήταν τότε τα πράγματα;» Ξεπερνάω το γεγονός ότι παριστάνει το τζόβενο παρότι οι ρυτίδες στο πρόσωπό του μαρτυρούν ότι η συμμαθήτρια που γούσταρε στο σχολείο ήταν η Ζωζώ Σαπουντζάκη και προχωρώ στο προκείμενο: όχι, στην «εποχή μου», που δεν υπήρχε facebook και twiter, που δεν υπήρχαν blogs και fora, ούτε αθλητικά σάιτς που μπορούσες να μπεις και να γράψεις το σχόλιό σου από κάτω, δεν ήταν έτσι.
Άντε να έβγαζες το λογύδριό σου στην καφετέρια. Να έπαιρνες τηλέφωνο σε κανένα αθλητικό ραδιόφωνο να πεις τον πόνο σου. Αλλά μέχρι εκεί. Η μπασκετική σου ανάλυση δεν πήγαινε παραπέρα, τα απωθημένα σου και τα «βασανάκια» σου έμεναν σπίτι, η γκρίνια σου δεν έκανε βόλτες στο διαδίκτυο και η αποψάρα σου δεν κυνηγούσε likes, σχόλια, approvers και haters. Δεν πλακωνόσουν διαδικτυακά και δεν μπλόκαρες κόσμο, δεν ξεφτιλιζόσουν και δεν έβριζες μάνες και σπίτια αυτών με τους οποίους διαφωνούσες, κανείς δεν σου ευχόταν καρκίνους και ψόφους επειδή δεν γούσταρε αυτά που έγραψες.
Τα 'χει πει και ο Μπαρούνης: «Την μπαλίτσα που ξέρω εγώ δεν την ξέρετε και οι 5 μαζί»
Αλλά το να ποινικοποιήσουμε τα social media για την κατάντια μας, την ασχετοσύνη μας ή την εκτόνωση που βρίσκουμε από τα προβλήματα της καθημερινότητας όταν ξεχαρμανιάζουμε στο facebook, είναι πολύ απλοϊκή προσέγγιση. Είμαστε Έλληνες, πάει και τελείωσε.
Είμαστε ξερόλες, είμαστε κωλοτούμπες, γουστάρουμε να κάνουμε κουμάντο στην τσέπη του αλλουνού και νομίζουμε ότι ξέρουμε καλύτερα από προέδρους, τεχνικούς διευθυντές και προπονητές, από ανθρώπους δηλαδή που έχουν σπουδάσει, μελετήσει, έχουν πάρει τίτλους, έχουν χτίσει και καριέρες και ομάδες. Θέλουμε να φύγουν παίκτες και προπονητές μετά από ένα κακό παιχνίδι, θέλουμε να πάρουν σύνταξη με τα χρώματα της ομάδας μας μετά από μια μεγάλη επιτυχία. Σφίγγουμε γροθιά τη μια στιγμή η οποία ανοίγει και μετατρέπεται σε μούντζα σε νανοδευτερόλεπτα. Αυτοί ήμασταν αυτοί είμαστε και αυτοί θα είμαστε για μια ζωή – απλά τα social media μας βοηθούν να βγάλουμε προς τα έξω ό,τι χειρότερο κουβαλάμε μέσα μας.