«Έκανα το Αθήνα-Πρέβεζα σε 4,5 ώρες και πήγα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου!»

Οι νέοι δρόμοι έσωσαν τη ψυχική υγεία ενός συντάκτη μας.

«Πότε φτάνουμε;» είναι η ατάκα που ευθύνεται για εκατοντάδες εισαγωγές στα ελληνικά ψυχιατρεία όλες αυτές τις δεκαετίες. Την έκαναν παραδοσιακά τα πιτσιρίκια στους οδηγούς γονείς κάθε φορά στην χειρότερη στιγμή. Και εκείνοι πάει, έσπαγαν -και ούρλιαζαν με αφρούς στο στόμα σαν λυκάνθρωποι λυσσασμένοι. Διότι όταν είσαι στην Κορίνθου-Πατρών και έχεις κολλήσει ξέρεις πως δεν υπάρχει σωτηρία. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και εσύ θα φτάσεις στο χωριό μετά την Ανάσταση.

Τα τελευταία αρκετά χρόνια παραθερίζω στην εξωτική Πρέβεζα δια προσωπικούς λόγους. Πολλές φορές όταν έχω ξεκινήσει σε άκυρες στιγμές να πάω δεν τα έχω βρει σκούρα, το ακριβώς αντίθετο παρ’ όλους τους κωλόδρομους θα έλεγα. Όταν όμως έκανα το λάθος να φύγω σε κρίσιμες γιορτές (Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο) ο Θεός των Ελληνικών Δρόμων με τιμώρησε για αυτή την αυθάδεια μου. Και με κέρασε ένα ποτήρι θάνατο και τρέλα να πιω. Γιατί 8 ώρες για Πρέβεζα δεν είναι λίγες, ούτε μύγες. Ένα σίγουρο διαβατήριο για τον Οίκο των Τρελών είναι!

Κολλημένοι στο Αίγιο και να σε προσπερνάνε ακόμα και τα αδέσποτα. Να ξέρεις πως θα χρειαστείς δύο μέρες με αυτόν τον ρυθμό για να φτάσεις στον προορισμό σου. Να ακούς όλα τα cd του αυτοκινήτου στο repeat, ότι ιστορία έχεις από την εφηβεία σου να τις λες δύο και τρεις φορές, να γελάς χωρίς λόγο υστερικά σιγά σιγά. Γιατί δε θέλει πολύ ο άνθρωπος για να τρελαθεί. Ένα τσακ είναι, γυρνάει η βίδα και μένεις παγωμένος να κοιτάς με βλέμμα στο κενό.

Έφυγα αυτό το Πάσχα με έναν φόβο κρυφό πως αυτή τη φορά δεν το γλυτώνω το Δαφνί. Σαν πας στον πηγαιμό όμως για την Ιονία Οδό να χαίρεσαι που είναι μακριά η σήραγγα που θα πάρεις φίλε μου. Και η Κορίνθου-Πατρών με τρεις λωρίδες και μπάρα στη μέση να μοιάζει με τον Παρθενώνα στα μάτια μου, τέτοιο μεγαλείο!

Δεν το πίστευα, δεν το χώραγε το μυαλό μου, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από τη συγκίνηση. Δε θα κοίταζα αυτή τη φορά με τρόμο τις τριαξονικές νταλίκες να κάνουν τριπλές προσπεράσεις. Και να έρχονται καταπάνω μου από το αντίθετο ρεύμα. Δε θα έλεγα «αυτό ήταν πάει με έφαγες μπαμπέσικα άτιμε φορτηγατζή». Δε θα σταματούσα να πιω καφέ στο Ρίο, σαν ναυαγός σε έρημο νησί, με τα μούσια μου να έχουν προλάβει να μεγαλώσουν στη διαδρομή. Δε θα ήθελα να βάλω φωτιά στο αυτοκίνητό μου και να πέσω να πνιγώ στον Αμβρακικό στο τέλος του ταξιδιού.

maximum overdrive

Γιατί μπορεί ο δρόμος να είχε τις λακουβίτσες και τις κακοτεχνίες του αλλά ήταν πια δρόμος κανονικός παρ’ όλα αυτά. Δεν ήταν μια λωρίδα γης που αξίζει μονάχα σε θανατοποινίτες που τους οδηγούν προς το απόσπασμα. Κι αν ο Θεός των Ελληνικών Δρόμων (ο Εργολάβος με τον Πολιτικό δηλαδή) θέλει να τον ευχαριστήσω για αυτό, εγώ λέω να πω «όχι ευχαριστώ». Διότι δεν είναι κάτι που τους το χρωστάω αλλά κάτι που όφειλαν σε κάθε Έλληνα πολίτη εδώ και δεκαετίες.

Κρατάω μονάχα αυτό: πως όταν πια έφτασα μετά από 4,5 ώρες στην Πρέβεζα τη Μεγάλη Παρασκευή, την ημέρα της Μεγάλης Εξόδου των Ελλήνων, με δυσκολία συγκρατούσα τα δάκρυα στα μάτια μου. Αυτή τη φορά δε θα έπινα ούζα για να ηρεμήσει το κεφάλι μου. Όχι, αυτή τη φορά θα έπινα ούζα για να γιορτάσω. Να γιορτάσω μία νίκη απέναντι σε έναν δρόμο που μας είχε τυραννήσει για δεκαετίες ολόκληρες λες και ήταν κάποιο τέρας μυθικό. 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved