«Και που λες, ο Διαγόρας έχει κάνει το Ιαπωνία-Ελλάδα με ποδήλατο»

Συνέντευξη με έναν Παλίκαρο που στα 33 του έχει ταξιδέψει σε 56 χώρες (χωρίς απαραίτητα να μπει σε αεροπλάνο).

Κείμενο: Ντίνος Ρητινιώτης | Φωτογραφίες: Διαγόρας Καλαϊτζόγλου, Yayoi Kawahara

Ο Διαγόρας Καλαϊτζόγλου, δεν είναι κολλητός μου, ούτε καν από τα άτομα εκείνα που συγκροτούν τον ευρύτερο κύκλο φίλων. Είναι από τους τύπους εκείνους που τους συναντώ ανά πενταετία. Μια περιπτωσάρα ανθρώπου που τη γνώρισα κάποτε από σπόντα και πολύ θα ήθελα να τον έχω περισσότερο κοντά μου. Ο λόγος; Αν εξαιρέσεις το γεγονός πως συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του κατ' εξοχήν θετικού ανθρώπου, τα βιώματά του είναι τέτοια και τόσα που αν μη τι άλλο δεν χορταίνεις να γίνεσαι κοινωνός τους. Κι ας τα ακούς μία φορά κάθε 5 χρόνια.

Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το τι μπορεί να έχει μεσολαβήσει στη ζωή του Διαγόρα μέσα σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα. Μπορεί, για παράδειγμα, να έχει κάνει το τουρ της Λατινικής Αμερικής με τα πόδια. Ή να έχει γυρίσει τις βόρειες αφρικανικές ακτές πάνω σε μια καμήλα. Υπερβολικό; Μιλάμε για έναν άνθρωπο που έκανε το ταξίδι Ιαπωνία-Ελλάδα με το ποδήλατό του, οπότε μην παίρνεις κι όρκο…

Κουράστηκες και μόνο που το διάβασες και σε καταλαβαίνω όσο δεν πάει. Ιαπωνία-Ελλάδα πάνω σε δυο ρόδες, λοιπόν, αλλά αυτό είναι ένα μόνο κομμάτι από τις διηγήσεις του και θα το αφήσω για αργότερα.


Στη Νέα Ζηλανδία
Στη Νέα Ζηλανδία (Photo: Yayoi Kawahara)

Να ξεκινήσουμε από τα βασικά;

Ο 33χρονος Διαγόρας ζει κι εργάζεται αυτό το διάστημα στον Βύρωνα. Πατέρας Έλληνας, μητέρα από τις Φιλιππίνες, πολύ χαίρονται που τον έχουν αυτή την εποχή κοντά τους, καθώς επί μία σχεδόν δεκαετία έκαναν μαύρα μάτια για να τον δουν. Δεν είναι ότι δεν είχαν καλές σχέσεις μαζί του, το αντίθετο. Είναι που ο γιόκας τους φάνηκε να πιάνει το νόημα της ζωής νωρίς, κάπου εκεί στα 21 κι έκτοτε έθεσε ως αυτοσκοπό να «καταπιεί» τον κόσμο. Όλο. Χωρίς συγκεκριμένο πλάνο, με πενιχρό μπάτζετ, με έναν μοναδικό στόχο: να επισκεφθεί όσες περισσότερες χώρες γίνεται. Όχι ως στερεοτυπικός τουρίστας, αλλά με τη λάγνα εκείνη ματιά του ταξιδευτή που αναζητά τα σώψυχα των γηγενών που θα βρει στο δρόμο του.

Αρχικά ξεκίνησε με τα… ευκολάκια της Ευρώπης. Βέλγιο και Ολλανδία οι πρώτοι του προορισμοί, ρούφηξε τα 2/3 των Κάτω Χωρών μένοντας εκεί για περίπου δύο μήνες. Μπαίνοντας σε τρένα και σηκώνοντας το χέρι για να ποντάρει στον καλό θεούλη του ωτοστόπ, κατάφερε να γυρίσει στη συνέχεια τις περισσότερες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Όταν του ζήτησα να μου τις απαριθμήσει, προτίμησε να με διευκολύνει αραδιάζοντάς μου μόνο εκείνες που δεν έχει επισκεφθεί: «Λετονία, Πολωνία, Ουκρανία, Ιρλανδία, Κύπρος, Μάλτα». Καπούτ. Τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά χώματα, ήταν ήδη πατημένα.

Στην ηλικιακή φάση 21-30, λοιπόν, όταν ο μεσοορικός άνδρας ψάχνεται με σπουδές και καριέρες, ο Διαγόρας δεν σταμάτησε να μπουκώνει το διαβατήριο του με βίζες, άλλες mainstream κι άλλες περισσότερο εναλλακτικές. Και μέσα σε αυτό το διάστημα επιχείρησε και την τρέλα που προανέφερα: Ταξίδι στον Δρόμο του Μεταξιού καβάλα σε ποδήλατο.

Ιαπωνία-Ελλάδα με ορθοπεταλιά ρε τρελέ;

«Η ιδέα έπεσε στο τραπέζι όταν βρισκόμουν στην Ιαπωνία για να δω τη φίλη μου (και μετέπειτα σύζυγο), τη Γιαγιόι. Εκεί ήταν που αποφασίσαμε να αγοράσουμε ποδήλατο για να εξερευνήσουμε τη χώρα. Το αγοράσαμε και ξεκινήσαμε ένα trip 1.500 χιλιομέτρων περίπου. Η αλήθεια είναι πως γλυκαθήκαμε. Αφότου γυρίσαμε στη βάση, συνάντησα στο δρόμο κάποιον που είχε δοκιμάσει με επιτυχία να βγάλει το Δρόμο του Μεταξιού πάνω σε ποδήλατο. Με προέτρεψε να το δοκιμάσω κι όταν γύρισα σπίτι, έριξα την ιδέα στη Γιαγιόι. Το μόνο που μου είπε χαμογελώντας ήταν ένα ξερό ‘ας το κάνουμε’. Και κάπως έτσι ξεκινήσαμε». Διευκρίνιση: Ήταν νηφάλιοι κατά τη διάρκεια της στιχομυθίας τους.

Όταν μπήκαν στο πλοίο που θα τους μετέφερε από την Ιαπωνία στην Κίνα, ο Διαγόρας είχε μαζί του ένα ποδήλατο 6 ταχυτήτων, αξίας 100 ευρώ. «Το πήρα μεταχειρισμένο, αλλά ήταν σε πολύ καλή κατάσταση». Και πώς να μην είναι ρε συ Δία, όταν το Mamachari (έτσι ονομάζεται το συγκεκριμένο είδος ποδηλάτου στην Ιαπωνία) χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικιωμένες γυναίκες για να πεταχτούν το πολύ-πολύ μέχρι το σουσάδικο της γειτονιάς;

Με ένα ποδήλατο πόλης, λοιπόν, με κάμποσες σαμπρέλες και διάφορα ποδηλατικά συμπράγκαλα, μια σκηνή, μία φωτογραφική μηχανή κι ένα GPS, ξεκίνησε για να βγάλει 8.500 χιλιόμετρα.

Λογικό; Όχι. Εμπειρία ζωής που θα αφήσει με ανοιχτό το στόμα τα δισέγγονά του; Ναι. 

Λογική-Συναίσθημα: 1-0 από ημίχρονο και το ματς συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον.

Στις Φιλιππίνες (Photo: Διαγόρας Καλαϊτζόγου)

Let the tour begin…

Αν δεν έχεις βγάλει ακόμη από το μυαλό σου την εικόνα ενός γιάπη που δεν έχει πώς να ξοδέψει τα λεφτά του κι αποφασίζει να το ρίξει στις εξτριμιές, άκου κι αυτό: Δεν υπήρχε ταξίδι που να τόλμησε έχοντας εξασφαλίσει πρώτα να φορτώσει την τσέπη του. Είχε ένα και μόνο σχέδιο στο μυαλό του: ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ. Απλά φρόντιζε να βγάζει μεροκάματο στα μέρη που επισκεπτόταν κι από εκεί και πέρα έχει ο θεός. Άλλοτε ως οικοδόμος κι ως φωτογράφος σε φεστιβάλ, άλλοτε ως εργαζόμενος σε βιομηχανίες ανακύκλωσης και εμφιάλωσης ή συλλέγοντας φρούτα και λαχανικά σε φάρμες, συμπλήρωνε ένα μικρό κομπόδεμα και ξεκινούσε για τον επόμενο προορισμό.

«Όταν προσγειώθηκα στην Νέα Ζηλανδία, για παράδειγμα, είχα πάνω μου 150 ευρώ. Δουλεύοντας από εδώ κι από εκεί και με κύριο τρόπο μετακίνησης το ωτοστόπ, μπόρεσα να γυρίσω ολόκληρη τη χώρα μέσα σε τρεις μήνες.»

Στο μεγάλο ταξίδι Ιαπωνία-Ελλάδα, είχε όλα κι όλα 1.500 δολάρια πάνω του. Ούτε τζελάκια μαζί, ούτε γκατζετάκια αξίας, ούτε βεβαίως βεβαίως κάποιο ποδήλατο της προκοπής. Μια μικρή δόση αποδεκτής αναισθησίας και ένας λευκός καμβάς για να τον γεμίσει με τις εικόνες που θα του προσφέρει το εξωπραγματικό ταξίδι που σχεδίασε.

«Ξεκινάμε με τα δύσκολα;», τον ρωτάω και η απάντησή του αποδεικνύει πως το νεοελληνικό μαύρο συννεφάκι της γραφειοκρατίας μπορεί να κυνηγήσει έναν Έλληνα ακόμη και στα πέρατα του κόσμου. «Δεν συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες με το ποδήλατο, αν εξαιρέσεις τις αναμενόμενες σαμπρέλες που έσκαγαν μια στο τόσο. Το πραγματικά δύσκολο κομμάτι ήταν οι βίζες, καθώς περάσαμε από αρκετά… περίεργα κράτη όπως το Τουρκμενιστάν που λογικό είναι να σε αντιμετωπίζουν με καχυποψία».

«Και τι στο διάολο τους απαντούσες στους συνοριακούς ελέγχους ρε φίλε;». Η απάντησή του, απλή στο μυαλό ενός κοσμοπολίτη, σύνθετη στο αντίστοιχο ενός περιχαρακωμένου: «Την αλήθεια. Ότι πάω σπίτι μου. Γενικά έδειχναν να χαίρονται με την όλη φάση, άλλοι γελούσαν, άλλοι με έβγαζαν φωτογραφίες, άλλοι μου ζητούσαν να κάνουν μια σύντομη βόλτα με το ποδήλατό μου…».

Στην Κίνα (Photo: Διαγόρας Καλαϊτζόγου)

Δεν ήταν όλα ρόδινα, όμως. Για παράδειγμα, στα σύνορα Ιράν με Αφγανιστάν, έχοντας κατασκηνώσει με την Γιαγιόι σε ένα υψίπεδο για να βγάλουνε τη νύχτα, είδε ξαφνικά κάποιους αγνώστους να μπουκάρουν στη σκηνή με το μάτι να γυαλίζει στραμμένο προς την μεριά της συνοδού του. Κατάφεραν να τους ξεφύγουν και να το βάλουν στα πόδια, επιστρέφοντας αργότερα για να πάρουν τα πράγματα που είχαν αφήσει πίσω.

Ένα ακόμη highlight που θα ήθελε να διαγράψει, έχει να κάνει με την επίσκεψή του στη λίμνη Αράλη, κάπου εκεί ανάμεσα σε Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν. Κάποτε συμπλήρωνε την τετράδα με τις μεγαλύτερες λίμνες του κόσμου, σήμερα όμως η επιφάνειά της έχει συρρικνωθεί στο ελάχιστο, αποτέλεσμα της σοβιετικής παρέμβασης η οποία χρησιμοποιώντας αρδευτική τεχνοτροπία από τα λιντλ, κατάφερε να τη φέρει ένα βήμα πριν τον αφανισμό. Η περιοχή έχει μολυνθεί δε σε τέτοιο βαθμό από τα χημικά που οι ντόπιοι δεν μπορούν ούτε νερό να πιουν, ούτε μια πατάτα να κόψουν από τα χωράφια της περιοχής. «Εκεί συνειδητοποίησα το μεγαλείο και την ευλογία της… βρύσης. Αυτού του τόσο δα ασήμαντου πράγματος για τις δυτικές κοινωνίες». Εκεί, λοιπόν, άκουγε τους ηλικιωμένους για τη θάλασσα που συνήθιζαν να κάνουν μπάνιο στα μικράτα τους, για τη θάλασσα που δεν υπάρχει πια.

Εικόνες ζωής

Οι πονεμένες μικροϊστορίες ναι μεν τον προβλημάτισαν, αλλά ήταν κι εκείνες που εν τέλει τον έκαναν πλουσιότερο. Η συνάντησή του με τους φτωχούς του κόσμου, του έδωσε να καταλάβει πως η μεγαλύτερη διάθεση για προσφορά προκύπτει από εκείνους που ελάχιστα έχουν να προσφέρουν.

«Οι νομάδες στο Κιργιστάν, εκείνοι οι άνθρωποι που η κακοζωία τους έκανε να φαίνονται 40 αντί για 20, ήταν που μας προσέφεραν απλόχερα το μεγαλύτερο μερίδιο φιλοξενίας. Στα 3.500 μέτρα, δίπλα από τη φωτιά, προσφέροντάς μας γάλα καμήλας αντί για την πολυτέλεια του νερού και γενικότερα ότι έχουν και δεν έχουν.»

«Οι τύποι εκείνοι στο βενζινάδικο του Καζακστάν, που μόλις μας είδαν μας πλησίασαν με τα κοντόκανα και αφού κατάλαβαν ποιοι είμαστε και τι κάνουμε, χαλάρωσαν και μας προσέγγισαν. Ένας από αυτούς, μάλιστα, έσπευσε και μου έδωσε το φτωχικό του παλτό λέγοντάς μου: ‘Όταν θα μπεις στο Αλμάτι (σσ. η πρώην πρωτεύουσα του Καζακστάν), πρέπει να μπεις ως Καζάκος’».

«Γενικά, δεν υπήρξε φτωχογειτονιά καθ’ όλη τη διαδρομή που να μας είδε έξω από την πόρτα της και δεν μας προσκάλεσε να τη διαβούμε. Για να ξεκουραστούμε, για να φάμε, για να κοιμηθούμε. Ή ακόμη και για να ψυχαγωγηθούμε, όπως τότε στο Καζακστάν που έστησαν για χάρη μας ολόκληρο αγώνα Μπουζκάσι…». Ναι, μιλάει για εκείνο το παράταιρο άθλημα που δεν θα το πετύχεις ποτέ σε κουπόνι του ΟΠΑΠ, στο οποίο οι παίκτες ιππεύοντας προσπαθούν να βάλουν το κουφάρι μιας κατσίκας μέσα στο τέρμα.

Στο Νεπάλ (Photo: Διαγόρας Καλαϊτζόγου)

«Μιας και αναφέρθηκες στο φαγητό... Φοβάμαι να την κάνω αυτήν την ερώτηση, αλλά για πες μου. Τι ακριβώς σε… φίλευαν;». «Έχω φάει ότι μπορείς να φανταστείς, οι μεγαλύτερες γκουρμεδιές, ωστόσο, είχαν να κάνουν με έντομα. Αγαπημένο μου πιάτο, με διαφορά, οι σκορπιοί. Τηγανισμένοι.» Άμα ήταν τηγανισμένοι, ΟΚ ρε συ Δία.

Στο μικρού μήκους φιλμάκι που – λέγεται ότι – θα δούμε λίγο πριν κλείσουμε τα μάτια μας, ο Διαγόρας έχει κρατήσει χώρο για εκείνο το πρωινό που βγήκε από τη σκηνή που είχε στήσει στα 4.000 μέτρα στα σύνορα Κίνας-Κιργιστάν. Αν δεν ήταν οι χιονισμένες τριγύρω βουνοκορφές που τον έκαναν να νιώθει ευλογημένος ή τα άχνα του που γέμιζαν τον φρέσκο ασιατικό αέρα, μπορεί να ήταν ο ήχος από το ποτάμι που κυλούσε κάτω από τα πόδια του. Την ίδια στιγμή που εγώ έπινα τον φρέντο μου σε μια κάποια καφετέρια ή έπηζα στη μουντίλα κάποιου γραφείου, ο Διαγόρας ψιθύριζε στον εαυτό του: «Για στιγμές σαν κι αυτήν κάνω αυτό το ταξίδι…».

Στο Βιετνάμ (Photo:Yayoi Kawahara)

Και τα μικράκια…

Μπροστά στο ασιατικό έπος, η ιστορία που ακολουθεί φαντάζει με… καρτούν, αλλά δεν γίνεται να την αφήσουμε απ’ έξω. «Πριν από τρία χρόνια περίπου, είχα φορτώσει ένα σπαστό ποδήλατο σε ένα λεωφορείο που με άφησε κάπου στην κεντρική Ουγγαρία κι από εκεί κατέβηκα προς την Ελλάδα, περνώντας μέσα από Σλοβενία, Κροατία, Μαυροβούνιο κι Αλβανία. Λίγα μέρη μπορούν να κοντράρουν αυτό που αντίκρισα στις Δαλματικές ακτές».

Στα επόμενα σχέδιά του να κάνει έναν ποδηλατικό γύρο της Ελλάδας ακολουθώντας τη διαδρομή Πελοπόννησος, Ιόνια νησιά, Ήπειρος, Μακεδονία, νησιά Αιγαίου, αλλά και να κλείσει κάποιες εκκρεμότητες με την Ισλανδία, την ομορφότερη χώρα του κόσμου όπως την περιγράφει, την οποία ναι μεν επισκέφθηκε, αλλά δεν φάνηκε να χόρτασε.

Ο Διαγόρας ο χορτοφάγος, ο φιλοξενητής αμέτρητων αδέσποτων ζώων, το χαμογελαστό κι ευγενικό τυπάκι που κάποτε θέλει να γράψει ένα βιβλίο σχετικό με τα ταξίδια του, ο ερωτευμένος με την φύση και τον «Προφήτη» του Χαλίλ Γκιμπράν, ο βυρωνιώτης που ακολουθεί δογματικά το μοτό «ένα πέρασμα κάνουμε από εδώ, ας το κάνουμε να αξίζει, ας το κάνουμε χαμογελώντας», πήρε αυτό που συχνά-πυκνά επικαλούμαστε στους εσωτερικούς μονολόγους μας και το κάνει καθημερινή τελετουργία: στύβει τη ζωή όπως της πρέπει. Ταξιδεύει, δημιουργεί αναμνήσεις και φουσκώνει το μυαλό του όχι με αέρα κοπανιστό, αλλά με εικόνες που ευδοκιμούν στα ντοκιμαντέρ.

Ωραίο πράγμα, ρε φίλε, να σκηνοθετείς τη ζωή σου πατώντας πάνω στη δική σου μανιέρα. 

Ακολούθησε τον Ντίνο Ρητινιώτη στο Facebook

©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved