Τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Γιώργο Χρυσοστόμου σίγουρα τους γνωρίζεις. Είναι δύο καταξιωμένοι ηθοποιοί που κουβαλούν βραβεία, επιτυχίες και τεράστια αποδοχή στο κοινό παρά τη νεαρή ηλικία τους. Φέτος έχουν καταφέρει να κάνουν τη μία sold out παράσταση μετά την άλλη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, με το θεατρικό «Πέτρες στις Τσέπες του» της Βορειοιρλανδής Μαρί Τζόουνς.
Το έργο, γραμμένο το 1996, παρακολουθεί τα γυρίσματα ενός χολυγουντιανού blockbuster σε ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας. Πρωταγωνιστές είναι δύο ντόπιοι κομπάρσοι που παρότι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα προσλαμβάνονται από την παραγωγή. Όλα βαίνουν ανάλαφρα και κωμικά μέχρι η σκληρή πραγματικότητα να τους χτυπήσει την πόρτα.
Οι δύο ηθοποιοί παίζουν και τους 15 διαφορετικούς ρόλους (!) που εμφανίζονται στο έργο και θα σου προτείναμε να σπεύσεις αν θες να τους δεις· μιας και το έργο θα παίζεται μέχρι τις 29 του μήνα στο Θέατρο Νέου Κόσμου και τα εισιτήρια σπανίζουν!
Βρήκαμε ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί τους και καταλάβαμε κάποια πολύ βασικά πράγματα: ότι πιστεύουν πραγματικά στη συνεργασία, σε ένα θέατρο που συνδυάζει τη θλίψη με τη χαρά και κυρίως πως δε μασάνε τα λόγια τους για κανέναν λόγο.
1. Για ποιον λόγο επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
Μ.Π: Δεν το επιλέξαμε σε καμία περίπτωση λόγω «πολιτικού» περιεχομένου. Όντως έχει να κάνει με την πάλη του αδύναμου ενάντια στον δυνατό. Όμως δεν είναι αυτό που μας οδήγησε να το επιλέξουμε. Θέλαμε να κάνουμε κάτι με τον Γιώργο που να ταιριάζει σε εμάς.
Γ.Χ: Δεν είπαμε, προφανώς, να κάνουμε «πολιτικό θέατρο» για να αλλάξουμε την χώρα, ούτως ή άλλως καμιά παράσταση δεν πρόκειται να την αλλάξει. Το θέατρο, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί πάντα σαν καθρέφτης. Πρόκειται για ένα έργο ανθρωπιστικού χαρακτήρα που γίνεται «πολιτικό» εκ του αποτελέσματος. Εάν θέλει κάποιος να το ταυτίσει με την τωρινή οικονομική κρίση, αυτό είναι δικό του ζήτημα, διότι δεν ισχύει αυτό σε καμία περίπτωση. Εμείς δε θέλουμε να λέμε ψέματα σε κανέναν και πρώτα από όλα στον εαυτό μας. Το έργο το επιλέξαμε γιατί είναι αστείο.
Μ.Π: Χωρίς να σημαίνει πως δε μας ενδιαφέρει το γεγονός πως ένα μικρό χωριό παλεύει ενάντια σε μια τεράστια πολυεθνική. Προφανώς και μας ενδιαφέρει αυτό. Είμαστε πάντα υπέρ των αδυνάτων.
Γ.Π: Άλλωστε όλα τα έργα για να μπορέσουν να λειτουργήσουν χρειάζονται να έχουν μια σύγκρουση.
2. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο κομβικό σημείο του έργου;
Γ.Χ: Ο θάνατος του παιδιού.
Μ.Π: Ακριβώς, αφού αυτό γίνεται σε ένα σημείο της παράστασης που όλα δείχνουν ανάλαφρα. Διότι μπορεί να πρόκειται περί κωμωδίας αλλά δε θα μπορούσε η αυτοκτονία του πιτσιρικά να μην μας επηρεάσει και σκηνοθετικά. Έπρεπε να περάσουμε κι ένα μήνυμα ότι έχει συμβεί κάτι σημαντικό –κι όχι να το αντιμετωπίσουμε, όπως κάποιοι, σαν κάτι διαδικαστικό.
Γ.Χ: Αυτό που τελικά διαπραγματεύεται η παράσταση είναι ότι «στα δύσκολα όλοι την κάνουν».
3. Ας κάνω τώρα μια στερεοτυπική ερώτηση: τελικά το έργο είναι δράμα ή κωμωδία; Τι πρέπει να περιμένει το κοινό;
Γ.Χ: Ο κόσμος έρχεται να δει μία ιστορία. Μια ιστορία πρέπει να έχει όλα τα στοιχεία όπως ακριβώς και το φαγητό. Θέλει κι αλάτι και πιπέρι, θέλει και «γλυκό» και «αλμυρό» στοιχείο. Όπως και η ζωή που έχει από όλα τα καλά –κι από όλα τα κακά. Στο βάθος βάθος πάντα υπάρχει ο φόβος του θανάτου που δε μπορούμε να τον διαχειριστούμε. Κι η ίδια η συγγραφέας δε δίνει κάποιον στερεοτυπικό ορισμό, αντίθετα ονομάζει το έργο της μια «κωμικοτραγωδία». Άλλωστε το πιο ευχάριστο για μένα είναι όταν οι θεατές μου λένε ότι έφυγαν με μία «γλυκιά θλίψη» μετά την παράσταση.