Το Potato Head Blues του Λούις Άρμστρονγκ το άκουσα για πρώτη φορά σε θερινό. Ήταν ένα από τα πέντε έξι πράγματα για τα οποία ο Γούντι Άλεν υποστήριζε ότι αξίζει η ζωή. Μια αποκατεστημένη κόπια του «Μανχάταν» έκανε αμέσως και τη δική μου λίγο πιο όμορφη.
Για πολλούς, τα θερινά προορίζονται για συγκεκριμένες ταινίες επειδή έχουν πολλή φασαρία, μέτρια ηχοσυστήματα και ενίοτε φθαρμένες κόπιες. Αν ψάξεις στα ράφια των αντεπιχειρημάτων, θα διαπιστώσεις ότι το πιο πολυδανεισμένο είναι το «στο θερινό πας για την αίσθηση».
Για το ζήτημα της αίσθησης, ωστόσο, ισχύει ό,τι και για τα λόγια λίγο πριν τελειώσεις στο σεξ: δεν είναι απολύτως σαφή, ούτε απαραίτητα ειλικρινή.
Επομένως... Επομένως, το θερινό σινεμά είτε ανήκει είτε όχι σε ένα προσωπικό μικροσύμπαν που οριοθετείται από συνήθειες, παραξενιές, γούστα και αναφορές: Το φως που θα ανάψει ξαφνικά σε ένα δωμάτιο της απέναντι πολυκατοικίας στα Παναθήναια. Η χαρά της Πέπης όταν μας ενημερώνει για τις νέες ταινίες του Σινέ Φλοίσβος. Η ψύχρα που θα κάνει τις τρίχες σου να σηκωθούν. Το πλαστικό ποτήρι με λίγο τζιν, τόνικ και δυο παγάκια. Τα κεφτεδάκια στο Σινε Παράδεισος, η θέα της Ακρόπολης από το Θησείον –το ομορφότερο σινεμά του κόσμου, σύμφωνα με το Time–, ενώ την ίδια στιγμή πάνω στο πανί ο Μπελμοντό αγγίζει τα χείλη του στο «Με κομμένη την ανάσα». Η γάτα που ξαπλώνει νωχελικά πάνω στα χαλίκια.
Δεν είναι όμως μόνο τα παραπάνω. Κάτι μέρες σαν αυτές, με την «Αθήνα να αδειάζει σαν σφαγμένο βόδι κρεμασμένο ανάποδα που χάνει το αίμα και τα ζουμιά του», όπως γράφει και ο Μαλαφέκας στο «Εκτός Κλίμακας», τα θερινά είναι αυτά που δίνουν πνοή στους έρημους δρόμους και στους τσιμεντένιους όγκους που φτύνουν ακούραστα πάνω μας το καυτό λιοπύρι.
H Μέριλιν των χολιγουντιανών μιούζικαλ, που στοιχειώνει σε όλες εποχές τα αρσενικά μυαλά, o αρχετυπικός ανδρικός ασπρόμαυρος γεωμετρικός έρωτα του «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ», οι ειδικές προβολές του «Ας περιμένουν οι γυναίκες», οι απάλευτες επιλογές του Ντε Νιρό, οι επανεκδόσεις του Κιούμπρικ, ο καταιγισμός κοντινών - σαν μονομαχία- στο «Για μια χούφτα δολάρια», το πρόσωπο της Μπριζίτ Μπαρντό στην «Περιφρόνηση», όλα χωράνε σε αυτά τα μικρά καταφύγια των δύο ωρών. Όλα χωράνε, μέχρι να σε ξαναπιάσει από το λαιμό το κύμα της καλοκαιρινής ραστώνης.
Διότι, αν μιλήσουμε με όρους αίσθησης, μόλις τελειώνει η ταινία και βγαίνεις έξω, νιώθεις λες και κάποιος να σου έδωσε ένα βρεγμένο μαντίλι για να δροσίσεις το μέτωπό σου. Δεν είναι και λίγο.