Πάντα είχα απορία για το πόσο διαφορετικός μπορεί να είναι ο τρόπος που εμείς οι «νεολαίοι» -όπως μας φωνάζουν οι μπαρμπάδες μας- απολαμβάνουμε το αλκοόλ, σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους. Σχεδόν κάθε φορά που κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με τους γονείς μου να φάμε ακούω την ίδια ατάκα από τον πατέρα μου: «μόνο έξω θα πιεις εσύ; Με το φαγητό δεν πίνεις ποτέ». Πιο παλιά είχαμε το «να διαβάσεις να πιάσεις Πανεπιστήμιο». Μετά άλλαξε το τροπάριο. Ανέκαθεν το ονειρευόταν μάλλον ο πατέρας μου να γίνω πότης!
Η γενιά μας έχει μία τελείως διαφορετική αντίληψη για το ποτό από αυτή που είχαν και έχουν οι παλιότεροι. Για το αλκοόλ που μπορεί να συνοδεύσει τους μεζέδες μας και να συντροφεύσει τις αγαπημένες συνήθειές μας. Για την μπύρα, για το κρασί, για το ούζο. Ειδικά για το ούζο!
Το ούζο είναι μια άλλη εντελώς κατάσταση. Μια κατάσταση επανάσταση. Μια επανάσταση στους κανόνες των μεγάλων, με τους οποίους πάλεψα, πολέμησα και εν τέλει… έχασα. I fought the law and law won.
Ολιγοήμερη άδεια στο χωριό. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι του θείου μου, του χτύπησα την πόρτα και του λέω «Ρε θείε, δεν έρχεσαι δίπλα να πούμε ένα ουζάκι που μου ‘στειλε…», πριν τελειώσω τη φράση μου είχα καταλάβει ότι μιλούσα μόνος! Ο θείος μου είχε πάει ήδη στο σπίτι μου δίπλα, είχε κάτσει, είχε σερβίρει και με περίμενε με το ένα πόδι πάνω στο άλλο αραχτός να πούμε, φωνάζοντάς μου κιόλας «άντε πού είσαι;!».
Κάθισα, λοιπόν, ανοίξαμε το «Πλωμάρι» και έριξα στο τραπέζι το «topic» (δεν του το ‘πα έτσι φυσικά), ως προς την αντίληψη που έχει για το ούζο. Τι σημαίνει, ρε παιδί μου, για τους απανταχού θείους το ούζο; Ως ποτό, ως συνήθεια, ως τρόπος διασκέδασης, όλα.
Το πρώτο συμπέρασμα, αν και… κάτι είχα καταλάβει νωρίτερα, ήταν πως ο θείος μου το αγαπά πολύ το ούζο. «Ουζάκι του θεού! Καθαρό. Δροσερό. Βάλσαμο! Αυτό είναι το Πλωμάρι». Εκεί, συμφωνήσαμε με τα μάτια! Μετά από αυτό, όμως, το χάος! Δεν θυμάμαι πόσες φορές πήγα να πνιγώ από τα εξωπραγματικά που μου έλεγε, για το πώς, πού και πότε πίνει το ούζο!
Όλα ξεκίνησαν όταν έπιασα το ποτήρι, το σήκωσα και πήγα να πιω. Σας περιγράφω την κίνηση με λεπτομέρεια, γιατί έμοιαζε με slow motion το αυστηρό αλλά και τρομαγμένο βλέμμα του θείου μου που ακολουθούσε την κάθε μου κίνηση σοκαρισμένος, έτοιμος να με αρπάξει!
«Τι κάνεις εκεί;», μου φώναξε! «Τι κάνω ρε θείε; Δεν είπαμε θα πιούμε;». Στην απάντησή του κατάλαβα ότι το χάσμα περί ούζου είναι τεράστιο! «Ξεροσφύρι; Πας καλά! Κάτσε να πω στη θεία σου να βγάλει μεζέ». Όση ώρα πίναμε, ή δεν πίναμε, θυμάμαι τη θεία μου να πηγαινοέρχεται και να πηγαινοφέρνει πιάτα.
Αυτή, όμως, δεν ήταν η μόνη διαφορά και διαφωνία μας ως προς το ούζο.
Το ξέρατε εσείς ότι οι μεγαλύτερες γενιές πίνουν το ούζο καμιά φορά στις 11 το πρωί της Κυριακής; Λες και είναι σκηνή από τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Την ώρα, δηλαδή, που εγώ ακόμα κοιμάμαι γλυκά από τα ούζα της προηγούμενης βραδιάς, ο θείος μου που έχει ξυπνήσει από το χάραμα παίρνει το δεκατιανό του… ούζο!
Δεν περιορίστηκε όμως σε αυτά. Μη βάλεις παγάκι, λέει! Σκέτο θα το πιεις, άντε με λίγο νερό. «Αυτό θέλει αντοχές θείε και, ξέρεις, είμαι σε μια ηλικία που αν με χτυπήσει το αλκοόλ θα χρειαστώ περισσότερο χρόνο για να συνέλθω. Δεν είμαι 20άρης πια». Μία που του το ‘πα και μία που με απείλησε ότι θα με αποκληρώσει.
Κάπου εκεί θέλησε να μάθει πώς ακριβώς πίνουμε εμείς οι νέοι το ούζο. Πώς, πότε, που, με τι. «Κοίτα θείε, καμιά φορά εμείς δεν θα πάμε στο καφενείο να παίξουμε «Θανάση». Ξέρεις, μπορεί να κάτσουμε σε ένα σπίτι (βεράντα, τώρα με τις ζέστες), σε ένα ρακάδικο, που έχουν φυτρώσει δυο-δυο σε κάθε στενό. Εκεί συνήθως μας φέρνουν για συνοδευτικό (στο τσάμπα) κάτι ξηρούς καρπούς, κάτι πατατάκια, κάτι τέτοια (έκανε μια γκριμάτσα αηδίας). Επίσης, εμείς ούζο κυρίως πίνουμε βράδυ ή μεσημέρι ΣΚ, που έχουμε ξεμπερδέψει νωρίς με τις εκκρεμότητες της εβδομάδας. Απογοητεύτηκε.
Και τότε κάθισα να του εξηγήσω ότι μπορεί να μην πίνουμε το ούζο με τον ίδιο τρόπο, μπορεί η δική του σκηνογραφία να είναι πιο ενδιαφέρουσα, μπορεί ο δικός του ο τρόπος να κάνει το χρόνο να σταματάει, αφήνοντας ζωτικό χώρο στην «ιερότητα» της στιγμής, αλλά και για εμάς, που θα βρούμε την παρέα μας με ένα βλέμμα πανικού και άγχους στο πρόσωπο γιατί «άσε, τρέχω από το πρωί…», για εμάς, που μάθαμε να το πίνουμε ξεροσφύρι ή που θα πειραματιστούμε μαζί του σε κάποιο φίνο κοκτέιλ και θα το ανεβάσουμε αμέσως στα social media, η πρώτη γουλιά, αυτό το εξαιρετικό σε ένταση και άρωμα διπλό απόσταγμα του Ουζό Πλωμαρίου, μας προκαλεί τα ίδια ακριβώς συναισθήματα.
Σε εμάς, στη γενιά του θείου μου, στην προηγούμενη και σε όσες θα έρθουν. Γιατί από την πρώτη κιόλας γουλιά αυτή η μυστική και επτασφράγιστη συνταγή με ρίζες που χάνονται στον 18ο αιώνα, σου επιβάλλει να μοιραστείς αυτό το Ούζο. Να το απολαύσεις με τους φίλους και τους πραγματικά αγαπημένους σου.
Και οι δύο αγαπάμε το Πλωμάρι, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Στην υγειά μας!