Νομίζω ότι πλέον βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαπίστωση που διεκδικεί status αφορισμού: Αυτοί οι δύο τύποι είναι πιο συμπαθείς Έλληνες αθλητές με διαφορά από το δεύτερο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην χαρείς με τις χαρές τους και να μην πεις ένα «όχι, ρε γαμώτο» μόλις μάθεις για κάποια μικρή αναποδιά που θα τους τύχει (*σηκώνει χέρια από πληκτρολόγιο και χτυπάει την επιφάνεια του γραφείου*). Και επειδή στους ώμους τους ακόμα δεν έχει πέσει η νοσηρή σκόνη του ελληνικού οπαδισμού, έχουν την αναγνώριση όλων.
Κι αν για τον Γιάννη, που έχει ήδη ενεργοποιήσει το mode dominant player στο NBA, το ενδιαφέρον και η «εθνική αγωνία» (με πιο χαρακτηριστική της έκφανση τον καταιγισμό του #NBAVote) είναι λίγο-πολύ δεδομένα, πριν μερικές μέρες ταυτιστήκαμε με τον Θανάση και τους υπόλοιπους γενναίους της Ανδόρας οι οποίοι κατάφεραν να γυρίσουν τη σειρά με τη Ρεάλ από τις απάτητες κορυφές των Πυρηναίων στη Μαδρίτη.
Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, ο Γιάννης και ο Θανάσης Αvτετοκούνμπο είναι οι πιο συμπαθείς Έλληνες. Χωρίς άλλους αστερίσκους και προϋποθέσεις. Η αποδοχή τους και το εύρος της είσαι αντίστοιχα του Μητροπάνου (μια ακόμα προσωπικότητα που είχε δοκιμάσει από το ποτήρι της καθολικής συμπάθειας).
photo credit: Λευτέτης Παρτσάλης
Αυτό που νιώθεις για εκείνους είναι κάτι που ξεπερνά τις έως τώρα επιτυχίες τους, τις προσδοκίες που έχουμε από εκείνους, την ίδια την ιστορία τους, που ανέδειξε την υποκριτική στάση του Κράτους απέναντι τους και στα χιλιάδες παιδιά που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα από γονείς μετανάστες.
Είναι συμπάθεια πηγαία, απλή, ανεπιτήδευτη και αφειδής. Ταύτιση. Πλάι σε αυτά, συγκίνηση και θαυμασμός.
Τρίτη μεσημέρι, σε μια ήσυχη γωνιά στις παρυφές της Αττικής, στούντιο της Cosmote TV στην Παιανία. Μια ομάδα δημοσιογράφων τούς περιμέναμε, στο περιθώριο της συνέντευξης που έδωσαν στην εκπομπή «Pick n Roll», για να μας μιλήσουν για το Antetokounbros, το event που πέρυσι ξεκίνησε από ένα ραντεβού για ένα μονάκι στο ανοιχτό στα Σεπόλια και φέτος θα φιλοξενηθεί σε Αλεξάνδρειο και ΟΑΚΑ.
Επειδή το γεγονός ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του αθλητικού ρεπορτάζ, το δημοσιογραφικό οικοσύστημα εκεί στην Παιανία διέθετε ιδιαίτερη ποικιλότητα, ωστόσο ο διαχωρισμός ήταν σαφής: στο μεγάλο τραπέζι της αίθουσας αναμονής οι φασαριόζοι αθλητικοί, που συζητούσαν για F4 και τελικούς πρωταθλήματος, με εξαίρεση τον Βασίλη Σκουντή που ήταν συγκεντρωμένος σε ένα ογκωδέστατο ντοσιέ με σημειώσεις και τον αεικίνητο Ρήγα Δάρδαλη, που είχε αναλάβει το οργανωτικό κομμάτι. Πέριξ του τραπεζιού, βρισκόμασταν οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι, που όταν δεν ανταλλάσσαμε μερικές «επαγγελματικές» κουβέντες με γνωστούς συντονιζόμασταν με την αχανή timeline των social media για να περάσει η ώρα.
Το διάστημα της αναμονής έκρυβε, είναι η αλήθεια, μια μεγάλη έκπληξη: τις εντυπωσιακές ικανότητες του Βαγγέλη Ιωάννου στο ξύλινο ποδοσφαιράκι. Οι βελούδινες σφυριές του στις λαβές και ήχος της μπάλας που προσέκρουε με δύναμη στο βάθος της ξύλινης εστίας σκέπαζαν τις χαμηλόφωνες συνομιλίες.
Όταν ο Γιάννης και ο Θανάσης έφτασαν στο χώρο, η ατμόσφαιρα γέμισε αμέσως με μια feelgood διάθεση. Ούτε σταριλίκια, ούτε ύφος, ούτε τίποτα. Αρκούσε το χαμόγελο τους, δεν χρειαζόταν να πουλήσουν κάτι άλλο.
Photo credit: Λευτέρης Παρτσάλης
Τους παρατηρούσες για αυτά τα ένα-δυο λεπτά που στέκονταν στην είσοδο μέχρι να πάνε στα καμαρίνια και γελούσαν διαρκώς, όπως, ξέρω ‘γω, κάνουν όλα τα αδέλφια όταν είναι μαζί και γουστάρουν. Ο ορισμός δύο 20άρηδων που είναι όπως είναι οι 20ρηδες το 2017 (εξαιρουμένων φυσικά των οικονομικών αποδοχών).
Ο ορισμός των ψηλών παιδιών της διπλανής πόρτας.
Από τους δύο, ο Θανάσης είναι πιο εξοικειωμένος με τα μίντια. Νιώθει πολύ ανέτα σε αυτό το περιβάλλον. Έχει την ατάκα έτοιμη, θα μιλήσει ξανά και ξανά για τα δύο «Antetokounbros», κάθε φορά με τον ίδιο ενθουσιασμό. Τώρα είναι ένας καλό παίκτης επιπέδου Ευρωλίγκας. Δεν θα μου κάνει εντύπωση αν στο μέλλον το ελληνικό μπάσκετ βρει στο πρόσωπο του Θανάση ένα ικανό στέλεχος. Άμεσος, καίριος, με άποψη. Ο μεγάλος αδελφός. Φαίνεται να έχει κάτι από το επικοινωνιακό χάρισμα του Φασούλα.
Ο Γιάννης είναι εντελώς γήινός. Είναι στους καλύτερους του κόσμου, αλλά δεν χρειάζεται να το κάνει και θέμα. Δουλεύει σκληρά, προπονείται, επομένως όλα ακολουθούν τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Με τα κοκάλινα γυαλιά του, έμοιαζε με μεταπτυχιακό φοιτητή σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Αν δεν ήξερες ποιος είναι, θα στοιχημάτιζες ότι στο σακίδιό του είχε laptop με draft της διπλωματικής και δύο τρία τυπωμένα paper που θα διάβαζε το απόγευμα.
Ξέρεις όμως.
Ξέρεις ότι αυτά τα καλαμάκια για πόδια οργώνουν το παρκέ με 6 διασκελισμούς. Ξέρεις ότι αυτά τα μακριά χέρια έτσι και ανοίξουν κρύβουν τον ήλιο. Ξέρεις ότι αυτό το σώμα είναι ό,τι πιο αθλητικό έχει δει το NBA. Είναι ένα σώμα που μπορεί να παίξει το καλύτερο μπάσκετ και βρίσκεται εκεί όπου υπάρχουν όλες οι συνθήκες ώστε να όντως να το κάνει. Ξέρεις ότι αυτό το παιδί είναι στους 10 καλύτερους παίκτες του NBA όχι αν δουλέψει, εάν και εφόσον, ίσως στο μέλλον κτλ, αλλά τώρα που μιλάμε.
Ο Θανάσης είναι 25 και ο Γιάννης 23. Μια ακόμα γενιά που έχει να πληρώσει το περιβόητο «γκαλόσημο». Ωστόσο, είναι η πρώτη, με θέση και ρόλο στα παρκέ του κόσμου, που δεν έχει καμία απολύτως μνήμη από τις τελευταίες αγωνιστικές χρονιές των εκπροσώπων της γενιάς του ’87. Δεν δανείζονταν τα ονόματα εκείνης της γενιάς που δανείζονταν, όταν πιτσιρικάδες κατέβαιναν για ένα μονό στα Σεπόλια.
Photo Credit: Λευτέρης Παρτσάλης
Σε κάποια στιγμή, ο Γιάννης χάζεψε μια παλιά τηλεοπτική κάμερα στο πλάι της κεντρικής εισόδου, με την έκπληξη και την περιέργεια κάθε 20άρη καθώς αντικρύζει αυτόν το μεταλλικό όγκο που χρησίμευε για την ίδια δουλειά που πλέον γίνεται με ένα κινητό. Το ηρωικό απομεινάρι ενός μακρινού παρελθόντος και δίπλα του το πρώτο φως της λάμψης που έρχεται από το μέλλον.
Από τη μία, η εποχή των ζωντανών συνδέσεων με το Αλεξάνδρειο, οι έρημοι δρόμοι τα βράδια τις Πέμπτης και η φωνή του Φίλιππου Συρίγου και, πό την άλλη, η εποχή του on demand (για να γλιτώνεις τα ξενύχτια) και του nba app για να χαζεύεις στο τρένο highlights και να αποκωδικοποιείς τα box scores.
Η ρίζα δεν χάνεται, ο σεβασμός παραμένει, αλλά ό,τι θα ζήσουμε από εδώ και στο εξής στο ελληνικό μπάσκετ είναι έξω από το ’87. Η κοσμογονία ξεκίνησε με εκείνη την ήττα του Άρη από τον Ηρακλή, στο πρώτο παιχνίδι του Νίκου Γκάλη στην Ελλάδα. Ο γιος των μεταναστών που μεγάλωσε στην Νέα Υόρκη και ήρθε στα 23 στην Ελλάδα. «Ο Γκάλης έπαιξε πολύ ατομικά και έκανε άφθονα άστοχα σουτ», είχαν γράψει οι εφημερίδες την επομένη - μία από τις πολλές «προφητικές» τοποθετήσεις τους στην ιστορία του αθλητικού Τύπου.
Το μέλλον –ή έστω ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτού του μέλλοντος- του ελληνικού μπάσκετ είναι μια οικογένεια. Στα παιδιά 2 μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και μέχρι τώρα δεν έχουν αγωνιστεί στην χώρα μας.
Και ίσως να μην αγωνιστούν ποτέ.
Πολλά είπαμε όμως...