Η σχέση μας με τις καντίνες είναι ιδιαίτερη. Αποτελούν το «τελευταίο μεθοριακό σταθμό» πριν βρεθείς στο κρεβάτι. Ένας φάρος που στέκει ανάμεσα στα κύματα των αυτοκινήτων που διασχίζουν τις λεωφόρους. Ένα φωτεινό σημάδι που σπάει αυτό τον μονότονο, νυχτερινό πορτοκαλί ορίζοντα των δρόμων.
Στις καντίνες συζητάς για όλα εκτός από το φαΐ –με εξαίρεση εκείνες που δεν σε έχουν απογοητεύσει ποτέ μετά από αρκετές δοκιμές. Μεταξύ μας όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θες και δεν σε νοιάζει να ξέρεις. Κανείς δεν σκέφτηκε την ώρα που έτρωγε ένα χοτ-ντογκ πώς ακριβώς γίνεται η εκδορά του γουρουνιού, με ποιους κανόνες και σε ποιες συνθήκες, πόσο αίμα χύνεται, πώς μυρίζουν τα εντόσθια, ποια κομμάτια αφαιρούνται πρώτα και ποια περισσεύουν, με ποια διαδικασία αλέθονται αυτά που μένουν και πόσες άραγε διαφορετικές διαδικασίες υπάρχουν ώστε από το ίδιο υλικό να παίρνεις λουκάνικο, μορταδέλα, σαλάμι κλπ..
Και αν το σκέφτηκε, το ξέχασε την επόμενη στιγμή. Στις τέσσερις το πρωί, όταν ψάχνεις απεγνωσμένα κάτι για να γεμίσεις το στομάχι σου, ακόμα και swan από πτεροδάκτυλο θα φας χωρίς πολλές ερωτήσεις και αμφιβολίες. Αν έχει πρόβλημα κανένας παλαιοντολόγος που τυχαίνει να περιμένει πίσω από εσένα στην ουρά, ας έρθει να σου το πει κατάμουτρα.
Όλα τα υπόλοιπα, μπορούν να συζητηθούν. Αρκεί φυσικά να είσαι σε θέση να συζητήσεις και να μην φτάνεις στον καντινιέρη και του ψευδίζεις με αυτή τη χαρακτηριστική χροιά που έχει μεθυσμένος εκεί έξω «ένα σάντουϊτς μαπόλα».